Ένα μαγευτικό μα και αρκετά περίεργο παραμύθι.
Το πρώτο Whispered World -γιατί, επί της ουσίας, το Silence είναι το “Whispered World 2”- είναι γνωστό στους κύκλους των adventure gamers. Ήταν ένα μαγευτικό παιχνίδι, με εξαιρετικό τεχνικό τομέα, σκληροπυρηνικό oldschool χαρακτήρα και σχεδιασμό, τεράστια διάρκεια αλλά και εκείνη την απαράδεκτα τσιριχτή φωνή του πρωταγωνιστή του. Πρόκειται για ένα από τα πιο επιτυχημένα παιχνίδια της Dadedalic και αποτέλεσε στην ουσία το παιχνίδι που έφερε την εταιρεία στο προσκήνιο των adventure games και την καθιέρωσε ως τη “νέα Lucas Arts / Sierra”. Πολλά και καλά adventures μετά, ήταν μεγάλη η έκπληξη αλλά και ο προβληματισμός μας όταν η εταιρία ανακοίνωσε πως ετοίμαζε ένα sequel σε αυτό το παιχνίδι. Η ιστορία του πρώτου τίτλου είχε κλείσει με τέτοιο τρόπο που φάνταζε αδύνατο να δημιουργηθεί κάποια συνέχεια. Ο προβληματισμός, όμως, δεν έμεινε εκεί αλλά συνεχίστηκε όταν η Daedalic δήλωσε ότι το παιχνίδι θα παρατούσε το κλασικό inventory system και θα πήγαινε σε μία κατεύθυνση πιο απλοποιημένη.
Τα rage rants στα fora πήραν γιγάντιες διαστάσεις και ο φόβος για ένα ακόμα walking simulator, από μια εταιρία που ως τώρα ήταν μια όαση για τους adventure gamers, είχε καταπνίξει τα πάντα. Κάποια χρόνια μετά, το Silence έχει πλέον κυκλοφορήσει και πρέπει να παραδεχθούμε πως αυτοί οι προβληματισμοί αποδείχθηκαν τελικά αρκετά βάσιμοι. Το Silence είναι στην ουσία ένα τεράστιο πείραμα από την Daedalic στην αναζήτηση νέου κοινού αλλά και στη μεγιστοποίηση των κερδών της. Πρόκειται για έναν τίτλο που μοιάζει πολύ λίγο σε gameplay με τον προκάτοχό του και έχει ως στόχο -εμφανέστατα- το κοινό των κονσολών και κυρίως των παικτών που τους αρέσουν παιχνίδια όπως το Heavy Rain και το Walking Dead και όχι το Deponia ή το Syberia.
Αυτό, από άποψης σεβασμού στον καταναλωτή που στήριξε την Dadedalic μέχρι σήμερα, είναι ένα μικρό χαστούκι. Και αυτό διότι χρησιμοποιεί ένα από τα δυνατότερα χαρτιά/ franchise της για να δοκιμάσει τα νερά, αντί να διαθέσει ένα νέο ip (έμπνευση έχουν άλλωστε) έτσι ώστε, ακόμα και αν δε πιάσει πολλά νέα ψάρια, να πιάσει τουλάχιστον και αρκετά παλιά. Από την άλλη, πρέπει να κατανοήσουμε όλοι μας πως τα παιχνίδια έχουν ένα υψηλότατο κόστος παραγωγής και είναι λογικό να προσπαθούν οι developers να έρθουν πιο κοντά σε νέο κοινό. Απλά, θα θέλαμε να το έκαναν λίγο πιο τίμια και όχι μέσω ενός αγαπητού IP. Βέβαια, ο πειραματισμός δεν σημαίνει απαραίτητα πως και το παιχνίδι είναι κακό. Ίσα ίσα, το Silence έχει πολλά όμορφα στοιχεία που θα αγαπήσουν όλοι οι παίκτες. Απλά υπάρχουν και αρκετά που ενοχλούν.
Το να προσπαθήσουμε να μιλήσουμε για την ιστορία του Silence δίχως να μιλήσουμε για το πρώτο παιχνίδι, είναι αρκετά δύσκολο. Αν και από την πολύ αρχή θα μάθετε ακριβώς τι περίπου έγινε στο παρελθόν, θα προσπαθήσουμε να μείνουμε όσο πιο ουδέτεροι γίνεται για να μην αποκαλύψουμε κάτι. Το παιχνίδι εξελίσσεται κάποια χρόνια μετά το πρώτο μέρος, όπου οι δύο χαρακτήρες μας, Noah και Renie, εν μέσω ενός βομβαρδισμού κατά το B’ Παγκόσμιο Πόλεμο, βρίσκονται ξαφνικά μέσα στον κόσμο της Silence, έναν κόσμο μέσα στον οποίο είχε βρεθεί παγιδευμένος στο παρελθόν ο Noah. Είναι ένας κόσμος γεμάτος μαγεία, περίεργα τέρατα και fantasy σκηνικά, ο οποίος βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής κάτω από τη δυναστεία της Fake Queen. Οι μόνοι που στέκονται απέναντι στην ολοκληρωτική κυριαρχία της είναι μια ομάδα από επαναστάτες, οι οποίοι θα σταθούν βοηθοί, συνοδοί, σύμμαχοι και αντίπαλοι σε όλο το ταξίδι σας. Πρόκειται για μια γλυκιά ιστορία, όμορφα δοσμένη και πνιγμένη σε μια τόσο ονειρική και παραμυθένια ατμόσφαιρα, που πρόσφατα μόνο το Book of Unwritten Tales κατάφερε να αποδώσει σε τέτοιο βαθμό.
