Pyramid Head που τους χρειάζεται…
Σύμφωνα με τη Konami, το 2012 είναι η χρονιά της μεγάλης αναβίωσης των Silent Hill. Η σειρά γνωρίζει τρεις κυκλοφορίες μέσα σε, σχεδόν, ένα τρίμηνο, με το Silent Hill: Downpour να ανοίγει το χορό και να ακολουθούν τα Silent Hill HD Collection και Silent Hill: Book of Memories. Για πολλούς, και δικαιολογημένα, το franchise έχει χάσει την αίγλη του από τότε που διαλύθηκε η (Dream) Team Silent, αφήνοντας στο τιμόνι της ανάπτυξης δυτικά studios. Είναι κοινώς αποδεκτό πως οι τίτλοι που ακολούθησαν, αν και ήταν αξιοπρεπείς, δεν κατάφεραν να αγγίξουν την ποιότητα των τεσσάρων πρώτων, ιαπωνικής νοοτροπίας, κυκλοφοριών. Υπάρχει όμως ένα στοιχείο, που αποτελεί το "οξυγόνο" για όλα τα Silent Hill που έχουμε δει μέχρι σήμερα: η μουσική του Akira Yamaoka. Ο θρυλικός μουσικοσυνθέτης, που στα "μετά-Team Silent" παιχνίδια, εκτός από μουσικά συνέβαλε και σκηνοθετικά, καταφέρνει με μοναδικό τρόπο να ντύσει τις δραματικές, γεμάτες παράνοια και ψυχεδέλεια, σκηνές που βιώνουν οι παίκτες. Για πρώτη φορά στην ιστορία της λοιπόν, η σειρά θα δει κυκλοφορία χωρίς τον Yamaoka.
Αφού πέρασε από τα χέρια Αμερικανών και Βρετανών, η σειρά Silent Hill έφτασε στην Τσεχία, εκεί όπου η Vatra Games αναλαμβάνει το βαρύ φορτίο της "αναβίωσης". Το φανατικό κοινό της σειράς παρακολουθούσε μέχρι σήμερα τις εξελίξεις με κομμένη την ανάσα. Οι φόβοι, οι προβληματισμοί και η δυσπιστία, πρωταγωνιστούν στα gaming fora ανά την υφήλιο. Έγιναν βαρύγδουπες δηλώσεις -κυρίως από πλευράς Konami- για μία "δυνατή επιστροφή" του franchise, που σε συνδυασμό με τους παραλληλισμούς που που έκανε η Vatra με το Silent Hill 2, δημιούργησαν ένα ανυπόμονο και αισιόδοξο κλίμα ενθουσιασμού. Όσοι όμως έχουν επενδύσει ψυχικά και πνευματικά στα Silent Hill, ποτέ δεν κατάφεραν να χαρούν πραγματικά την αναμονή της νέας κυκλοφορίας, αφού βαθιά μέσα τους ήξεραν ότι κάτι θα πάει στραβά.
Ο γράφων είναι ένας από τους πλέον φανατικούς οπαδούς της σειράς, με το Silent Hill 2 να αποτελεί το καλύτερο βιντεοπαιχνίδι που έζησε ποτέ του. Οι παγίδες στην ανάθεση της παρουσίασης του Silent Hill: Downpour είναι πολλές. Πρέπει να το δούμε "οπαδικά" και ως ένα ακόμη Silent Hill να το παινέψουμε χωρίς ίσως να το αξίζει ή πρέπει να το προσεγγίσουμε αυστηρά, βάζοντάς το στο μικροσκόπιο και συγκρίνοντάς το με τα προηγούμενα παιχνίδια της σειράς; Εμείς πήραμε την απόφαση να μην κάνουμε τίποτα από τα δύο και να κοιτάξουμε το Downpour ως αυτό που είναι και όχι ως αυτό που θα θέλαμε ή θα έπρεπε να είναι. Αν υποθέσουμε πως το "Silent Hill" δεν το διαβάσαμε ποτέ στο εξώφυλλο, ας δούμε τι έχει να μας προσφέρει ο νέος τίτλος της Vatra.
