Τα φαντάσματα συνεχίζουν να στοιχειώνουν το gaming
Τα Ghost Recon της Ubisoft ανήκουν σε μια κατηγορία παιχνιδιών (και την καθορίζουν εξ ολοκλήρου), που κινούνται λίγο ως πολύ αυτόνομα στο χώρο των Tactical Shooters, και έχουν αφήσει με τους πολλαπλούς τίτλους τους μία πλούσια παρακαταθήκη, που αποτελείται από περίπλοκο αλλά -παραδόξως- προσιτό gameplay, ποικίλους μηχανισμούς που δίνουν παραπάνω ουσία στο παιχνίδι και πολλές διαφορετικές επιλογές σχετικά με το πώς ο παίκτης αντιμετωπίζει κάθε φορά τις καταστάσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπος. Η επιλογή των σχεδιαστών να κατασταλάξουν αποκλειστικά στην οπτική τρίτου προσώπου με τα δύο καταπληκτικά Advanced Warfighter, σήμαινε ταυτόχρονα δύο πράγματα. Πρώτον, ότι σε επίπεδο σχεδιασμού επικέντρωσαν ακόμα περισσότερο στην τακτική, καθώς η οπτική του πεδίου μάχης είναι πολύ καλύτερη σε τρίτο πρόσωπο.
Δεύτερον, ότι θέλοντας και μη, εντάχτηκαν γενικά στην κατηγορία των third person shooters, που αυτόματα οδήγησε στο να είναι ανταγωνιστές (στα μάτια της αγοράς, άσχετα αν στην ουσία δεν είναι) με όλα τα υπόλοιπα arcade third person shooters. Η επίτευξη της τέλειας ισορροπίας στο να μπορεί το παιχνίδι να σταθεί καλά στην σύγχρονη ανταγωνιστική αγορά (θυμίζουμε ότι τα δύστροπα και δύσκολα Advanced Warfighter, είχαν εξαιρετικές επιδόσεις σε πωλήσεις ιδίως στο Xbox 360), χωρίς παράλληλα να απεμπολήσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του, ήταν και είναι το ζητούμενο με το Future Soldier. Και λίγο έως πολύ, η Ubisoft το πετυχαίνει.
Δύο είναι τα κομβικά ερείσματα επάνω στα οποία στηρίζεται η ισορροπία αυτή. Το πρώτο έχει να κάνει με τη δράση και την ταχύτητα του παιχνιδιού, η οποία έχει σαφώς αυξηθεί σε σχέση με τους προκατόχους του. Το Future Soldier έχει πολλά τμήματα και κεφάλαια, αφιερωμένα στην ακατάπαυστη δράση, όπου ο εχθρός έχει εντοπίσει την ομάδα και κινείται κατά κύματα για να επανακαταλάβει μία θέση, ή η ομάδα κινείται μέσα από εχθρούς προς το σημείο διαφυγής.
Δε λείπουν δε, και κάποια όμορφα σκηνοθετημένα on-rails σημεία, που παρά την κινηματογραφική τους αίσθηση και τη ζωντάνια τους, βρίσκονται εκεί αποκλειστικά και μόνο χάριν εντυπωσιασμού δίχως να προσφέρουν κάτι ουσιώδες. Από την άλλη, το δεύτερο έρεισμα έχει να κάνει με την τακτική και τη στρατηγική σκέψη και τη χρήση της μέσα στο παιχνίδι. Το Future Soldier μπορεί να μοιάζει, αλλά δεν είναι καθαρός action τίτλος. Η αντίπαλη τεχνητή νοημοσύνη δε συγχωρεί και ενώ σε αντίστοιχες περιπτώσεις ο χαρακτήρας απαιτεί μία γεμιστήρα για να βγεί νοκ άουτ, στο παρόν παιχνίδι δύο ή τρεις σφαίρες είναι αρκετές, προκειμένου ο παίκτης να δει την οθόνη «Reload Last Checkpoint».
