We got The Gold Trigon. We are so awesome.
Είναι πραγματικά ευχάριστο να βλέπουμε περιπτώσεις παιχνιδιών, τα οποία μας κάνουν να αναλογιζόμαστε αν τα βιντεοπαιχνίδια αξίζουν να χαρακτηρίζονται τέχνη, και ποιοί παράγοντες το καθορίζουν αυτό, περιπτώσεις που καταφέρνουν να ξεφεύγουν από τα «καλούπια». Είναι όμως σχεδόν ειρωνικό κάποιες απο αυτές να ανήκουν στην βιβλιοθήκη των παρεξηγημένων (εν μέρει δικαιολογημένα) smartphones και tablets, παιχνίδια των οποίων η τόλμη, η ιδιαιτερότητα και η δημιουργικότητα βάζει τα γυαλιά σε μεγάλες παραγωγές των οικιακών συστημάτων, σε μια γενιά που «επιβάλλει» κατά κάποιο τρόπο τα μεγάλα παιχνίδια να κινούνται σε πιο… χολιγουντιανά πρότυπα. Κάπως έτσι έρχεται το Sword and Sorcery, για να μας προσφέρει ένα ταξίδι όπως μόνο τα βιντεοπαιχνίδια μπορούν. Η αλήθεια είναι πως είναι δύσκολο να καθοριστεί ακριβώς η υπόσταση του Sword and Sorcery. Από την πρώτη στιγμή ο παίκτης βυθίζεται σε μια γοητευτική «point n’ click» περιπέτεια, όπου η εκκεντρικότητα, το χιούμορ, η φαντασία, η ποίηση, ο μύθος και το παραμύθι ανακατεύονται αριστουργηματικά με πανέμορφα και απλοικά 2D 8bit γραφικά, και άλλοτε διακριτική, άλλοτε πρωταγωνιστική μοναδική μουσική επένδυση. Το εκπληκτικό όμως, είναι πως όλα τα παραπάνω συνδέονται με μια φυσικότητα, μια απλότητα, η οποία καθιστά αδύνατο να καταλάβουμε πού τελειώνει το ένα, και αρχίζει το άλλο, προσφέροντας μια σπάνια οπτικοακουστική εμπειρία. Μπερδευτήκατε; Είναι μέρος της διαδικασίας.
Έχοντας ελάχιστες πληροφορίες στα χέρια μας, ξεκινάμε -κάπως ανορθόδοξα είναι η αλήθεια- το ταξίδι με τον έλεγχο μιας ανώνυμης «Σκυθιανής» (Scythian) πολεμίστριας, στην προσπάθεια να σώσει τον κόσμο της από μια κακή δύναμη και να επαναφέρει την ειρήνη. Τόσο απλά. Το πώς όμως ξεδιπλώνεται η ιστορία είναι πραγματικά αξιοσημείωτο. Το gameplay κινείται στα πρότυπα των point n’ click adventures, με τη γνωστή παρατήρηση του περιβάλλοντος και την επίλυση πάζλ και γρίφων, κρατώντας τη συσκευή οριζόντια. Όταν πρέπει να μπούμε σε combat mode, την γυρνάμε κάθετα, η ηρωίδα τραβά το σπαθί της και η κάμερα γυρνάει σε over-the-shoulder άποψη, ενώ παράλληλα, κρατώντας πατημένο το δάκτυλο επάνω στην ηρωίδα μας, τραγουδά το Song of Sworcery, εκτελεί δηλαδή κάποιου είδους ξόρκια. Στη διάρκεια της περιπέτειας, θα συναντήσουμε λίγους αλλά ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Και εκεί είναι που συνειδητοποιεί κανείς, ότι η μαγεία του τίτλου, αν πρέπει να δώσουμε ένα συγκεκριμένο στοιχείο, κρύβεται κυρίως στη λακωνικότητά του. Στο γεγονός ότι, δείχνοντας λίγα, καταφέρνει να πει και να μας κάνει να νιώσουμε πολλά. Ο σχολαστικά (;) ονομασμένος ξυλοκόπος “Logfella”, αποκτά ένα απρόσμενος βάθος και δέσιμο με τον παίκτη. Αυτό το συνονθύλευμα από pixels που… γαυγίζει, καταφέρνει να είναι ένα από τα πιο αγαπημένα κατοικίδια που έχουμε συναντήσει, και το λιγομίλητο κορίτσι ονόματι “Girl”. αφήνει τη δική του νότα στον κόσμο αυτό. Η αλήθεια είναι πως η γενικότερη ιδέα του παιχνιδιού είναι λίγο πολύπλοκη, με έννοιες όπως κοσμική γεωμετρία και άλλες που ίσως μπερδέψουν λίγο τον παίκτη, αλλά και που συμβάλλουν στο τελικό αποτέλεσμα.
