Αναζητώντας την πραγματική ανάγκη για ταχύτητα
Πολλά έχουν γραφεί κατά καιρούς για τα φημισμένα roadtrips της αμερικανικής ηπείρου, ταξίδια που για πολλούς είναι εμπειρία ζωής, έστω κι αν τελικά ελάχιστοι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν τα όνειρά τους πραγματικότητα. Το να διασχίσει κανείς τις Ηνωμένες Πολιτείες από άκρη σε άκρη, πέρα από επίπονο και χρονοβόρο, είναι ίσως και αρκετά επικίνδυνο, οπότε η ιδέα και μόνο της ψηφιακής απόπειρας ενός τέτοιου εγχειρήματος, φαντάζει τουλάχιστον ως συναρπαστική. Αυτή η σκέψη πιθανότατα να πέρασε από το μυαλό της BlackBox πριν παρουσιάσει στην ElectronicArts τις ιδέες της γύρω από The Run, τη νέα απόπειρά της σειράς Need for Speed, και σίγουρα κατάφερε να της κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Από τα πρώτα κιόλας λεπτά, η ομάδα ανάπτυξης που εδρεύει στον Καναδά, είναι σε θέση να παρουσιάσει κάτι πραγματικά ενδιαφέρον και μάλιστα με εμφανείς προσθήκες αλλά και αποκλείσεις σε σχέση με τα όσα προσφέρει ο ανταγωνισμός. Η ψευδαίσθηση της ελευθερίας είναι μοναδική, το ίδιο ισχύει και για την κλίμακα, ενώ η τεχνολογία που προσφέρει η Frostbite 2.0 αφήνει πολλά στόματα ανοικτά.
Δυστυχώς όμως από τη θεωρία μέχρι την πράξη, τα χιλιόμετρα είναι πάρα πολλά και έτσι ο τίτλος πέφτει θύμα της ίδιας της φιλοδοξίας του. Οι παίκτες θα πρέπει να αρκεστούν απλά και μόνο στην σκέψη για τα επίπεδα ποιότητας αλλά και ολοκλήρωσης που θα μπορούσε να αγγίξει η νέα αυτή δημιουργία, αν η ομάδα ανάπτυξης ήταν πιο προσεκτική. Γιατί με την τρέχουσα εικόνα, το Need for Speed: Τhe Run, φαντάζει σαν ημιτελές, σαν μια δημιουργία που, ενώ στηρίχθηκε σε μια αρκετά έξυπνη ιδέα, τελικά αρκέστηκε στα προφανή. Χωρίς βέβαια αυτό να συνεπάγεται πως αποτυγχάνει στο να είναι διασκεδαστική.
Living in America
Το The Run ξεκινάει με μια λιτή εισαγωγή, με τον παίκτη να πληροφορείται πως αναλαμβάνει τον έλεγχο του Jack Rourke. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας, για αδιευκρίνιστους λόγους, έχει βρεθεί να χρωστάει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό, οπότε αναγκάζεται να εμπλακεί στους παράνομους αγώνες για να ξεπληρώσει το χρέος του. Δίπλα του θα βρεθεί η Sam, η οποία του προσφέρει μια σανίδα σωτηρίας, αλλά με το ανάλογο κόστος. Ουσιαστικά του δίνει τη δυνατότητα να ξεχρεώσει, αρκεί φυσικά να κερδίσει για λογαριασμό της ένα στοίχημα, το οποίο δεν είναι άλλο από έναν αγώνα.
Όμως δεν πρόκειται για έναν απλό αγώνα αλλά για μια δοκιμασία αντοχής από το San Francisco μέχρι τη Νέα Υόρκη. Και κάπου εδώ ξεκινάει και η δράση του The Run. Το κυρίως mode του τίτλου, που φυσικά φέρει και την ομώνυμη ονομασία, είναι αυτό που τραβά αρχικά τα βλέμματα, με τους αγώνες να διαδέχονται ο ένας τον άλλο και με τις πολιτείες να εμφανίζονται διαδοχικά. Οι παίκτες θα βρεθούν από την πανέμορφη αμερικανική επαρχία, στα γεμάτα κίνηση αστικά κέντρα, ενώ η ομάδα ανάπτυξης ισχυρίζεται πως ο σχεδιασμός πολλών τοποθεσιών έχει βασιστεί στις αντίστοιχες πραγματικές.
