Στο τσακ πρόλαβε την υποψηφιότητα για ένα από τα χειρότερα παιχνίδια της χρονιάς.
Για να πούμε την αλήθεια, μας δημιουργείται η εντύπωση ότι ο λόγος ύπαρξης τέτοιων παιχνιδιων δεν είναι άλλος από το τυράννισμα του εκάστοτε συντάκτη, ο οποίος, αν σέβεται τον εαυτό του, θα πρέπει να υποστεί ένα μεγάλο κομμάτι του παιχνιδιου προτού αποτυπώσει τις εντυπώσεις του. Όχι επειδή περιμένει κανένα θαύμα μετά την πρώτη ώρα ενασχόλησης, αλλά επειδή, όπως και να το κάνουμε, φαντάζει ολίγον τι επιπόλαιο το γράψιμο ενός review σε ένα παιχνίδι που δεν έχουμε κλείσει καν ώρα, ακόμα και όταν είναι παντελώς αδιάφορο.
Λέμε “παντελώς αδιάφορο” και όχι κάτι πιο αυστηρό, γιατί τουλάχιστον σε τεχνικό επίπεδο το Air Conflicts τρέχει απροβλημάτιστα. Βέβαια, πέντε χρόνια μετά την αρχική κυκλοφορία του παιχνιδιού θα ήταν λίγο περίεργο οι δημιουργοί να μην είχαν εξαλείψει και τα τελευταία bugs (ας ρίξουμε μία λοξή ματιά προς την Bethesda εδώ). Για να βγάλουμε τα θετικά από τη μέση, βασικότερο ατού του Air Conflict αποτελούν τα σχεδόν ακαριαία loadings. Σε μία εποχή όπου μέχρι να φορτώσει το παιχνίδι έχουμε φτιάξει καφέ, έχουμε βάλει πλυντήριο και έχουμε προλάβει στο μεταξύ να τελειώσουμε τον καφέ (ώστε να έχουμε κάτι να κάνουμε στο επόμενο reload), το Air Conflicts έρχεται να χαλάσει την πιάτσα.
Δεν αργεί, βέβαια, κανείς να διαπιστώσει ότι ο λόγος των στιγμιαίων loadings οφείλεται στον τεχνικό του τομέα, που παραπέμπει στην αρχική του κυκλοφορία, το μακρινό 2011 της προηγούμενης γενιάς, όπου ακόμα και τότε φάνταζε σαν παιχνίδι της προ-προηγούμενης γενιάς. Για να είμαστε ειλικρινείς, δεν μπήκαμε στη διαδικασία να διαπιστώσουμε ιδίοις όμμασι τις ουσιαστικές διαφορές που φέρει το παιχνίδι ώστε να δικαιολογεί το “Ultimate Edition” σκέλος του τίτλου. Είμαστε αρκετά σίγουροι, όμως, ότι η βασική, αν όχι η μόνη, διαφορά υποτίθεται ότι πρέπει να εντοπιστεί στα υποτιθέμενα εμπλουτισμένα γραφικά που “επιτυγχάνονται χάρη στην ισχύ του PS4”.
Εάν αυτά είναι πάντως τα βελτιωμένα γραφικά, τότε δεν θα θέλαμε καν να δουμε πώς ήταν στην αρχική του έκδοση. Κάθε επίπεδο δείχνει πραγματικά σαν να προέρχεται από την εποχή του PS2, με εντελώς απλοϊκές επιφάνειες, βλάστηση και κτήρια που φαίνεται λες και ανήκουν στα αρχικά στάδια μίας μακέτας, ενώ και τα μαχητικά αεροπλάνα δεν καλυτερεύουν την κατάσταση στο ελάχιστο. Όσον αφορά το gameplay, η περιγραφή του παιχνιδιού αποκαλεί το Air Conflicts ως “arcade flight simulator”, ένας χαρακτηρισμός που καταφέρνει και αντιφάσκει μέσα σε μόλις τρεις λέξεις. Κατά την ταπεινή μας άποψη ένα παιχνίδι μπορεί να είναι ή το ένα ή το άλλο και στη συγκεκριμένη περίπτωση δε γίνεται παρά να το χαρακτηρίσουμε ως ξεκάθαρα arcade. Η ύπαρξη simulation μοντέλου χειρισμού δεν αλλάζει αυτήν την κατάσταση, παρόλο που περιπλέκει λίγο το χειρισμό του αεροπλάνου.