Τα γραφικά δίνουν εξ αρχής ξεχωριστή προσωπικότητα στον τίτλο, με την απλοϊκή, σχεδόν μινιμαλιστική, 8-bit retro αισθητική να μας πηγαίνει ένα ευχάριστο και μελαγχολικό ταξίδι μερικά χρόνια πίσω. Παρά τη χρήση της συγκεκριμένης τεχνικής, τα περιβάλλοντα καταφέρνουν να είναι πανέμορφα, ατμοσφαιρικά και με ποικιλία. Ο κόσμος του παιχνιδιού χωρίζεται (και συγχέεται ταυτόχρονα) σε δυο μέρη, τον πραγματικό και αυτόν του ονείρου, τα οποία απεικονίζονται σαν τις δυο πλευρές ενός βινυλίου. Πού κολλάει αυτό; Δεν είναι τυχαίο ότι στην παραγωγή του παιχνιδιού σημαντικότατο ρόλο έπαιξε η λειτουργία της μουσικής επένδυσης, σε σημείο που δικαιολογείται και το “EP” (extended play) στον τίτλο του παιχνιδιού, την αντιμετώπισή του δηλαδή και ως μουσικού άλμπουμ.
Όσο ξεχωριστά και αν είναι όλα τα υπόλοιπα στοιχεία του τίτλου, η μουσική είναι που πραγματικά απογειώνει την εμπειρία, αφού η αλληλουχία συναισθημάτων που νιώθει ο παίκτης, είναι αποτέλεσμα του αριστουργηματικού συνδυασμού ήχου και εικόνας που επιτυγχάνεται. Αυτή είναι που μας δίνει φτερά στα πόδια στην αρχή μιας αναζήτησης, που τσιγκλάει το ένστικτο της εξερεύνησης μέσα μας, αυτή που προκαλεί πάντα την ίδια ανατριχίλα όταν μας πλησιάζει απειλητικά η σκιά του εχθρού, και την αίσθηση ασφάλειας και ζεστασιάς όταν ξεκουραζόμαστε μπροστά στο τζάκι της καλύβας του συμπαθητικού ξυλοκόπου. Τα ηχητικά εφέ βρίσκονται διάχυτα παντού και κάθε κίνηση και αλληλεπίδραση με τον κόσμο έχει ένα… μουσικό αντίκρισμα. Το Sword and Sorcery επιστρατεύει μια από τις καλύτερες μουσικές επενδύσεις στην ιστορία των βιντεοπαιχνιδιών, και επιβάλλεται φυσικά η χρήση ακουστικών.
Μελαγχολία, αγαλλίαση, γέλιο, φόβος, αμφιβολία, περιέργεια, είναι μερικά μόνο συναισθήματα που μπορεί να αποκομίσει κανείς από την εμπειρία αυτή. Ίσως τα παραπάνω να ακούγονται από λίγο έως πολύ υπερβολικά, αλλά η φαντασία, η δημιουργικότητα και το μεράκι που υπάρχουν σε αυτό το παιχνίδι, επισκιάζουν το οποιοδήποτε ελάχιστο μειονέκτημα. Σίγουρα δεν είναι ένα παιχνίδι για όλους, αλλά με την πρόσφατη κυκλοφορία του στους υπολογιστές (μέσω του Steam στα 6 ευρώ) οι δικαιολογίες για να μην το αποκτήσετε, περιορίζονται επικίνδυνα…
Χρήστος Λιάπης