Μοιραία έλξη
Ένα χρόνο μετά το ντεμπούτο του στη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, το Catherine κυκλοφορεί επιτέλους και στη Γηραιά Ήπειρο. Ωστόσο, πολύ πριν αρχίσει να κοσμεί τις προθήκες των καταστημάτων ανά την υφήλιο, το τελευταίο πόνημα της Persona Team είχε ήδη καταφέρει να κερδίσει -με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο- την προσοχή του κοινού. Artworks με την sexy πρωταγωνίστρια Catherine σε αισθησιακές πόζες, screenshots και trailers γεμάτα λάγνα υπονοούμενα συνόδευαν την κάθε είδηση για το παιχνίδι, ανεβάζοντας τη θερμοκρασία.
Για όσους, όμως, είχαν εμβαθύνει στο θέμα, η υπογραφή της ανάπτυξης από το χέρι ενός developer καταξιωμένου στον χώρο των j-rpg, το puzzle-platforming gameplay και η psychological horror θεματολογία, είχαν δημιουργήσει προσδοκίες για μία αξιόλογη και πάνω απ’ όλα ιδιαίτερη εμπειρία. Το τελικό αποτέλεσμα είναι μία ερωτεύσιμα εκκεντρική δημιουργία, που -δυστυχώς- μόνο λίγοι θα μπορέσουν να αγαπήσουν πραγματικά.
Τhe Legend of Vincent: Η ιστορία
Το Catherine διηγείται την ιστορία του 32χρονου Vincent Brooks, ο οποίος εκ πρώτης όψεως ζει μια απλή, εύκολη ζωή, χωρίς φιλοδοξίες και μεγάλα σχέδια για το αύριο. Εργαζόμενος την ημέρα ως μηχανικός σε μεγάλη εταιρία, ο Vincent λατρεύει να περνάει τα βράδια πίνοντας παρέα με τους κολλητούς του στο αγαπημένο τους στέκι, το μπαρ Stray Sheep. Την καθημερινότητά του συμπληρώνει ο δεσμός που διατηρεί εδώ και χρόνια με την παλιά του συμμαθήτρια -και career woman- Katherine, η οποία τον πιέζει να δει την προοπτική του γάμου πιο σοβαρά. Έτσι, ξεκινάνε τα προβλήματα για τον πρωταγωνιστή μας, καθώς η μέχρι τώρα βολική στασιμότητα που είχε επιλέξει, εξελίσσεται γι’ αυτόν στη λεγόμενη «κρίση των τριάντα».
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο μετά από ένα μεθυσμένο one-night stand του Vincent με τη θανάσιμα σαγηνευτική (και κατά 10 χρόνια νεότερή του) Catherine. Η δεύτερη «Κατερίνα» του παιχνιδιού, εισβάλλει παράξενα στη ζωή του και τον θέτει αντιμέτωπο με τον πειρασμό μιας πιο ανάλαφρης (και κυρίως σαρκικής) σχέσης με μία «Λολίτα» σκέτη κόλαση…
Παράλληλα, στην πόλη του Vincent, νεαροί άνδρες βρίσκονται κάθε πρωί νεκροί στα κρεβάτια τους από ανεξιχνίαστα αίτια με εκφράσεις τρόμου και αγωνίας ζωγραφισμένες στα πρόσωπά τους. Οι φήμες κάνουν λόγο για έναν εφιάλτη, στον οποίον αν πέσεις και πεθάνεις, πεθαίνεις και στην πραγματικότητα, έναν εφιάλτη τον οποίο είναι καταραμένοι να βλέπουν στον ύπνο τους οι άπιστοι άντρες. Ο εφιάλτης αυτός, όπως θα καταλάβατε, στοιχειώνει και τον ήρωα μας, και θέτει το έδαφος για το κυρίως puzzle-platforming gameplay του παιχνιδιού (περισσότερα όμως γι’ αυτό στη συνέχεια).