"Καλώς ήρθατε στο Silent Hill"
Ο παίκτης παίρνει το ρόλο του Murphy Pendleton, ο οποίος βρίσκεται στις φυλακές της Ryall State, κατηγορούμενος για κάτι που οδήγησε το μικρό του γιο Charlie στο θάνατο. Χωρίς να ξεκαθαρίζεται -αρχικά- για το αν αυτός έπραξε το έγκλημα ή αν πρόκειται για δολοφονική αμέλεια, ο Murphy βυθίζεται στις τύψεις και στην κατάθλιψη. Στο ξεκίνημα του παιχνιδιού παρακολουθούμε μία σκηνή όπου μερικοί τρόφιμοι των φυλακών, μεταξύ των οποίων και ο πρωταγωνιστής μας, μεταφέρονται σε πτέρυγα κάποιας άλλης φυλακής. Το λεωφορείο που τους μεταφέρει όμως, ανατρέπεται ξαφνικά λίγο έξω από την κωμόπολη του Silent Hill. Ως ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες του δυστυχήματος, ο Murphy βρίσκει την ευκαιρία να αποδράσει, με πρωταρχικό του στόχο να φτάσει στο Silent Hill. Από εκεί και πέρα ξεκινάει ο εφιαλτικός "Γολγοθάς" του και το ταξίδι του προς τη λυτρωτική αλήθεια.
Το σενάριο, χωρίς να παρουσιάζει κάτι το ιδιαίτερο, καταφέρνει να κρατήσει σχετικά ψηλά το ενδιαφέρον του παίκτη. Κάποιες ανατροπές και μερικές σοκαριστικές αποκαλύψεις προς το τέλος, βγάζουν το φίδι από την τρύπα και καταφέρνουν να κλιμακώσουν την ένταση. Το Downpour παρουσιάζει μία ιστορία που ως θεμέλιο έχει την ανθρώπινη απώλεια και ως σκοπό την ανάδειξη της παραδειγματικής τιμωρίας, που θα οδηγήσει στην απελευθέρωση και τη λύτρωση. Το πρόβλημα εδώ εντοπίζεται στην πλοκή και στον τρόπο με τον οποίο εξελίσσονται τα γεγονότα. Το δέσιμο του παίκτη με το χαρακτήρα είναι ανύπαρκτο, την ώρα που οι παράξενες και παρανοϊκές σκηνές που υπάρχουν, απλά για να μπερδέψουν τον παίκτη, έχουν καταντήσει κλισέ και είναι πλέον εκτός μόδας. Τέλος, όπως σε κάθε Silent Hill, έτσι και στο Downpour, οι παίκτες, αναλόγως των πράξεών τους, θα δουν ένα από τα πέντε εναλλακτικά endings, καθένα από τα οποία δίνει μία εντελώς διαφορετική ερμηνεία στον επίλογο.
{PAGE_BREAK}
"Μπορείτε να πάτε όπου θέλετε"
Η Vatra τόλμησε να δώσει στη σειρά Silent Hill, για πρώτη φορά, free-roaming χαρακτήρα. Μάλιστα, για πιο άμεση μετακίνηση από περιοχή σε περιοχή, υπάρχουν τα subway stations, που πρακτικά αποτελούν το teleport του τίτλου. Πέρα της βασικής πλοκής λοιπόν, ο Murphy θα επισκεφθεί διάφορα άλλα κτήρια της κωμόπολης, στα οποία θα βρει τα 13 side quests που πλαισιώνουν την ιστορία. Αυτά τα quests μπορούν να "εκτινάξουν" το χρονόμετρο της ενασχόλησης ακόμη και στις 20 ώρες, την ώρα που χωρίς αυτά η βασική ιστορία διαρκεί, περίπου, 8 ώρες. Δυστυχώς, οι δευτερεύουσες αποστολές αφενός δε συνδέονται με την κεντρική ιστορία και δε βοηθούν πουθενά στο ξεδίπλωμά της, και αφετέρου δεν έχουν κάτι ουσιαστικό να δείξουν, βγάζοντας τον παίκτη πολύ εκτός κλίματος. Θα λέγαμε ότι τα side quests μοιάζουν περισσότερο με αγγαρείες που συναντάμε σε RPGs, παρά με κάτι πρωτότυπο και ουσιώδες.
