It’s a long road…
Ας μην κοροιδευόμαστε: Οι προσδοκίες για το Rambo: The Videogame ήταν εξ αρχής χαμηλές. Και πράγματι, το τελικό προιόν δεν απέχει πολύ από αυτές, καθώς η ποιότητά του έγινε αντιληπτή ακόμη και από τα πρώτα βίντεο που ήρθαν στη δημοσιότητα. Τα παραπάνω δεν του απαγορεύουν να προσφέρει κάποιες ώρες διασκέδασης, αρκεί να ξεκαθαρίσουμε τη βάση του εν λόγω τίτλου. Το Rambo: The Videogame, λοιπόν, είναι στον πυρήνα του ένα highscore – attack παιχνίδι, στη διάρκεια του οποίου αναλαμβάνουμε το ρόλο του, εικονικού πλέον, βετεράνου του Βιετνάμ, και ξαναζούμε τις περιπέτειες της τριλογίας μέσα από on-rails μονοπάτια, ενώ η τελευταία ταινία για ευνόητους λόγους δεν περιέχεται.
Το selling point του τίτλου είναι αναμφισβήτητα η περιήγηση στις τρείς πρώτες ταινίες, κάτι το οποίο θα ικανοποιήσει τους φίλους του δημοφιλούς στρατιώτη με τη δολοφονική αφάνα. Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι ότι τα levels, τα οποία είναι χωρισμένα σε chapters, και ανάλογα με την ταινία σχεδιασμένα με τέτοιο τρόπο ώστε να θυμίζουν το περισσότερο δυνατό τα αντίστοιχα περιβάλλοντα των κινηματογραφικών παραγωγών. Αυτό σημαίνει πως θα αποδράσουμε από το αστυνομικό τμήμα της Hope City ξυλοκοπόντας όποιον βρούμε μπροστά μας, αλλά και θα επιστρέψουμε για να γεμίσουμε τους τοίχους του με καυτό μολύβι με το αγαπημένο M60, αφού κυνηγήσουμε αστυνομικούς σε δάση «όπου ο νόμος είμαστε εμείς».
Στη συνέχεια θα επιστρέψουμε στο Βιετνάμ για να σώσουμε Αμερικανούς αιχμαλώτους και θα εξοντώσουμε… χιλιάδες άτυχους Ασιάτες στρατιώτες, που έμελλε να βρεθούν μπροστά στην απόλυτη πολεμική –και καλολαδωμένη αν κρίνουμε από το πώς… γυαλίζει όταν δεν φορά μπλούζα- μηχανή. Θα χρησιμοποιήσουμε τα φημισμένα εκρηκτικά βέλη του τόξου μας για να μετατρέψουμε ολόκληρα χωριά σε καμμένη γη, και τέλος, θα πολεμήσουμε –αν μη τι άλλο- τους πανίσχυρους Ρώσους στις καυτές ερήμους του Αφγανιστάν, σώζοντας παράλληλα τον μέντορά μας, Λοχαγό Trautman.
Ένα ακόμη θετικό είναι πως οι δημιουργοί επικοινώνησαν με τους παραγωγούς των ταινιών, έτσι ώστε να αποκτήσουν τα δικαιώματα των ηχογραφημένων voice-overs. Έτσι, οι φωνές των John Rambo και Lt. Trautman έχουν μεταφερθεί αυτούσιες, κατευθείαν από τις ταινίες, ενώ και το soundtrack ακολουθεί τα ίδια μονοπάτια. Όλα τα παραπάνω συνθέτουν ένα γνώριμο σκηνικό, χωρίς όμως να αποφεύγονται τα στραβοπατήματα.
Αρχικά, χωρίς να είναι απαραίτητα αρνητικό, τα περισσότερα (αν όχι όλα) επίπεδα περιέχουν πολλές σκηνές που δεν έχουμε δει, και γεγονότα που δεν έχουν συμβεί στις ταινίες. Αυτό συμβαίνει λόγω της παρακάτω, μάλλον άβολης διαπίστωσης: Ακόμα και οι ταινίες του… αιμοβόρου John Rambo δεν προσφέρουν αρκετό σκοτωμό για να γεμίσει η διάρκεια ενός μέσου παιχνιδιού. Έτσι, τα επίπεδα εμπλουτίζονται με περισσότερες πολεμικές συμπλοκές και σκηνές, κυνηγητά, εκρήξεις και… κόκκινα βαρέλια, ενώ ακόμη και κάποια γεγονότα παρουσιάζονται ελαφρώς διαφορετικά από τις ταινίες, έτσι ώστε να “πατούν” καλύτερα και να έρχονται στα μέτρα του gameplay.
Η οπτική απόδοση μένει πιστή στην… εποχή και το ύφος των ταινιών και θυμίζει με τη σειρά της περασμένες γενιές, τη στιγμή που η on-rails προσέγγιση θα άφηνε περιθώρια για πιο προσεγμένα γραφικά, αφού οι δημιουργοί ελέγχουν απόλυτα το τι θα δεί ο παίκτης. Ειδικά σε κάποια σημεία, τα μοντέλα και τα textures είναι πραγματικά απαράδεκτα, σε σημείο που τα πρόσωπα μακρινών εχθρών μοιάζουν σχεδόν ζωγραφισμένα. Όσον αφορά τον ήχο, είναι μεν θετική η απόκτηση των δικαιωμάτων για τις φωνές των δυο κύριων πρωταγωνιστών, η υλοποίηση δε, δημιουργεί ένα τεράστιο κενό ανάμεσα στην ποιότητα των ερμηνειών αλλά και της έντασης του ήχου. Αρκεί να ακούσετε τη φωνή της Βιετναμένας φίλης του Rambo, η οποία είναι τόσο τραγική που καταντά χιουμοριστική, αλλά και συζητήσεις που συμμετέχει ο πρωταγωνιστής με άλλους χαρακτήρες, όπου δίνεται η εντύπωση πως ο κάθε χαρακτήρας βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο.
