Melancholia
Τα βιντεοπαχνίδια δεν γεννήθηκαν ως ένα αφηγηματικό μέσο. Εξελίχθηκαν με τα χρόνια, και σε τέτοιο. Γι’ αυτό και στις κατηγοριοποιήσεις τους έχει επικρατήσει να μην ξεχωρίζουμε τις δημιουργίες θεματικά αλλά με βάση το gameplay. Δεν λέμε δηλαδή “κωμωδία”, “θρίλερ”, “αστυνομικό” αλλά platform, shooter, adventure και πάει λέγοντας. Κάποτε, αυτοί οι χαρακτηρισμοί ήταν υπέρ-αρκετοί για την περιγραφή του εκάστοτε τίτλου. Σήμερα, με τα παιχνίδια να αποτελούν τόσο πολύπλοκα δημιουργήματα, δεν είμαστε τόσο σίγουροι.
Και το Rain είναι ένα ζωντανό επιχείρημα του παραπάνω. Αν προσπαθήσεις να περιγράψεις το παιχνίδι αποκλειστικά με βάση τους μηχανισμούς gameplay θα χαθεί η μοναδικότητά του, ακόμα και ο ίδιος ο λόγος ύπαρξής του. Γιατί στο Rain, πέρα από το gameplay, ακόμη και πέρα από την πλοκή της ιστορίας του, αυτό που κυρίως το χαρακτηρίζει είναι η συναισθηματική διάθεση και ατμόσφαιρα που μεταφέρει στον παίκτη. Μια ανάλαφρη “φθινοπωρινή” μελαγχολία, που “ανασαίνει” μέσα από τις “γλυκές” νότες του Debussy. Μια γλυκόπικρη εμπειρία που θα αδικούνταν απο έναν απλό χαρακτηρισμό “stealth puzzle game”.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως το gameplay παραβλέπεται εντελώς. Απλά μάλλον περνάει σε δεύτερη μοίρα. Η ιστορία του Rain, θέλει ένα μικρό αγοράκι, εν μέσω μιας εμπύρετης νύχτας, να βλέπει και να ακολουθεί ένα κοριτσάκι σε έναν εναλλακτικό “σκοτεινό” κόσμο. Σε αυτό, χάνει την μορφή του και μπορεί να γίνει ορατό μόνο κάτω από τις σταγόνες της βροχής. Φυσικά, στον “σκοτεινό” αυτό κόσμο, η βροχή δεν σταματά ποτέ.
Το gameplay είναι στημένο πάνω σε αυτήν την ωραία ιδέα, λειτουργώντας κυρίως σαν ένα απλό stealth game, με στοιχεία puzzle και platform παιχνιδιών. Ο παίκτης θα πρέπει να αναζητεί σκέπαστρα για να εξαφανίζεται από τα τέρατα-εχθρούς και να χρησιμοποιεί γενικότερα αυτή τη δυναμική με διάφορους τρόπους. Είναι έξυπνο αλλά ποτέ δεν μας απασχόλησε ιδιαίτερα, και αυτό διότι δεν εξελίσσεται καθόλου με την πάροδο του παιχνιδιού.
Οι λύσεις είναι σχεδόν άμεσα προφανείς, ο χώρος στον οποίο κινούμαστε, περιορισμένος και “άδειος” ενώ αυτές οι καταδιώξεις από τον-τους εχθρούς, που προσπαθούν να ανεβάσουν λίγο την ένταση του παιχνιδιού, είναι πολύ συχνότερες απ’ ό,τι θα έπρεπε και καταφέρνουν να γίνουν επαναλαμβανόμενες ακόμα και σε ένα παιχνίδι τριών ωρών.
Ουσιαστικά, το gameplay μας έκανε να νιώθουμε συνεχώς σαν να βρισκόμαστε σε μια εισαγωγή, χωρίς όμως να υπάρχει ποτέ ανάλογη συνέχεια. Συστήνει νέα στοιχεία, χωρίς να τα εξελίσσει ούτε στο ελάχιστο. Επίσης, μεγάλο μέρος του παιχνιδιού το περνάμε παρέα με το μικρό κοριτσάκι, και εκεί το gameplay εστιάζει σε συνεργασίες μεταξύ των δύο, στα ίδια όμως ρηχά μοτίβα. Σημαντικότερη των νωθρών μηχανισμών είναι αυτή η “ζεστασιά” που νιώθαμε όταν είχαμε παρέα και μας θύμισε αμυδρά το γνωστό και μη εξαιρετέο, Ico.