"Να επισκεφτείτε τα αξιοθέατα"
Ο τρόμος, η ψυχεδελική ατμόσφαιρα και οι σκληρές σκηνές, πάντα σε συνδυασμό με το βαρύ και μελαγχολικό κλίμα, ήταν σημείο κλειδί για όλα τα προηγούμενα Silent Hill. Το Downpour σε σημεία τα πάει περίφημα, αλλά σε άλλα αποτυγχάνει οικτρά. Οφείλουμε να ομολογήσουμε πως οι Τσέχοι δημιούργησαν, μάλλον, την πιο καλοσχεδιασμένη εκδοχή της κωμόπολης του Silent Hill που είδαμε ποτέ. Ο σχεδιασμός των επιπέδων, των εσωτερικών και των εξωτερικών χώρων και γενικότερα όλων των περιοχών, βρίθει λεπτομερειών. Η ποικιλία στα τριγύρω περιβάλλοντα είναι πραγματικά αξιομνημόνευτη. Βέβαια, στο Downpour είδαμε πολλές επιρροές από Alan Wake, Alone in the Dark και διάφορα ακόμη παιχνίδια, ωστόσο αυτό δε θα μπορούσε να είναι κατακριτέο, από τη στιγμή που γίνεται σωστά.
Ας δούμε πως τα πάει το παιχνίδι από την σκοπιά του τρόμου, που γενικότερα στη σειρά είναι το "Α και το Ω" για τη σωστή προσκόμιση της εμπειρίας. Σαφώς και υπάρχουν μερικές καλοσχεδιασμένες σκηνές, που ανεβάζουν την αδρεναλίνη στο κόκκινο, με όλη την απαραίτητη παράνοια και "αρρώστια" που απαιτείται. Τις περισσότερες φορές όμως, ο τίτλος τείνει να τρομάζει τον παίκτη με "φθηνό" και άδικο τρόπο. Τα Silent Hill ποτέ δε βασίστηκαν στον ξαφνικό τρόμο μιας απότομης σκηνής, αλλά κυρίως έχτιζαν ή, καλύτερα, διέλυαν σιγά-σιγά τα τείχοι της ψυχραιμίας και της αυτοσυγκράτησης του παίκτη, αγγίζοντας επίπεδα φόβου, αφού το νευρικό του σύστημα συνέχιζε να διεγειρόταν, ακόμη και εκεί που δεν υπήρχε κάποια προφανής απειλή.
"Να δοκιμάσετε τα τοπικά εδέσματα"
Τέρατα, που κάνουν pop-up ξαφνικά και επιτίθενται από πίσω στα… μουλωχτά, θα γίνουν η θλιβερή ρουτίνα του παίκτη στο Downpour, τρομάζοντάς τον με κοινότυπους χολιγουντιανούς μηχανισμούς. Σε αντίθεση με το παρελθόν, όπου η εισαγωγή σε έντονες σκηνές πραγματοποιούταν βασανιστικά και εντυπωσιακά και συνήθως συνοδεύονταν από κάποιο cut-scene, εδώ η διαδικασία πραγματοποιείται αθόρυβα και "ερασιτεχνικά". Το γνωστό προειδοποιητικό σήμα του walkie-talkie, ότι πλησιάζει κάποια απειλή, συνεχίζει να υφίσταται, αλλά περνάει τόσο απαρατήρητο, που είναι απλά σα να μην υπάρχει.