Η υπόθεση του Catherine έχει ως επίκεντρο την απιστία και τις σχέσεις μεταξύ των δύο φύλλων, μία θεματική άκρως τολμηρή και πρωτότυπη για τα δεδομένα των videogames. Αν και το παιχνίδι προσεγγίζει τα παραπάνω θέματα με μάλλον επιδερμικό τρόπο, αξίζουν συγχαρητήρια στους developers που πήραν την πρωτοβουλία να εξερευνήσουν ένα χώρο με τον οποίο ελάχιστα έχει ασχοληθεί το μέσο.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού το σενάριο διατηρεί μία λεπτή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ, το μεταφυσικό και το «κοινωνικό δράμα», με το στοιχείο του ψυχολογικού τρόμου να παίζει έναν καθαρά διακοσμητικό ρόλο. Τις πρώτες ώρες του το Catherine τα καταφέρνει πολύ καλά, καθώς το παράξενο concept του παρουσιάζει ανέλπιστη συνοχή. Όμως, από ένα σημείο και μετά, η αργή εξέλιξη της πλοκής και τα πολλά αφηγηματικά κλισέ -που το παιχνίδι δανείζεται από τα anime- κουράζουν, ενώ το φινάλε, μας άφησε με ένα (ευτυχώς μικρό) αίσθημα μη ολοκλήρωσης.
Μιλώντας για το φινάλε, πρέπει να αναφέρουμε πως η ιστορία μας μπορεί να πάρει διαφορετικές τροπές και να οδηγήσει σε πολλά τέλη (9 στο σύνολο), ανάλογα με το πώς θα επιλέξουμε να απαντήσουμε σε διάφορες ερωτήσεις γενικής φύσεως, είτε με το πώς θα βοηθήσουμε τους διάφορους NPCs να λύσουν τα δικά τους ερωτικά-υπαρξιακά προβλήματα.
Το απλοϊκό ηθικό σύστημα του τίτλου απεικονίζεται ως μία μπάρα που μας ενημερώνει πόσο «καλός ή κακός» είναι ο Vincent κι έχει άμεσο αντίκτυπο στο πώς εξελίσσονται κάποιες σκηνές. Πρόκειται για μία ευχάριστη προσθήκη, που δίνει κίνητρο για πολλαπλά playthroughs, ωστόσο, το δυσπρόσιτο gameplay αναπόφευκτα θα απομακρύνει τους περισσότερους από το να επιδιώξουν να δουν τα εναλλακτικά τέλη. Σε γενικές γραμμές, η υπόθεση του Catherine, παρόλο που αποτυγχάνει να αποφύγει κάποιες παγίδες, δεν απογοητεύει, είναι αρκετά δροσιστική και σίγουρα αποτελεί το δυνατό χαρτί του τίτλου.
{PAGE_BREAK}
Τα τσιγάρα, τα ποτά και τα ξενύχτια…
Τα γεγονότα του Catherine λαμβάνουν χώρα στη διάρκεια μιας εβδομάδας, κατά την οποία ο Vincent επισκέπτεται κάθε βράδυ το Stray Sheep και στη συνέχεια γυρνάει σπίτι για να κοιμηθεί και να αντιμετωπίσει τους εφιάλτες του, με το gameplay να «σπάει» αντίστοιχα σε δύο διαφορετικά κομμάτια. Την παραμονή μας στο Stray Sheep θα μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε ως ένα ρεαλιστικό «bar simulator», το οποίο από τη μία πλευρά λειτουργεί ως ανάπαυλα από το κυρίως gameplay κι από την άλλη ως μοχλός προώθησης της ιστορίας και της ανάπτυξης των χαρακτήρων. Όσο βρισκόμαστε εκεί, ο Vincent μπορεί να συνομιλήσει με τους φίλους του και τους θαμώνες που μπαινοβγαίνουν, να παίξει ένα mini-game, να απαντήσει στα μηνύματα που του στέλνουν η Katherine και η… Catherine και να γίνει… τύφλα στο μεθύσι.