Όμως, το Silence έχει και ορισμένα προβλήματα που δεν είναι εύκολο να προσπεράσει κανείς. Καταρχάς, έχει διάρκεια μόλις 5-6 ώρες, που απέναντι στο πρώτο (το οποίο έφτανε τις 25+) κρίνεται πάρα πολύ μικρή. Έπειτα, προσφέρει ένα πολύ μικρό cast χαρακτήρων, που κάνει τον κόσμο του να δείχνει αρκετά άδειος και φτωχός. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι πως για όποιον έχει δει το πρώτο παιχνίδι, ξέρει αμέσως το πώς βρέθηκαν εκεί αλλά και το πώς θα μπορέσουν να φύγουν. Αλλά ακόμα και αν δεν έχετε εμπειρία από το πρώτο παιχνίδι, αυτά που μαθαίνετε κατά την πρώτη ώρα του Silence, στην ουσία λένε ξεκάθαρα τι θα γίνει στο τέλος, αφαιρώντας σημαντικά τον αντίκτυπο που έχει η εξιστόρηση του τίτλου. Έτσι, η ανησυχία ότι ήταν δύσκολο να γίνει sequel στο αρχικό παιχνίδι, δυστυχώς επαληθεύεται.
Από την άλλη, είναι λίγο δύσκολο να στεναχωρηθείς από αυτή την σεναριακή προβλεψιμότητα όταν το παιχνίδι είναι τόσο μα τόσο όμορφο. Σε γενικές γραμμές, αδιαφορούμε πλήρως για υψηλές αναλύσεις και το γενικότερο “resolution gate” των τελευταίων χρόνων, πιστεύοντας πως η ψυχή ενός παιχνιδιού κρύβεται αλλού. Όμως, στη περίπτωση του Silence ο τεχνικός τομέας αγγίζει επίπεδα που ούτε η φαντασία σας δεν είχε καταφέρει να αγγίξει ως τώρα. Πρόκειται για ένα από τα ομορφότερα παιχνίδια που έχουμε αντικρύσει ποτέ, με περιοχές τόσο μα τόσο μαγευτικές και πλούσιες σε λεπτομέρεια και χαρακτήρα, που όλα θυμίζουν ένα χειροποίητο diorama. Η Daedelic δοκίμασε μια νέα τεχνική σε αυτό το παιχνίδι, σχεδιάζοντας τα backgrounds σε πολλαπλά επίπεδα, δημιουργώντας μία διαρκή κίνηση σε όλο το σκηνικό, που κάνει το παιχνίδι μία εκδρομή μέσα από τα πιο γλυκά σας όνειρα! Θέτει εδώ και τώρα νέα standards για το πώς μπορούν να δείχνουν τα adventure -αλλά και άλλα- games και για μια ακόμα φορά κάνει επίδειξη δύναμης στο ταλέντο, τη δημιουργικότητα και τη φαντασία των σχεδιαστών της.
Εξαιρετική δουλειά έχει γίνει και στο animation των 3D χαρακτήρων, που θυμίζουν ταινία της Pixar, αλλά και σε όλο τον ηχητικό τομέα. Εξαίσια μουσική επένδυση, με soundtrack από τα καλύτερα που έχει δημιουργήσει η εταιρεία και voice acting που πλέον διαγράφει το περίεργο, παλιό παρελθόν της εταιρίας και δίνει ζωντάνια στους χαρακτήρες, με τον απαράδεκτο voice actor του Noah από το πρώτο παιχνίδι να έχει αντικατασταθεί από ένα νέο, πολύ καλύτερο! Τέλος, θα πρέπει να προσθέσουμε πως το παιχνίδι έχει ενσωματωμένους και ελληνικούς υπότιτλους, μια υπέροχη κίνηση από την ίδια τη Daedelic που δείχνει να τιμάει την πλούσια παράδοση και την αγάπη της χώρας μας στο είδος.
