Έφοδος της αστυνομίας στην Platinum (μετά τη Βίλα Αμαλία)
Περίεργη συγκυρία. Το 2013 είναι ίσως η κρισιμότερη χρονιά για την Platinum. Πρώτα πρώτα καλείται να διαχειριστεί το Revengeance, που όπως και να κατέληξε, δεν παύει να είναι ένας Metal Gear τίτλος. Ο Kojima έδειξε την απαραίτητη εμπιστοσύνη στην ομάδα, θυσιάζοντας συνολικά όλον τον αρχικό σχεδιασμό. Αυτό, το μόνο που πετυχαίνει είναι να αυξήσει το βάρος που πέφτει στους ώμους της. Από την άλλη, η Nintendo επενδύει σε ένα πραγματικό πνευματικό τέκνο της Platinum, που παρά τη αποδοχή που έτυχε από το «εξειδικευμένο» κοινό, δεν κρίθηκε επιχειρηματικά βιώσιμο από τη Sega.
Έτσι, το Bayonetta 2, εκτός όλων των άλλων, θα κριθεί στο κατά πόσο θα βγάλει ασπροπρόσωπο τον ιαπωνικό κολοσσό, που παλεύει να «κερδίσει» franchises για το Wii U και να τα εγκαθιδρύσει. Και την ίδια στιγμή, στο Δυτικό κόσμο (διότι στην Ιαπωνία κυκλοφορεί από το Σεπτέμβρη) κάνει την εμφάνισή του το Anarchy Reigns, ένας εκ κατασκευής budget τίτλος, που δεν είναι εξ αρχής ξεκάθαρος ως προς τις προθέσεις του. Είναι άραγε συρραφή ιδεών που έμειναν εκτός στη δημιουργία άλλων τίτλων; Είναι μία φιλόδοξη προσπάθεια για τη συνέχιση του Mad World στις «μεγάλες» κονσόλες, που τελικά έμεινε ανολοκλήρωτη; Είναι κάτι που δημιούργησαν στον ελεύθερο χρόνο τους (;).
Και άλλος αναρχικός πυρήνας εξαρθρώνεται
H αλήθεια είναι ότι το παιχνίδι μπερδεύει από πολύ νωρίς. Κάποιους χαρακτήρες, κάπου τους έχουμε ξαναδεί (π.χ. τον πρωταγωνιστή Jack Cayman στο Mad World) και κάποιοι θυμίζουν περσόνες που απήχθησαν από άλλα παιχνίδια (σαν τον μαύρο pimp από το Bayonetta – για του λόγου το αληθές, χαρακτήρας που ξεκλειδώνεται είναι και η ίδια η Bayonetta). Στη συνέχεια ακολουθεί μία ιστορία, που το εξαιρετικά περίεργο θα ήταν να έβγαζε κάποιο νόημα. Ποζεριά, εξεζητημένα stills διαλόγων με ιαπωνική αισθητική, διάλογοι και ατάκες που αγγίζουν και συχνά ξεπερνούν τα όρια του κακόγουστου, του προσβλητικού και του ρατσιστικού, και ένα δυστοπικό ημί-mech φουτουριστικό σκηνικό, που θυμίζει συραμμένα σκηνικά για παιδική παράσταση νηπιαγωγείου.
Η όλη ουσία, βεβαίως, βρίσκεται στο ξύλο που πέφτει στο παιχνίδι και που απέχει πολύ σε μηχανισμούς και σχεδιασμό από το περίπλοκο και σύνθετο μίγμα στο οποίο μας έχει συνηθίσει η Platinum. Είτε διαλέξουμε τη Σκοτεινή διαδρομή της ιστορίας (επιλέγοντας τον Jack) είτε τη Φωτεινή (επιλέγοντας φουτουριστικούς mech-cyberpunk αστυνομικούς), το περιεχόμενο είναι λίγο πολύ το ίδιο. Basic και Heavy Attack, Uppercut, δύο τρία βασικά combos, και special attacks, που διαφέρουν από χαρακτήρα σε χαρακτήρα.