Το τελευταίο γίνεται για καλό σκοπό, καθώς όσο περισσότερο αλκοόλ καταναλώσει ο Vincent πριν κοιμηθεί, τόσο πιο γρήγορα κινείται στους εφιάλτες του (όπου η ταχύτητα είναι το παν). Στην αρχή το όλο concept του bar παρουσιάζει πολύ ενδιαφέρον και είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικό, όμως όσο πιο κοντά φτάνουμε στο τέλος του παιχνιδιού μοιάζει όλο και πιο επουσιώδες και βαρετό. Ίσως αν η διάρκεια του παιχνιδιού ήταν μικρότερη, και συνεπώς η όλη εμπειρία πιο συμπυκνωμένη, θα επωφελούταν τόσο η ιστορία όσο και το gameplay, που στις τελευταίες ώρες μοιάζουν να έχουν «τραβηχτεί» παραπάνω απ’ όσο χρειάζεται και προκαλούν κόπωση.
Αφήνοντας το bar, ο Vincent γυρνάει σπίτι του όπου επισκέπτεται τον κόσμο των ονείρων και προσπαθεί να επιβιώσει σκαρφαλώνοντας τις πίστες του παιχνιδιού. Το ίδιο βέβαια κάνουν και οι υπόλοιποι άπιστοι άντρες που έχουν παγιδευτεί στον εφιάλτη και εμφανίζονται ως πρόβατα (όπως κι ο Vincent), τα οποία συναντάμε στις πίστες αλλά και σε κάποιες ειδικές περιοχές-checkpoints ανάμεσά τους. Εκεί μας δίνεται η δυνατότητα να συναναστραφούμε μαζί τους, να μάθουμε νέες τεχνικές και να αγοράσουμε χρήσιμα items.
Όταν επιλέξουμε να προχωρήσουμε στο επόμενο επίπεδο, μπαίνουμε σε ένα θάλαμο εξομολόγησης κι απαντάμε μία ερώτηση mini-τεστ προσωπικότητας, που επηρεάζει τη μπάρα ηθικής του Vincent. Μάλιστα, αμέσως μετά, το παιχνίδι μας δείχνει τι απάντησαν οι υπόλοιποι παίκτες του Catherine ή, αν είμαστε offline, τα αποτελέσματα μίας έρευνας. Στη συνέχεια είμαστε έτοιμοι για τον επόμενο εφιάλτη-πίστα, μέχρι να καταλήξουμε στο boss και το τέλος κάθε εφιάλτη-περιοχής-νύχτας.
A puzzle from hell
Στους εφιάλτες αυτούς καλούμαστε ουσιαστικά να σκαρφαλώσουμε μία στήλη με σειρές από κύβους που αιωρείται στο κενό, ενώ το παιχνίδι κρατάει το σκορ της επίδοσής μας με arcade λογική. Αυτό το επιτυγχάνουμε μετακινώντας προς τις τέσσερεις κατευθύνσεις του χειριστηρίου όσους κύβους γίνεται να προσεγγίσουμε, έτσι ώστε να σχηματίσουμε σκαλοπάτια, τα οποία στη συνέχεια μπορούμε να ανέβουμε. Μερικές φορές θα πρέπει να κρεμαστούμε από κύβους, ή να «ρίξουμε» επίτηδες ολόκληρη τη στήλη-πίστα για να σχηματίσουμε το κατάλληλο μονοπάτι, το οποίο σπάνια είναι προφανές.
Ταυτόχρονα, το έδαφος υποχωρεί συνεχώς κάτω από τα πόδια του Vincent, πιέζοντάς μας να σκεφτούμε και να δράσουμε όσο το δυνατόν πιο γρήγορα. Ο εν λόγω μηχανισμός μπορεί να ακούγεται απλός και να βασίζεται σε ένα εξίσου λιτό μοντέλο χειρισμού, αλλά από πίσω του κρύβει ένα πολύπλοκο και απαιτητικό puzzle-platformer που θα δοκιμάσει ακόμα και τους πιο δυνατούς λύτες.