Η Ubisoft επιχείρησε ένα κόλπο στο παιχνίδι και αυτό φαίνεται να της βγήκε. Στο Future Soldier δεν υπάρχει η τακτική στο βαθμό που υπήρχε στο Advanced Warfighter. Ξεχάστε τις απευθείας εντολές στα άλλα τρία μέλη της ομάδας σχετικά με το πού να κινηθούν ή που να βρούν κάλυψη. Η συντροφική τεχνητή νοημοσύνη έχει γίνει αρκετά έξυπνη, ώστε να λαμβάνει πάντα την καλύτερη κάλυψη και να επιλέγει τους καλύτερους στόχους. Αντίθετα, και προκειμένου η αίσθηση της στρατηγικής να συντηρηθεί μέσα στο παιχνίδι, έχουν αυξηθεί κατά πολύ οι αποστολές ή τα κομμάτια των αποστολών που απαιτούν stealth προσέγγιση, αφού με την ανακάλυψη από τον εχθρό η αποστολή λήγει άδοξα. Παρά το γεγονός ότι η Ubisoft μας περιορίζει σε αυτόν τον τομέα (της τακτικής), οι μηχανισμοί λειτουργούν πολύ ικανοποιητικά. Οι σύντροφοί μας δε γίνονται σχεδόν ποτέ αντιληπτοί, οπότε η αντιμετώπιση της όλης κατάστασης επαφίεται στον κεντρικό χαρακτήρα και στο πόσο προσεκτικός είναι.
Τεχνικές για να αντιμετωπισθούν περίπλοκες καταστάσεις δεν υπάρχουν πολλές. Η συνήθης μέθοδος είναι ο εντοπισμός με τη βοήθεια των gadgets των αντιπάλων, η απομόνωση όσων δε βρίσκονται στο οπτικό πεδίο άλλων ώστε να εντοπιστούν, και όταν πρόκειται για ομάδες, η εξουδετέρωση (τον καταπληκτικό μηχανισμό της συγχρονισμένης βολής) όσων περισσοτέρων μαζί είναι δυνατό (συνήθως ο μέγιστος αριθμός είναι 4-6).
Αρωγοί στην προσπάθεια να προσεγγίσουμε τις καταστάσεις αθόρυβα και αποτελεσματικά, είναι οι πολύ καλοί μηχανισμοί κάλυψης (που εξελίσσουν την ιδέα της γρήγορης μετάβασης από κάλυψη σε κάλυψη από το Splinter Cell Conviction), το ενεργό καμουφλάζ που έχουν στη διάθεσή τους τα μέλη της ομάδας Ghost και που ενεργοποιείται αυτόματα σε ακινησία ή σε χαμηλή στάση, και οι ποικίλοι τρόποι με τους οποίους εντοπίζουμε τους εχθρούς και τις κινήσεις τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, απαραίτητη κρίνεται και η προσεκτική επιλογή τους εξοπλισμού. Στο πεδίο αυτό έχουν γίνει σχεδόν θαύματα, αφού όταν «ξεκλειδωθούν» όλες οι επιλογές, ο παίκτης μπορεί να συνδυάσει και να δημιουργήσει το όπλο των ονείρων του. Πολύ απλά, οι παρεχόμενες επιλογές αφορούν όλα τα εξαρτήματα ενός όπλου, από το σύστημα ψύξης και εκτόνωσης των αερίων, μέχρι τη σκανδάλη και από το βεληνεκές του βλήματος μέχρι την ανάκρουση.
Στην αρχή κάθε αποστολής υπάρχει λεπτομερής ενημέρωση, που συμβουλεύει σχετικά με το ποιο όπλο είναι κατάλληλο για την περίσταση, αλλά ο παίκτης μπορεί πάντα να πειραματίζεται με εκατοντάδες τρόπους (παίζοντας για παραπάνω από μία φορά τις αποστολές του παιχνιδιού), για να καταλήξει εν τέλει στο επιθυμητό γι’ αυτόν αποτέλεσμα. Σημειωτέον, ότι πολλές από τις επιπλέον επιλογές σε εξαρτήματα όπλων «ανοίγουν» αφού επιτευχθούν συγκεκριμένα challenges στη διάρκεια των αποστολών, που αν μη τι άλλο, ενισχύουν σημαντικά το replayability του single player campaign και αυξάνουν το βαθμό πρόκλησης του παιχνιδιού. Ο προσεκτικός σχεδιασμός και η εμμονή στην επιλογή του οπλοστασίου έχουν βέβαια και τον ανάλογο αντίκτυπο στο gameplay, όπου η αίσθηση των όπλων είναι, με μία λέξη, καταπληκτική, η συμπεριφορά καθενός από αυτά διαφορετική και χαρακτηριστική για το είδος του και ο ήχος ανυπέρβλητος.