Αυτό ήταν. Ούτε επιπλέον κινήσεις που ξεκλειδώνουν, ούτε αναβάθμιση των ήδη υπαρχόντων, ούτε έξτρα δυνάμεις (πέρα από ασπίδες, νάρκες και ορισμένα όπλα που βρίσκει ο παίκτης σε περιορισμένη ποσότητα). Η αρένα των μαχών στο κατ’ευφημισμόν campaign είναι τέσσερις μόλις πίστες, με ισχνής φαντασίας σχεδιασμό, και απωθητικού οπτικού αποτελέσματος. Σε αυτές τις πίστες, που κατά τα άλλα δεν έχουν κανένα απολύτως ενδιαφέρον, ο παίκτης ξεκλειδώνει Free και Main Missions, συλλέγοντας πόντους από τον πανικό που σπέρνει. Αυτό βέβαια σημαίνει ότι προκειμένου να καταστεί προσβάσιμη μία κύρια αποστολή, ίσως χρειαστεί να παιχτεί μία free mission παραπάνω από μία φορές.
Μη σκεφτεί κανείς ότι οι εν λόγω αποστολές είναι κάτι παραπάνω από ένα οποιοδήποτε Challenge Mode που βρίσκεται ως έξτρα υλικό σε άλλα παιχνίδια. Μπορούμε να κάνουμε την αντιστοιχία Free Missions – Challenges και Main Missions –Boss Fights, εκ των οποίων κάποια είναι πολύ ενδιαφέροντα και σχεδιασμένα με το έμφυτο ταλέντο της Platinum και άλλα ξεπερνιούνται ακόμα και στο δύσκολο επίπεδο με κατάχρηση δύο επιθέσεων.
Συνολικά, το κάθε επίπεδο, ανάλογα με το πόσο θέλει κάποιος να ασχοληθεί, μπορεί να είναι και υπόθεση μισής ώρας. Ούτως ή άλλως, πέρα από την ολοκλήρωση αυτών καθ’ αυτών των «αποστολών», δεν υφίσταται κανένα επιπλέον κίνητρο (αναβαθμίσεις, collectibles κτλ) ώστε κάποιος να μείνει περισσότερη ώρα σε μία τοποθεσία. Για να περιγράψουμε, τέλος, τις «αποστολές», αρκεί να πούμε ότι πρόκειται στη συντριπτική πλειοψηφία τους για κύματα εχθρών που είναι όλο και δυνατότεροι. Στον τομέα αυτό υπάρχει ποικιλία, και η μάχη μπορεί να γίνει διασκεδαστική, χωρίς όμως ιδιαίτερη σκέψη και στρατηγική όπως απαιτούνταν στο Bayonetta ή στο Vanquish.
Στο πιο δύσκολο επίπεδο ίσως η αδρή brawl τακτική να μην αρκεί, αλλά κι εκεί τα πράγματα δεν περιπλέκονται πολύ. Μοναδική αδυναμία για τον γράφοντα (που δε συμπαθεί τα fighting 1vs1 παιχνίδια) είναι τα chain attacks του αντιπάλου, που μπορεί να καθηλώσουν στο έδαφος για αρκετή ώρα τον χαρακτήρα που ελέγχει ο παίκτης και να μη δίνουν ευκαιρία απεγκλωβισμού, μέχρι τουλάχιστο να καταναλωθεί μεγάλο μέρος της μπάρας ενέργειας.