Χωρίς να προσφέρει κάποια καμπύλη εκμάθησης, το παιχνίδι θέτει σε κάθε πίστα νέες παραμέτρους -όπως κύβους με διαφορετικές ιδιότητες ή κύβους-παγίδες, εχθρούς που εμποδίζουν και αδυσώπητα bosses που δοκιμάζουν τις ψυχικές αντοχές μας. Το Catherine απλά δεν αφήνει τον παίκτη να πάρει ανάσα και να αφομοιώσει τις πολλές τεχνικές αναρρίχησης που του διδάσκει σταδιακά, τεχνικές τις οποίες είναι απαραίτητο να κατέχει για να προχωρήσει. Ναι μεν όλα τα παραπάνω προσθέτουν βάθος, διάρκεια και ποικιλία στο gameplay, αλλά καθιστούν μονόδρομο το να ξεκινήσουμε στο easy αν θέλουμε να έχουμε ελπίδα να τερματίσουμε για πρώτη φορά τον τίτλο.
Στους easy και normal βαθμούς δυσκολίας υπάρχει η επιλογή -πατώντας το select- να γυρίσουμε πίσω μέχρι 9 κινήσεις και να διορθώσουμε κάποιο λάθος μας, ωστόσο κι αυτή η δυνατότητα δεν μοιάζει ικανή να αντισταθμίσει την τρομακτική δυσκολία του παιχνιδιού. Αλλά η «εφιαλτική» δυσκολία δεν είναι το βασικό πρόβλημα του Catherine…
Ακόμα και μετά από πολλές ώρες ενασχόλησης και εξοικείωσης με τον τίτλο, το gameplay δεν ικανοποιεί πλήρως καθώς ο παίκτης μαθαίνει να βασίζεται περισσότερο στο ένστικτο κι όχι την μελέτη του προβλήματος, μιας και η πίεση -είτε είναι από το χρόνο είτε από τους εχθρούς, είτε από την ίδια την πίστα- δεν αφήνει περιθώρια για κάτι τέτοιο. Πολύ συχνά νιώσαμε ότι κάναμε αγγαρεία, σπρώχνοντας κύβους για να σκαρφαλώσουμε στην κορυφή, γεγονός που σκότωνε το όποιο αίσθημα ανταμοιβής κανονικά έπρεπε να φέρνει η επιτυχία, και μας άφηνε εξουθενωμένους από το άγχος που προκαλεί το απαιτητικό gameplay.
{PAGE_BREAK}
Άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα προκύπτει όταν προσπαθούμε να διασχίσουμε τη στήλη κρεμασμένοι από τους κύβους της πίσω μεριάς της, καθώς το d-pad «αντιστρέφεται» και η κάμερα δεν μπορεί να περιστραφεί πλήρως ώστε να μας δείξει κατά που κινούμαστε. Η κίνηση στην πίσω μεριά, λοιπόν, συνεχώς μπερδεύει και δεν συνηθίζεται από τον παίκτημ ενώ δυστυχώς αποτελεί μία αναγκαία τεχνική που πρέπει να αξιοποιείται συχνά. Γενικά, ο «παράγοντας διασκέδαση» έρχεται σε μικρές δόσεις κι αυτό στοιχίζει πολλά στη γοητεία του gameplay, το οποίο αν και προκαλεί συνεχώς εκ νέου τις ικανότητες του παίκτη, δεν καταφέρνει να τον ενθουσιάσει και να τον εθίσει, όπως άλλοι (ακόμα και μικρότερης κλίμακας) τίτλοι της κατηγορίας.
Βέβαια, όσοι αρέσκονται σε τέτοιου είδους παιχνίδια θα μείνουν απόλυτα ικανοποιημένοι τόσο από την πρόκληση που προσφέρει το Catherine, όσο κι από τον όγκο των περιεχομένων του και των πλούσιων bonus modes, που προσφέρουν έξτρα πίστες με πιο arcade εκδοχές του gameplay και δίνουν τη δυνατότητα να κερδίσουμε μια θέση στα online leaderboards. Μάλιστα, οι επιλογές για συνεργατικό ή ανταγωνιστικό παιχνίδι με έναν φίλο έχουν υλοποιηθεί άψογα και μάλλον αποτελούν τις πιο διασκεδαστικές στιγμές του παιχνιδιού (αρκεί βέβαια και ο δεύτερος παίκτης να κατέχει το άθλημα).