Το μαγικό φίλτρο της έμπνευσης φαίνεται ότι καταναλώθηκε ολόκληρο στο σχεδιασμό των επιπέδων και των σκηνικών, γιατί όταν κοιτάμε τα τέρατα, ειλικρινά τα λόγια δεν είναι αρκετά για να περιγράψουν την απογοήτευσή μας. Καταρχάς δε έχουμε να κάνουμε με τέρατα, αλλά κυρίως με πλάσματα τύπου ζόμπι που τρέχουν, τσιρίζουν και οπλοφορούν. Έπειτα, στο σύνολό τους τα είδη των εχθρών που αντιμετωπίσαμε δεν ήταν περισσότερα από πέντε, ενώ από bosses συναντήσαμε μόλις δύο (συμπεριλαμβανομένου και του τελικού boss). Υπάρχει μία προσωποποίηση του Pyramid Head από το Silent Hill 2, ονόματι "Boogeyman", αλλά δε θα θέλαμε να σας φανερώσουμε περισσότερα γιατί έχει ενδιαφέρον.
Στο Downpour ο παίκτης, εκτός από τα τέρατα, εμπόδιο θα βρει διάφορους γρίφους που χρίζουν λύσης, ώστε να συνεχιστεί το ταξίδι του Murphy. Ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο για την επίλυση μερικών γρίφων και μία ευπρόσδεκτη προσθήκη, είναι ο φακός υπεριώδους ακτινοβολίας (ή black light για να γίνουμε πιο κατανοητοί), που φανερώνει πολλά, καμουφλαρισμένα στο περιβάλλον, μυστικά. Οι γρίφοι γενικά δε θα ταλαιπωρήσουν τους παίκτες με τη δυσκολία τους, ωστόσο, έχουν την απαραίτητη φρεσκάδα ώστε να μην περνούν απαρατήρητοι.
{PAGE_BREAK}
"Να ακούσετε παραδοσιακή μουσική"
Πάμε τώρα σε ένα από τα πιο σημαντικά ελαττώματα του τίτλου, το σύστημα μάχηςκαι γενικότερα ο χειρισμός. Τουλάχιστον στην PlayStation 3 έκδοση που δοκιμάσαμε, ο χειρισμός αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα. Ο Murphy πολλές φορές κολλάει σε αντικείμενα του περιβάλλοντος, συχνά δεν υπακούει στις κατευθυντήριες εντολές του παίκτη, ενώ η περιήγησή του σε εσωτερικούς χώρους είναι σκέτος εφιάλτης. Το σύστημα μάχης είναι μάλλον ό,τι χειρότερο και ό,τι πιο εκνευριστικό έχουμε δει στη σειρά. Πλέον, δε χρειάζεται να "οπλιστεί" μία στάση μάχης, καθώς οι επιθέσεις εκτελούνται άμεσα. Οι κινήσεις του χαρακτήρα είναι βασανιστικά αργές, που σε συνάρτηση με τις πολύ πιο γρήγορες επιθέσεις των αντιπάλων, η κατάσταση δε θα αργήσει να πάρει άσχημη τροπή. Γι’ αυτό το λόγο επιστρατεύεται ένα άτοπο σύστημα block, που λειτουργεί όποτε…του καπνίσει. Το σφάλμα εδώ εντοπίζεται στο γεγονός ότι, επειδή δεν υπάρχει δυνατότητα κανονικού "κλειδώματος" του αντιπάλου, το block μπορεί πολύ εύκολα να κοιτάει σε λάθος κατεύθυνση, χαρίζοντας έτσι στον εχθρό μία απροστάτευτη πλάτη.