Ίσως πρόκειται για τον καλύτερο ήχο όπλων που έχουμε βιώσει στο είδος. Ταυτόχρονα, και ο ήχος του παιχνιδιού συνολικά είναι τόσο καλός που δυσκολευόμαστε να ανακαλέσουμε κάτι αντίστοιχο σε οποιοδήποτε άλλο παιχνίδι. Βεβαίως, όταν το stealth μας τελειώσει, το παιχνίδι μετατρέπεται σε ένα πολύ αξιόλογο third person shooter (όπως για παράδειγμα είναι η εντυπωσιακή προτελευταία αποστολή του τίτλου), όπου και πάλι γίνεται φανερός ο ιδιάζων χαρακτήρας του.
Ακόμα και όταν ανοίγουν οι πύλες της κόλασης, το παιχνίδι θέλει προσοχή και σκέψη. Η απλή run΄n΄gun προσέγγιση, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια (ιδίως στα επίπεδα δυσκολίας Veteran και Elite) στο θάνατο. Το single player campaign αποδεικνύεται ικανοποιητικό και αξιόλογο για δύο λόγους. Πρωτίστως έχει πολύ καλή διάρκεια, με ποικιλία αντικειμενικών σκοπών και εναλλαγή σε σκηνικά και μηχανισμούς gameplay. Κατά δεύτερο, καμία αποστολή δε μοιάζει με την άλλη. Υπάρχουν χαρακτηριστικές περιπτώσεις που ένα βίντεο από μία αποστολή συγκρινόμενο με ένα άλλο από μία άλλη αποστολή, στο ανυποψίαστο μάτι θα παρέπεμπε σε διαφορετικά παιχνίδια. Η Ubisoft καταφέρνει να εξελίξει τον αγαπημένο, αλλά συχνά μονότονο, σχεδιασμό των Ghost Recon, σε κάτι πιο πολυδιάστατο και πλούσιο. Και αν το τίμημα είναι οι ποζεράδικες σκηνές ανοίγματος μίας πόρτας ή οι οn-rails μηχανισμοί του Diamond σχηματισμού της ομάδας, ας είναι. Θα το δεχτούμε.
Σχετικά με το θέμα της ποικιλίας των επιπέδων και των αποστολών, εκπλήσσει ευχάριστα η προσπάθεια που έγινε από την ομάδα ανάπτυξης (ή, πιο σωστά, των ομάδων) να αποδοθούν πολύ διαφορετικά μεταξύ τους περιβάλλοντα. To αποτέλεσμα είναι πολύ όμορφο με πλήθος λεπτομεριών, που αν μη τι άλλο αναδεικνύουν την προσοχή που δόθηκε για την αναπαράστασή τους. Από τις στέπες τις Αφρικής, μέχρι τις φτωχογειτονιές μιας πόλης στη Βολιβία, και από τις παγωμένες ακτές της Σιβηρίας, μέχρι το κέντρο της Ρωσικής πρωτεύουσας, τα set pieces εντυπωσιάζουν, αλλά λειτουργούν θαυμάσια και στο θέμα της ενσωμάτωσής τους στο gameplay.
Οι πίστες δεν είναι μεγάλες. Παρόλα αυτά, όταν χρειάζεται παρέχουν την απαιτούμενη ευκινησία για διαφορετικές αντιδράσεις στη μάχη και δεν αποπροσανατολίζουν. Το βασικό είναι ότι, σχεδόν πάντα, ο παίκτης καταφέρνει να έχει μία καλή εικόνα του πεδίου δράσης, και βάσει αυτής της εικόνας να σχεδιάζει τις κινήσεις του. Πέραν όλων των άλλων, και αισθητικά, οι πίστες και τα περιβάλλοντα είναι πολύ όμορφα και εκτός κάποιων μέτριων textures σε σημεία και κάποιων λεπτομερειών οι οποίες έχουν διαφύγει της προσοχής της ομάδας ανάπτυξης, αποδίδουν ένα αξιοπρεπέστατο οπτικό αποτέλεσμα. Συνυπολογίστε και το άψογο animation και τον λεπτομερέστατο σχεδιασμό των μελών της ομάδας Ghost, και θα έχετε ένας άκρως ικανοποιητικό πακέτο.