Και αυτός ο τομέας είναι το δυνατό χαρτί του τίτλου, το οποίο δεν είναι άλλο από την ανεπανάληπτη ποικιλία στις διαδρομές. Τα τοπία θα εναλλάσσονται με έναν μοναδικό τρόπο, ενώ η μηχανή γραφικών δε θα δυσκολεύεται να σχεδιάζει αχανείς εκτάσεις, με πλήθος από εφέ και πανέμορφους φωτισμούς. Παράλληλα, τα καιρικά φαινόμενα θα παίξουν και αυτά το ρόλο τους. Για παράδειγμα μια χιονοστιβάδα ή μία σφοδρή καταιγίδα θα εμποδίσουν το ταξίδι του παίκτη προς τον τελικό προορισμό, με τρόπο που κανένα άλλο βιντεοπαιχνίδι της racing κατηγορίας δεν έχει κάνει στο παρελθόν.
Γενικά δημιουργείται μια αίσθηση συνοχής, με τον παίκτη να κατεβαίνει σπάνια από το αυτοκίνητο του. Αν κάποια στιγμή επιθυμεί να μεταβεί σε κάποιο άλλο όχημα, θα πρέπει να κάνει στάση σε βενζινάδικο. Η λίστα με τα διαθέσιμα οχήματα είναι αρκετά μεγάλη, ενώ πολλά από αυτά προσφέρονται σε Signature εκδόσεις, με αισθητικές όσο και μηχανικές βελτιώσεις σε σχέση με τις βασικές.
{PAGE_BREAK}
Όταν το promotion… παραπλανεί
Περνώντας στο καθαρά gaming τμήμα του Need for Speed: The Run, γίνεται για ακόμα μια φορά αντιληπτή η δύναμη της EA στον τομέα του promotion. Κοιτώντας τον τίτλο κατάματα, οι μοναδικές δυνατές στιγμές του, είναι αυτές που έχουν κατά καιρούς προβληθεί μέσω διάφορων trailers, είτε αυτά προέρχονται από τον developer, είτε από τον ίδιο τον Michael Bay. Φυσικά η έννοια του σεναρίου παρά τα όσα ισχυρίζεται η Black Box παύει να υφίσταται από τον πρώτο κιόλας αγώνα, ενώ ορισμένες ανταγωνιστικές φιγούρες εμφανίζονται με τον πλέον άκομψο τρόπο, για να χαθούν στο αμέσως επόμενο δευτερόλεπτο.
Το ίδιο ισχύει και για τα γνωστά καλλίγραμμα μοντέλα του Sports Illustrated, οπότε μόλις κατακαθίσει η σκόνη και ο αρχικός ενθουσιασμός, ο τίτλος δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Και αυτό δεν είναι και τόσο ενδιαφέρον, τουλάχιστον όχι όσο θα περίμενε κανείς με βάση τα όσα είχε παρακολουθήσει μέχρι σήμερα.
Αυτό που ενοχλεί περισσότερο από όλα, είναι η δομή των αγώνων. Όλες οι γνωστές δοκιμασίες είναι και εδώ παρούσες, όπως για παράδειγμα μάχες ενάντια στο χρόνο και ένας εναντίον ενός, αλλά ο τίτλος θέτει ορισμένους σαφέστατους περιορισμούς. Σκοπός είναι ο Jack να φτάσει πρώτος στη Νέα Υόρκη ξεκινώντας από τη 200η θέση. Σε κάθε διαδρομή θα βρει μπροστά του συγκεκριμένους αντιπάλους που στην καλύτερη περίπτωση θα είναι οκτώ στο πλήθος τους, αλλά όσο καλά και να οδηγήσει κάποιος, δε θα μπορέσει να πιάσει κάποιον που βρίσκεται ακόμα πιο μπροστά. Στον αντίποδα, αν δεν καταφέρει να τους προσπεράσει όλους, δε θα έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει την προσπάθειά του στην επόμενη διαδρομή, αλλά απεναντίας θα πρέπει να τρέξει και πάλι στην ίδια.
UpsideDown
Οι αντίπαλοι δεν διακρίνονται για την εξυπνάδα τους, με τη συμπεριφορά τους μέσα στις στροφές να είναι, τουλάχιστον, ερασιτεχνική, ενώ ακόμα και αν κάποιος επιλέξει τα υψηλότερα επίπεδα δυσκολίας, δε θα δυσκολευτεί να φτάσει μέχρι τέλους. Όπως συνηθίζεται, ο παίκτης θα αποκτάει ολοένα και περισσότερους πόντους εμπειρίας, τους οποίους με τη σειρά του θα χρησιμοποιήσει για να ανέβει επίπεδα, προσθέτοντας επιπλέον ικανότητες. Με το customization των αυτοκινήτων να απουσιάζει ολοκληρωτικά, ο Jack σταδιακά θα μπορεί να χρησιμοποιεί περισσότερο nitro boost, να αξιοποιεί το slip-streaming και γενικότερα να γίνεται ένας ολοκληρωμένος οδηγός, μέσω μιας διαδικασίας που όμως εκτελείται αυτόματα.