Το Rain καταφέρνει να κάνει τον παίκτη να νοιαστεί για τους χαρακτήρες και αυτό είναι εν τέλει που το διασώζει από τη μετριότητα του gameplay. Το μυστήριο είναι ικανοποιητικά στημένο και δοσμένο, ώστε να δημιουργεί ερωτήματα και κίνητρα για τη συνέχεια. Και παρόλο που το τέλος του δεν καταφέρνει ολοκληρώσει με την ίδια επιτυχία την ιστορία και να απογειώσει το ταξίδι σε μια πραγματικά αξιομνημόνευτη εμπειρία, το παιχνίδι κρατάει το ενδιαφέρον αμείωτο μέχρι τις τελευταίες του στιγμές.
{PAGE_BREAK}
Οι φιλοδοξίες των δημιουργών για ένα παιδικό παραμύθι για μεγάλους είναι εμφανείς σε κάθε πτυχή του. Η μουντή και θλιμμένη ατμόσφαιρα αλλά και το θέμα του σίγουρα δεν απευθύνεται σε μικρά παιδιά. Η μελαγχολία με την οποία αποτυπώνει την αγνή σύνδεση δύο παιδιών είναι κάτι που μπορούν να εκτιμήσουν σε μεγαλύτερο βαθμό άτομα κάποιας ηλικίας.
Ολόκληρο το παιχνίδι διαδραματίζεται σε ένα αστικό περιβάλλον που εμπνέεται από την κλασική ομορφιά των μεγάλων δυτικόευρωπαϊκών πόλεων. Με τα φώτα να αντανακλούν υπέροχα στους πλακόστρωτους άδειους δρόμους και τους απαλους ήχους του πιάνου να συνοδεύουν την εικόνα θαυμάσια. Η δουλειά στην αισθητική είναι εξαιρετική, καθως το παιχνίδι δεν εντυπωσιάζει σε τεχνικό επίπεδο αλλά η αρχιτεκτονική και η σύνθεση της εικόνας παράγει ένα αποτέλεσμα που εξυπηρετεί ιδανικά τα συναισθήματα που θέλει να μεταδόσει.
Η κινηματογραφική -και μη ελεγχόμενη από τον παίκτη- κάμερα, σίγουρα λύνει τα χέρια των δημιουργών σε πολλά θέματα αλλά αυτό δεν μπορεί να μειώσει το αποτέλεσμα και τη σπουδαία δουλειά τους. Μάλιστα, την εκμεταλλεύονται με τον πιο εύστοχο τρόπο για να ενσωματώσουν την αφήγηση με φυσικότητα μέσα στο παιχνίδι. Έτσι, σμίγοντας με το περιβάλλον, μικρές φράσεις συνοδεύουν τα δρώμενα, προωθούν την ιστορία, δίνοντας ταυτόχρονα χρήσιμες πληροφοριες για την κάθε κατάσταση. Είναι ακριβώς σαν να διαβάζεις ένα δυναμικό διαδραστικό παραμύθι. Για μεγάλους. Που τους αρέσει να μελαγχολούν.
Εν τέλει, το Rain είναι μια αξιόλογη πρόταση που όμως δεν προσφέρει την ολοκληρωμένη εμπειρία για να σταθεί δίπλα στα μεγαθήρια της γνωστής κομπανίας των Journey, Limbo, Fez, Bastion, Braid και πάει λέγοντας. Ενώ βασίζεται σε μια πανέξυπνη και πρωτότυπη ιδέα, δεν καταφέρνει να την εκμεταλλευτεί και να την εξελίξει σχεδόν καθόλου στην πορεία του παιχνιδιού. Χωρίς, λοιπόν, να σημαίνει πως είναι προβληματικό στο gameplay, στερείται ιδεών και συγκινήσεων που θα δημιουργήσουν την οποιαδήποτε αίσθηση στον παίκτη.
Παρόλα αυτά, η αφήγηση του είναι καλοστημμένη, καλογραμμένη και ενδιαφέρουσα μέχρι το τέλος. Και αν ούτε σε αυτό το επίπεδο δεν ξεπερνά το απλά “ενδιαφέρον”, στο τέλος κατάφερε να μας αφήσει μια αφηρημένη αίσθηση γλυκιάς μελαγχολίας χάρη στο λιτό αλλά άψογο χτίσιμο της ατμόσφαιράς του. Και φυσικά, πιστώνεται μια από τις πιο εύστοχες επιλογές μουσικού θέματος, με το Clair de Lune του Debussy να καθορίζει εν πολλοίς ολόκληρη την ταυτότητά του. Και αυτό δεν είναι ποτέ κακό.
Γιώργος Πρίτσκας
{nomultithumb}