Το Multiplayer του Future Soldier, αν μη τι άλλο, δε μοιάζει εκτός κλίματος του παιχνιδιού. Μαζί με παίκτες οι οποίοι έχουν τη διάθεση να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία που δίνει το παιχνίδι και να μη το καταστρέψουν παίζοντας με “Call of Duty” σκεπτικό, μπορεί να εξελιχθεί σε μία πλήρη και ανταποδοτική εμπειρία. Ουσιαστικά, πρόκειται για Modes τα οποία στηρίζονται στην επίτευξη αντικειμενικών σκοπών, όπου βαρύνουσα σημασία έχει η συνεργασία, η χρήση των ικανοτήτων και των μέσων του scout, του engineer ή του marine για τον εντοπισμό και το μαρκάρισμα των εχθρών και η αλληλοβοήθεια όχι μόνο ώστε να εξουδετερωθούν, αλλά και να εμποδιστούν ή να κατασταλούν.
Με την πρόοδο του κάθε παίκτη, γίνονται διαθέσιμα νέα προσαρτήματα για τα όπλα ή νέα gadgets. Επιπλέον, υπάρχουν και τα challenges, τα οποία συνεχώς αλλάζουν και με την ολοκλήρωσή τους προσφέρονται επιπλέον πόντοι εμπειρίας. Το Future Soldier διαθέτει, βεβαίως, και το δικό του Horde, με την ονομασία “Guerilla”, που επίσης αποτελείται από πενήντα κύματα εχθρών, κατάληψη θέσεων και υπεράσπισή τους.Στον τομέα του συνεργατικού παιχνιδιού το Ghost Recon δουλεύει άψογα στο campaign. Οι αποστολές του τίτλου μπορούν να έρθουν εις πέρας από δύο, τρεις ή τέσσερις φίλους, με πολλούς διαφορετικούς τρόπους και όσο μεγαλύτερο είναι το επίπεδο δυσκολίας, τόσο αυξάνεται η πρόκληση και η απόλαυση. Δυστυχώς, δε μείναμε το ίδιο ικανοποιημένοι από το “Horde” mode του Future Soldier. H σχεδιαστική λογική είναι πολύ περιοριστική για την ομάδα που σχεδόν πάντα αμύνεται και η επιθετική αντίπαλη τεχνητή νοημοσύνη δεν αφήνει πολλά περιθώρια σκέψης και σχεδιασμού. Σίγουρα θα μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο.
Αν αναρωτιέστε γιατί δεν υπάρχει καμία αναφορά στην ιστορία ή το σενάριο του τίτλου, σας απαντούμε ότι αυτό συμβαίνει επειδή υποθέσαμε ότι δεν θα είχατε και πολύ όρεξη να ξανακούτε για τρομοκράτες Σοβιετικής προέλευσης, που κλέβουν ξεχασμένα όπλα μαζικής καταστροφής και καταλαμβάνουν τη Μόσχα (αυτή μας έμεινε πρόχειρη, τι να γίνει…). Ούτε έχετε όρεξη να συνειδητοποιήσετε ότι, στο κάτω κάτω, κινητήρια δύναμη της ομάδας δεν είναι τόσο η εξουδετέρωση μίας παγκόσμιας απειλής (με πλούσια ρωσική προφορά νταβάριτς) όσο η εκδίκηση για το χαμό των Αμερικανών στρατιωτών, που έπεσαν στην πρώτη επαφή με την τρομοκρατική ομάδα. Αμερικανικός πατριωτισμός είναι αυτός, όχι αστεία. Ο Tom Clancy πάντα ήταν σχεδόν εξοργιστικός, και ακόμα χειρότεροι είναι αυτοί που συνεχίζουν να γράφουν σενάρια εξ ονόματός του.
Αφήνοντας τις αστείες και χασμουρητοπαραγωγές ιστορίες στην άκρη, το Future Soldier κάνει ένα γενναίο βήμα από τις σκιές στο φως, πέντε χρόνια μετά τον τελευταίο Ghost Recon τίτλο. Επανασχεδιασμένο, πιο γρήγορο και πιο νευρικό από πριν, απεμπολεί κάποια από τα πιο αργόσυρτα και βαριά στοιχεία της σειράς, αλλά κρατάει το χαρακτήρα ενός παιχνιδιού, που απέχει παρασάγγας από το μέσο ανούσιο και βαρετό third person shooter. Και δίχως να επιτυγχάνει κάτι ρηξικέλευθο στο είδος, τουλάχιστον κρατάει ζωντανό και με αξιοπρέπεια το όνομά του στην gaming πιάτσα.