Πηγαίνοντας στα του gameplay, δεν είναι και πολλά αυτά που μπορούμε να πούμε για ένα on-rails shooter, εκτός του ότι θα μπορούσε να γίνει καλύτερη δουλειά. Το gameplay χωρίζεται σε Shooting και Quick Time Events, και όλα έχουν απώτερο σκοπό την επίτευξη του υψηλότερου σκορ στα leaderboards. Η κάθε πράξη δίνει πόντους και, ανάλογα με την επίτευξή της, αυξάνονται ή μειώνονται. Πριν από κάθε επίπεδο, μας δίνεται η επιλογή να διαλέξουμε τα perks που ξεκλειδώνουμε κάθε φορά που ανεβαίνουμε level, τα οποία μας προσφέρουν διάφορες βελτιώσεις όπως περισσότερο damage, πιο γρήγορο reload κ.λπ. Ακόμη, μπορούμε να διαλέξουμε το δεύτερο όπλο του Rambo, καθώς το πρώτο είναι αυτό που είχε στην αντίστοιχη σκηνή της εκάστοτε ταινίας.
Από εκεί και πέρα ακολουθεί παρέλαση εχθρών, των οποίων ο τρόπος εξόντωσης, όπως π.χ. τα headshots, δίνουν περισσότερους πόντους, ενώ πολύ σημαντική είναι η μπάρα Wrath, την οποία αφού ενεργοποιήσουμε, ο Rambo μπαίνει σε μια κατάσταση… αμόκ, κατά την οποία παίζουμε σε slow-motion, κάνουμε περισσότερο damage, αναπληρώνουμε τη ζωή μας και παίρνουμε περισσότερους πόντους. Εδώ να αναφέρουμε ότι η μπάρα ζωής δεν αναπληρώνεται, παρά μόνο με τη χρήση του Wrath. Ακόμη, το reload μπορεί να γίνει Normal και Perfect ανάλογα με το συγχρονισμό, όπου δίνει και περισσότερες σφαίρες ανά γεμιστήρα, ενώ τα πυρομαχικά δεν τελειώνουν, εκτός από τις χειροβομβίδες. Όσον αφορά τα QTE, αυτά είναι αρκετά απαιτητικά σε ορισμένες στιγμές, ενώ είναι πολύ δύσκολο να πετύχει κανείς τέλειο συγχρονισμό, για τον οποίο πρέπει να περιμένει έως την τελευταία στιγμή. Τέλος, σημαντικότερη είναι η επιλογή δυσκολίας, η οποία καθορίζει κατά ένα μεγάλο βαθμό το τελικό σκορ, και στο ανώτατο “Green Beret” σίγουρα θα δυσκολευθείτε.
Το gameplay έχει τις καλές του στιγμές, ειδικά σε συγκεκριμένες σκηνές από τις ταινίες και σημεία όπου ένας συνδυασμός slow-motion, εκρήξεων και headshots προσφέρει ένα εντυπωσιακό μείγμα, και σε γενικές γραμμές είναι ικανοποιητικό, ενώ και η αίσθηση των όπλων είναι καλή. Ωστόσο, η διασκέδαση που προσφέρει είναι περιορισμένη και δεν διαρκεί περισσότερες από 4-5 ώρες. Η πραγματική πρόκληση του Rambo: The Videogame εμφανίζεται εφόσον είστε ένα… highscore junkie. Η προσπάθεια να συλλέξετε τρία αστέρια από κάθε πίστα είναι πράγματι πολύ δύσκολη και απαιτητική, και περιέχει έντονο ρίσκο. Για παράδειγμα, θα πρέπει να μάθετε σχεδόν απ’ εξω κάθε πίστα, ώστε να ξέρετε σε ποιά σημεία πρέπει να ενεργοποιηθεί το Wrath, αν θα ρισκάρετε τέλειο συγχρονισμό στα QTE με τον φόβο να “πεθάνετε” και να χάσετε πόντους, και πού βρίσκεται το κάθε αντικείμενο που μπορεί να ανατιναχθεί. Παρόλα αυτά, πιστεύουμε πως η Teyon θα μπορούσε να κάνει περισσότερα πράγματα και πειραματισμούς με το gameplay, καθώς εκτιμούμε ότι -βάσει του τελικού αποτελέσματος- προχώρησε περισσότερο εκ του ασφαλούς.
Το Rambo: The Videogame δεν είναι τελικά το χειρότερο παιχνίδι της γενιάς, αλλά σίγουρα δεν είναι και από τις καλές στιγμές της. Ενώ δύναται να προσφέρει κάποιες ώρες διασκέδασης, ειδικά για τους φίλους των ταινιών, εν τέλει αν δεν έχετε την πρόθεση να αφιερώσετε χρόνο στην επίτευξη υψηλότερων σκορ και επομένως να αξιοποιήσετε το όποιο replayability του τίτλου, δύσκολα δικαιολογούνται τα 30 περίπου ευρώ που ζητά η Reef Entertainment. Στην περίπτωση αυτή, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να ξαναδείτε τις ταινίες, ξεκινώντας από την κωμόπολη του αντιπαθητικού σερίφη Bill Teasle.
It’s a long road…
Χρήστος Λιάπης
To review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.