Περνώντας τώρα στα του gameplay, ο άλλος φόβος των hardcore fans είχε να κάνει με την απλοποίηση του gameplay. Σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, που ήταν ένα κλασικό adventure game γεμάτο puzzles και γρίφους με το inventory, το Silence πειραματίζεται με τη σύγχρονη μόδα και απλοποιεί το gameplay για να προσελκύσει νέο κοινό. Καταρχάς, inventory πλέον δεν υπάρχει. Θα μπορέσετε κάθε τόσο να έχετε 1-2 αντικείμενα στα χέρια σας, αλλά αυτά θα τα χρησιμοποιήσετε μέσα στις κοντινότερες 1-2 περιοχές που βρίσκεστε. Δεν υπάρχει συνδυασμός ή ιδιαίτερος πειραματισμός, μιας και με το που θα σηκώσετε ένα αντικείμενο, το παιχνίδι αυτόματα δείχνει πού μπορείτε να το χρησιμοποιήσετε. Όσο για puzzles, έχουν μειωθεί αρκετά σε δυσκολία και λύνονται αρκετά εύκολα, αλλά τουλάχιστον είναι λογικά και καλά δοσμένα μέσα από την ιστορία, σε αντίθεση με ορισμένα παντελώς παράλογα puzzles που υπάρχουν σε όλα τα παιχνίδια της εταιρίας.
Το καλύτερο στοιχείο της σειράς παραμένει η χρήση του Spot, μιας μαγικής κάμπιας που έχετε μαζί σας και που έχει τη δυνατότητα να αλλάζει μορφές και να αποκτάει διάφορες δυνάμεις. Αποτελεί με διαφορά το πιο πλούσιο τμήμα του gameplay και δίχως να είναι κάτι δύσκολο, οι παλαβές δυνάμεις και χρήσεις του πάντα καταφέρνουν να δημιουργούν χαμόγελα στον παίκτη. Όπως καταλαβαίνετε, λοιπόν, το Silence είναι ιδιαίτερα απλοποιημένο και εύκολο για έναν adventure gamer. Ευτυχώς, όμως, η Daedelic κράτησε κάπως τα προσχήματα και δεν πήγε ως τα επίπεδα της Telltale, της οποίας τα παιχνίδια είναι πλέον interactive ταινίες. Θα λέγαμε πως το κοντινότερο παιχνίδι στο Silence είναι το Dreamfall Chapters και το νέο King’s Quest, παιχνίδια που έχουν χαμηλό (αλλά παντού υπαρκτό) επίπεδο δυσκολίας, έχουν γρίφους και απαιτούν έστω και λίγη δουλειά και σκέψη.
Και αυτό το καθιστά ιδανικό για παίκτες που θέλουν να περάσουν σε ένα πιο αναβαθμισμένο στάδιο από τα απλά walking sims και ανεκτό από αρκετούς hardcore gamers που θέλουν απλά να χαλαρώσουν. Αυτό που είναι λίγο ενοχλητικό, όμως, είναι πως το παιχνίδι έχει σχεδιαστεί με βασικότερο γνώμονα το κοινό των κονσόλων, και έτσι, υπάρχουν ορισμένα ανόητα mini games όπου πρέπει να τραβάς αντικείμενα ή να ισορροπείς, τα οποία ενώ με gamepad εκτελούνται πανεύκολα, με mouse το να το τραβολογάς στο μισό γραφείο, ε μπορεί να καταντήσει εκνευριστικό. Να προσθέσουμε επίσης πως το παιχνίδι έχει μόλις ένα save, που γίνεται αυτόματα όσο προχωράτε, καθιστώντας αδύνατο το να σώσετε όπου θέλετε και να ξαναγυρίσετε σε κάποια περιοχή.
Το Silence λοιπόν, είναι ακριβώς ό,τι περίμεναν οι περισσότεροι παίκτες: ένα πείραμα της Daedalic σε μια προσπάθεια να προσελκύσει νέο κοινό και να πάρει κομμάτι από την πίτα της Telltale. Το θέμα είναι πως το κάνει εκμεταλλευόμενη ένα από τα πιο hardcore IPs της και αυτό μπορεί να πληγώσει το γόητρό της απέναντι στο φανατικό κοινό της. Εν κατακλείδι, πρόκειται για ένα ευχάριστο, μικρό παιχνίδι, με κάποιες αδυναμίες και κάποια ελαττώματα που θα στεναχωρήσουν τους παλαιότερους, αλλά θα αγνοηθούν από τους νεότερους.
Η μικρή του διάρκεια είναι μάλλον το μεγαλύτερο πλήγμα αυτού του τίτλου, που απλά δε το αφήνει να αναπτυχθεί και να χτίσει έναν μεγαλύτερο κόσμο και μια πιο πλούσια ιστορία, κάνοντάς το να δείχνει σαν expansion του πρώτου αντί για κανονικό sequel. Όμως, η ομορφιά αυτού του κόσμου και η τρομερή του ατμόσφαιρα, είναι πραγματικά ικανά να σας κάνουν να βάλετε στην άκρη τους προβληματισμούς σας και να ταξιδέψετε μέσα στον κόσμο της Silence. Χαμένοι δε θα βγείτε.
To review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.