{PAGE_BREAK}
Οι ύποπτοι έπαιζαν ακατάπαυστα γκέιμς – δε βρέθηκαν μπουκάλια μπύρας
Συνολικά, στο single player κομμάτι τα πράγματα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν σχετικά διασκεδαστικά, με αρκετούς συμβιβασμούς και με δεδομένο ότι περαιτέρω ενασχόληση με τον τίτλο εφόσον ολοκληρωθούν οι αποστολές αποτελεί κακοποίηση του ελεύθερου χρόνου μας. Από την άλλη, και παρά τις δυσκολίες εύρεσης μαχών που αντιμετωπίσαμε, καθώς το παιχνίδι δεν κυκλοφόρησε καλά καλά στη Γηραιά Ήπειρο, το multiplayer τμήμα του είναι από τα λίγα αυτού του στυλ. Ουσιαστικά, τα Online brawlers με λογική Deathmatch, Capture the Flag, Horde (Survivor εδώ) κτλ, είναι μετρημένα στα δάχτυλα.
Πέραν αυτού, το εν λόγω τμήμα είναι και καλά σχεδιασμένο. Με δεδομένο τον πανικό που επικρατεί στην οθόνη, ο παίκτης ξέρει τι κάνει, είτε ενάντια ορδών εχθρών συνεργαζόμενος με φίλους, είτε ενάντια σε άλλους παίκτες. Στην περίπτωση αυτή, η έλλειψη αναβαθμίσεων και το απλό σύστημα μάχης δρά σχεδόν ευεργετικά, καθώς μειώνει κατά πολύ το χάσμα που θα χώριζε έμπειρους και άπειρους παίκτες.
Με λίγα λόγια, απέναντι σε πολύ πιο προπονημένους gamers, ένας σχετικά αδαής έχει πολλές περισσότερες πιθανότητες καλής παρουσίας. Και ίσως αυτό να αποτελεί casus beli για τους βετεράνους του είδους, αλλά από την άλλη είναι κομβικής σημασίας για παίκτες που σε άλλες περιπτώσεις τρώνε το ξύλο της ζωής τους και εγκαταλείπουν ένα παιχνίδι. Στον τεχνικό τομέα δεν χωρούν πολλά σχόλια, διότι εκτός του σταθερότατου frame rate (παρά τα κύματα των αντιπάλων και τα συνεχόμενα εφέ) ο τίτλος θυμίζει Xbox και PS2 εποχές. Δεν αντέχει σε κριτική κάτι τέτοιο, πόσο μάλλον όταν στο άσχημο οπτικό αποτέλεσμα η επιλογή αδιάφορων και κακοσχεδιασμένων περιβαλλόντων με μονοχρωματικές εμμονές, δρα σαν καταλύτης.
Η Platinum είναι ικανή για πολύ περισσότερα, μόνο που τα πολύ περισσότερα δεν τα προόριζε για το Anarchy Reigns. Πεποίθησή μας είναι ότι ούτε τις σοβαρές μουσικές επιλογές τις προόριζε για το Anarchy Reigns, αφού ο μουσικός αχταρμάς είναι εχθρικός απέναντι σε κάθε προσπάθεια περιγραφής. Σε άλλους αυτό το μίγμα επιθετικής J-pop και low fat industrial, ίσως κάτι να λέει, για τον γράφοντα πάντως η μοναδική ενδεδειγμένη λύση είναι custom playlists από το γειτονικό PC.
Έγιναν 23 προσαγωγές. Το απόγευμα θα οδηγηθούν στον εισαγγελέα.
Φαντάζεται κανείς με τι θα καταλήξει το κείμενο; Ακριβώς. Με το ότι η Platinum και η Sega γνωρίζουν απόλυτα τι προσφέρουν στο κοινό και αναλόγως τιμολογούν τον τίτλο. Θα μπορούσε να ήταν και XBLA-PSN τίτλος (από τους βαρβάτους) αλλά και η 29.99 πολιτική κρίνεται τίμια (πόσο μάλλον όταν σε λίγο καιρό θα είναι 11.99 ή 9.99). Το ερώτημα είναι, θα υπάρχει τότε κανείς online για να παίζει;
Σάββας Καζαντζίδης