Δυστυχώς όμως τα αρνητικά στοιχεία του Τhe Run μόλις άρχισαν και έτσι δε γίνεται να παραβλέψει κανείς την παρουσία της αστυνομίας που επιτελεί το ρόλο του κομπάρσου. Πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως τις στιγμές που τα ελικόπτερα πλήττουν τους πάντες με ακατάπαυστα πυρά και δημιουργούν ένα εκρηκτικό σύνολο, η εικόνα είναι αποκαρδιωτική, με τις καταδιώξεις ουσιαστικά να μην υφίστανται και με τα μπλόκα που δημιουργούνται να είναι υπερβολικά εύκολα για να προσπεραστούν.
Περνώντας στον τομέα του χειρισμού, η εικόνα είναι αισθητά καλύτερη, όπου τα πάντα παραπέμπουν στο ProStreet. Αυτό συνεπάγεται πως ο έλεγχος των αυτοκινήτων είναι εύκολος, οι ταχύτητες κυμαίνονται σε πολύ υψηλά επίπεδα, αλλά τα power-slides απλά απουσιάζουν. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, δεν μπορούν να αγγίξουν τα επίπεδα του Hot Pursuit της Criterion. Γενικά η Black Box ακολουθεί ένα διαφορετικό μονοπάτι, πιο απλοποιημένο και λιγότερο απαιτητικό, αν και έτσι αφαιρούνται σημαντικοί πόντοι από την αίσθηση της έντασης και της απόλαυσης της οδήγησης στο όριο, πάντα μέσα στα πλαίσια μιας arcade δημιουργίας.
Πάντως αυτό που δεν δικαιολογείται είναι η συμπεριφορά των αυτοκινήτων στο οδόστρωμα όταν οι συνθήκες αλλάζουν. Είτε ο δρόμος είναι στεγνός, είτε είναι βρεγμένος, είτε πλημμυρίζεται από μια χιονοστιβάδα, τα οχήματα δεν δείχνουν την τάση να βρεθούν εκτός δρόμου ή να χάσουν την πρόσφυσή τους, κάνοντας το ταξίδι ακόμα πιο εύκολο. Αλλά ακόμα και αν επέλθει το μοιραίο, το The Run προσφέρει την επιλογή rewind, η οποία μεταφέρει τον παίκτη στο πιο κοντινό checkpoint, αν και εδώ απαιτείται υπομονή, γιατί το όχημα αργεί χαρακτηριστικά να επανέλθει. Και πρόκειται για ένα αρκετά σημαντικό εμπόδιο γιατί με αυτόν τον τρόπο η ροή του αγώνα διακόπτεται, με τα loading times να είναι υπερβολικά μεγάλα.
{PAGE_BREAK}
Ένα τσιγάρο δρόμος
Κατά έναν περίεργο τρόπο, το να διασχίσει κάποιος τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής μέσω του νέου Need for Speed, είναι μια αρκετά σύντομη διαδικασία, η οποία μάλιστα δε θα διαρκέσει περισσότερο από 2,5 ώρες. Και εδώ η ομάδα ανάπτυξης έχει κάνει ένα σοβαρό σφάλμα. Αναμφίβολα κανείς δεν ανέμενε το συνολικό ταξίδι να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αλλά είναι κρίμα που ορισμένες πανέμορφες τοποθεσίες, προσφέρουν το πολύ τρεις διαδρομές. Αν και υπάρχει και η επιλογή challenges, μια σειρά δοκιμασιών που ολοένα και θα αυξάνει την έκτασή της, δεν παύει όμως να μην αποτελεί τον πραγματικό πυρήνα του τίτλου. Οπότε, όπως συνηθίζεται, οι παίκτες θα στραφούν στο multiplayer mode, με την εικόνα να είναι για ακόμα μια φορά η αναμενόμενη.
Η EA συνεχίζει να προσφέρει δικτυακούς αγώνες απαλλαγμένους από τεχνικά προβλήματα πάσης φύσεως και έτσι μέχρι και οκτώ φίλοι θα μπορέσουν να αγωνιστούν για την πρώτη θέση. Τα modes που προσφέρονται δε διαφέρουν σε σχέση με τα όσα έχει συνηθίσει να συναντάει κάποιος σε μια πρόταση της κατηγορίας, ενώ ο διαχωρισμός των αγώνων σε muscle ή exotic cars για παράδειγμα, αποτελεί μια ευχάριστη προσθήκη.