Άλλωστε, πώς να το χαρακτηρίσουμε ως simulator όταν έχουμε άπειρες σφαίρες, ρουκέτες και οβίδες εδάφους, ενώ, το βασικότερο, ένα Spitfire του B’ Παγκοσμίου Πολέμου διαφέρει σε απειροελάχιστα σημεία στο χειρισμό από ένα πολεμικό αεροπλάνο του A’ ΠΠ; Για το ρεαλισμό θα θέλαμε να μας μιλήσει και η ίδια η εταιρία, όταν σε αποστολή που διαδραματίζεται στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο -και έχοντας ξεκλειδωμένα διάφορα αεροσκάφη- το ίδιο το παιχνίδι μάς εμφανίζει ως προτεινόμενη επιλογή ένα δίπλανο του Α’ ΠΠ.
Όσον αφορά το περιεχόμενο του παιχνιδιού, δεν έχει να πει πάρα πολλά αν και αριθμεί 49 αποστολές. Όμως, εδώ μιλάμε για ποσότητα και όχι για ποιότητα, καθώς στην πλειοψηφία τους θα πρέπει απλά να καταρρίψουμε συγκεκριμένο αριθμό από εχθρικά μαχητικά σκάφη ή να ρίξουμε οβίδες σε επίγειους στόχους. Δυστυχώς οι αερομαχίες δεν προσφέρουν πολλές συγκινήσεις, κυρίως λόγω της παρωχημένης A.I., που οδηγεί τα εχθρικά σκάφη σε συνεχείς κύκλους γύρω μας, αλλά και εξαιτίας των απαρχαιωμένων οπτικών εφέ. Σε μία προσπάθεια ποικιλίας έχουν προστεθεί και stealth αποστολές, οι οποίες όμως περισσότερο εκνευρισμό προκαλούν παρά ένταση, ελέω των ακαριαίων “game over” τους.
Το οικοδόμημα των 49 αποστολών συνοδεύεται από το απαραίτητο σεναριακό υπόβαθρο, που όμως βρίσκεται στα ίδια, χαμηλά επιπεδα. Στο campaign παίρνουμε τον έλεγχο της λεγόμενης ως Dee-Dee, η οποία, παρέα με άλλους δύο μισθοφόρους, θα πάρει μέρος σε αποστολές σε διάφορα πολεμικά θέατρα (να σημειώσουμε εδώ πως η βοήθεια των μισθοφόρων ως wingmen είναι ανάλογη της βοήθειας που θα είχε ένα νεροπίστολο στο Doom). Οι στατικές εικόνες με αισθητική ερασιτεχνικού κόμικ, σε συνδυασμό με το κάκιστο γράψιμο, αδυνατούν να προκαλέσουν το ενδιαφέρον. Από τη μία η Dee-Dee μιλάει για τη φρίκη του πολέμου και για τις τύψεις που έχει για το θάνατο που αναγκάζεται να σκορπίσει και από την άλλη, σε αποστολή που εκτυλίσσεται στην ξηρά, ξεφωνίζει αρχικά “ωωωπ! Γερμανικά μεταγωγικά στη θάλασσα! Ευκαιρία να τα βυθίσω” (μέσες άκρες) και αφού βυθίσει τρία από αυτά σκέφτεται χαμηλοφώνως “το χαίρομαι περισσότερο απ’ ό,τι ίσως θα έπρεπε”.
Λίγο πριν ολοκληρώσω το κείμενο, δε γίνεται παρά να αναφέρω και μία παρατήρησή μου, που θεωρώ ότι είναι ενδεικτική για την ποιότητα της δουλειάς που έχει γίνει σε αυτό το παιχνίδι. Πώς να πιστέψει κανείς ότι η ομάδα που είναι υπεύθυνη για την αναβίωση του Air Conflicts είχε ουσιαστική όρεξη, όταν ένα σημαντικό ορθογραφικό λάθος -που “βγάζει μάτι”- έμεινε απείραχτο; Μιλαμε για τη λέξη “Mission” που εδώ γράφεται “Misssion” και εμφανίζεται με κόκκινα γράμματα, πρώτη πρώτη, στο τέλος κάθε μα κάθε αποστολής. Ίσως μας θεωρήσετε υπερβολικούς, αλλά εμείς πιστεύουμε ότι δεν νοείται ομάδα με πάθος και όρεξη που να μην ελέγχει εξονυχιστικά έστω τα βασικά κείμενα του παιχνιδιού.
Με λίγα λόγια, το Air Conflict: Secret Wars – Ultimate Edition αδυνατεί να προκαλέσει έστω και το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεν είναι απίθανο όταν το δει κάποιος να νομίσει πως το PS4 απέκτησε backwards compatibility με το PS2, μία σκέψη που θα ισχυροποιηθεί όταν πιάσει και το χειριστήριο στα χέρια του.