Διεστραμμένη ομορφιά
Τα γραφικά του Catherine συνδυάζουν τα cell-shaded μοντέλα των χαρακτήρων με τα 3D περιβάλλοντα και το τελικό αποτέλεσμα, αν και δεν είναι τόσο εντυπωσιακό, παραμένει όμορφο. Εκεί όμως που λάμπει το παιχνίδι είναι στο art direction του, με τους εφιάλτες να ακολουθούν gothic-grotesque επιρροές και το bar που συχνάζει ο Vincent να παραπέμπει στην Αμερική των ‘80s, όλα φιλτραρισμένα μέσα από μία anime ματιά. Ο οπτικός τομέας του Catherine μπορεί να μην κλέβει την παράσταση, αλλά σφύζει από στυλ και προσωπικότητα, ενώ και τα λιγοστά anime cut-scenes του παιχνιδιού είναι πολύ καλής ποιότητας.
Στον ηχητικό τομέα η απουσία ιαπωνικού voice acting από την ευρωπαϊκή έκδοση σίγουρα θα σοκάρει τους anime fans, όμως το αγγλικό dub είναι αρκετά ικανοποιητικό και δεν ενοχλεί καθόλου. Τέλος, πρέπει να αναφέρουμε πως το soundtrack συντροφεύει ιδανικά τόσο το χρόνο που ξοδεύουμε στο Stray Sheep, όσο και στον κόσμο των ονείρων, και περιέχει από κλασική μουσική μέχρι ιαπωνικό rap, σε ένα αντιφατικό αλλά εν τέλει πολύ ευχάριστο σύνολο, που ταιριάζει στον εκκεντρικό χαρακτήρα του παιχνιδιού. Βέβαια, είμαστε σίγουροι πως θα σιχαθείτε τη μουσική της οθόνης του Game…εχμ… Love is Over.
Πάμε για ύπνο Κατερίνα;
Σε τελική ανάλυση το Catherine είναι ένας ιδιαίτερος τίτλος που δεν μπορούμε να προτείνουμε εύκολα στον καθένα, παρά μόνο στους οπαδούς των hardcore puzzle platformers. Ακόμα κι αυτοί, όμως, θα πρέπει να ανεχτούν την αργή εξέλιξη της πλοκής και το δύστροπο, συχνά μουντό, gameplay, που φέρει συνάμα έναν εξαντλητικό βαθμό δυσκολίας. Αν οι developers είχαν φροντίσει έτσι ώστε το παιχνίδι να έχει μία ομαλή καμπύλη εκμάθησης, σίγουρα αυτό θα μπορούσε να προσεγγίσει και να απευθυνθεί σε μεγαλύτερη μερίδα gamers χάρη στην πρωτότυπη και αξιόλογη ιστορία του.
Έτσι όπως έχει, το Catherine είναι καταδικασμένο να μείνει στην ιστορία ως άλλη μία από τις «obscure» κυκλοφορίες της γενιάς αυτής, που κάποιοι λίγοι θα λατρέψουν και οι υπόλοιποι απλά θα προσπεράσουν. Κι αυτό είναι κρίμα για έναν τίτλο που έχει και έντονη, ξεχωριστή προσωπικότητα και αρκετά πράγματα να δώσει σε όσους κάνουν τα στραβά μάτια στα διάφορα προβλήματα και αστοχίες του. Το Catherine είναι λοιπόν άλλο ένα τεκμήριο της θλιβερής κατάστασης της ιαπωνικής βιομηχανίας, της οποίας οι φρέσκες ιδέες και προσπάθειες «πνίγονται», επειδή μοιραία συνοδεύονται από ανεξήγητα «κολλήματα». Ωστόσο, παιχνίδια σαν το Catherine δίνουν αμυδρές ενδείξεις πως τέτοιες φρέσκες ιδέες, υπάρχουν ακόμα στο gaming…
Νίκος Αδάμης