Για το τέλος αφήσαμε δύο τομείς για τους οποίους πολλά έχουν γραφεί και ίσως να απαιτούν διαφορετική διαχείριση. Σε ορισμένα σημεία, ο Jack εγκαταλείπει το όχημά του και βρίσκεται πεζός απέναντι στην αστυνομία, αλλά πριν βγάλει κάποιος λάθος συμπεράσματα, είναι αναγκαίο να διευκρινιστεί πως η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Ουσιαστικά ο παίκτης δεν αναλαμβάνει ποτέ τον έλεγχο του πρωταγωνιστή, μιας και στην πραγματικότητα οι συγκεκριμένες αποστολές -οι οποίες ευτυχώς είναι ελάχιστες- δεν είναι τίποτα περισσότερο από τα γνωστά σε όλους μας Quick Time Events. Το μόνο που απαιτείται είναι το πάτημα του κατάλληλου κουμπιού, τη σωστή στιγμή και από εκεί και πέρα τα πάντα γίνονται αυτόματα.
Με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται μια κινηματογραφική αίσθηση, με τα κυνηγητά να έχουν αποτυπωθεί πολύ όμορφα και με την κάμερα να προσφέρει ορισμένες αξιομνημόνευτες λήψεις. Βέβαια, στον αντίποδα έρχεται στην επιφάνεια ο άκομψος σχεδιασμός των χαρακτήρων, με μηδαμινά facial expressions και προβληματικό animation, αλλά ακόμα και έτσι, πρόκειται για ένα ευχάριστο και όπως είπαμε και πριν, σύντομο διάλειμμα.
FrostBite 2.0…
Ο δεύτερος τομέας που τραβάει τα βλέμματα του καθένα είναι φυσικά τα γραφικά και υπαίτιος δεν είναι άλλος από τη γνωστή Frostbite 2.0. Η μηχανή γραφικών της DICE κάνει τη διαφορά σε ό,τι αφορά το σχεδιασμό των επιπέδων, αποδεικνύοντας περίτρανα το πόσο ευέλικτη, αλλά και δυνατή, είναι. Τα διάφορα εφέ θέτουν νέα στάνταρ για την κατηγορία, αν και καλό θα ήταν τα περιβάλλοντα να είχαν περισσότερο ενεργό ρόλο και έτσι τα δυναμικά καιρικά φαινόμενα να μην περιορίζονταν σε μια χιονοστιβάδα και μάλιστα σε μία και μόνο διαδρομή. Η κίνηση στους δρόμους είναι αρκετά πυκνή, το frame rate σπάνια θα δυσκολευτεί, ενώ και τα αυτοκίνητα έχουν σχεδιαστεί αρκετά όμορφα.
Ορισμένα προβληματάκια δεν απουσιάζουν, όπως στα cutscenes όπου η κάμερα εκτελεί zoom-in και αποκαλύπτει το… ανύπαρκτο εσωτερικό των οχημάτων, αλλά ακόμα και έτσι η εικόνα είναι αναμφίβολα εντυπωσιακή. Σε ανάλογα επίπεδα κυμαίνεται και ο ήχος, με το soundtrack να συμβαδίζει πάντοτε με την τοποθεσία της εκάστοτε διαδρομής, ενώ και οι ήχοι των κινητήρων είναι αρκετά προσεγμένοι. Οι διάλογοι στον αντίποδα είναι ρηχοί και αδιάφοροι.
Συνολικά το Need for Speed: The Run γενικότερα συγκαταλέγεται στις καλές στιγμές της σειράς, αλλά απέχει αρκετά ώστε να χαρακτηριστεί κορυφαίο και να κοιτάξει για παράδειγμα το Hot Pursuit κατάματα. Όσοι επενδύσουν στη νέα πρόταση της Black Box, σαφέστατα και θα νιώσουν ικανοποιημένοι, αλλά με ένα έντονο αίσθημα πως κάτι λείπει. Το The Run δεν είναι το νέο Most Wanted και ποτέ δεν επιδίωξε κάτι τέτοιο, αλλά είναι εξοργιστικό το γεγονός πως μια τόσο ενδιαφέρουσα ιδέα, απέκτησε μια τόσο βασική και φτωχή υλοποίηση.
Γιώργος Τσακίρογλου