Όσον αφορά το οπλοστάσιο, ο Murphy έχει στη διάθεσή του διαφόρων ειδών melee όπλα -από καρέκλες και πυροσβεστήρες, μέχρι χασαπομάχαιρα και τσεκούρια- και πολύ λίγα πυροβόλα όπλα -handgun, shotgun, nailgun. Η στόχευση των πυροβόλων όπλων ενσωματώνει ένα έντονο auto-aim μηχανισμό, που ενώ έπρεπε να κάνει τα πράγματα πιο εύκολα, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Επιπροσθέτως, ένα στοιχείο που μας ενόχλησε, αν και είναι καθαρά υποκειμενικό, είναι ότι η είσοδος στο inventory δεν παγώνει τη δράση. Για να κάνουμε πιο κατανοητή τη δυσαρέσκειά μας για το εν λόγω χαρακτηριστικό, αρκεί να πούμε ότι τα melee όπλα -μετά από κάποια λεπτά χρήσης τους- αχρηστεύονται, οπότε και πρέπει να αντικατασταθούν. Αν τύχει λοιπόν ένα melee όπλο να καταστραφεί κατά τη διάρκεια μιας μάχης, η διαδικασία περιήγησης σε αυτό το real time inventory, μπορεί να αποβεί μοιραία. Η εναλλαγή από melee σε ranged όπλο με τη βοήθεια του σταυρονήματος, υφίσταται, αλλά είναι προβληματική.
Το Silent Hill: Downpour τρέχει με την, πανταχού παρούσα, Unreal Engine 3. Η αλήθεια είναι ότι έχουμε δει τη μηχανή γραφικών της Epic Games να υλοποιείται πολύ καλύτερα, αλλά στο σύνολό τους τα γραφικά δεν απογοητεύουν. Κάποια εντυπωσιακά εφέ, όπως η αποτύπωση του αίματος στις ακτίνες του φακού του Murphy και μερικά όμορφα particle effects, είναι σε θέση να καλύψουν τις υπόλοιπες ατέλειες. Ωστόσο, τουλάχιστον η PlayStation 3 έκδοση, ταλανίζεται από έντονο tearing και σε σημεία αισθητή πτώση του ρυθμού ανανέωσης των καρέ της οθόνης. Μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε ότι υπάρχει και υποστήριξη για τρισδιάστατη απεικόνιση. Εμείς δοκιμάσαμε το 3D του Downpour, χωρίς όμως να δούμε κάτι ξεχωριστό από τα συνηθισμένα.
Στο πεντάγραμμο του Downpour εργάστηκε ο Daniel Licht, γνωστός από τη δουλειά του στην τηλεοπτική σειρά Dexter. Η αλήθεια είναι ότι ο Licht είχε μάλλον την πιο δύσκολη δουλειά στο project, γιατί όπως και να το κάνουμε, ο Akira Yamaoka είναι αναντικατάστατος. Παραδόξως, ο Licht έχει κάνει αρκετά καλή δουλειά, με τα άλλοτε μελωδικά και άλλοτε πιο έντονα και βαριά μουσικά του θέματα να ντύνουν όμορφα τη δράση στις σκοτεινές γωνίες του Silent Hill. Τις εξετάσεις περνούν και τα voice overs των ηθοποιών, που αφενός δε συγκλονίζουν, αφετέρου πείθουν με την ποιότητά τους.
"Και να φύγετε, όπως ήρθατε…"
Συνοψίζοντας, αν αφαιρέσουμε το "βαρύ" λογότυπο που κουβαλάει το Downpour στο εξώφυλλό του, μας μένει ένα γενικά μέτριο παιχνίδι τρόμου, που έχει όμως και τις καλές του στιγμές. Αν εξαιρέσουμε τα προβλήματα με το tearing και το frame drop, ο οπτικοακουστικός τομέας ικανοποιεί, το σενάριο έχει κάτι να πει, κάποια πολύ ατμοσφαιρικά σκηνικά εξελίσσονται επί της οθόνης, ενώ ο σχεδιασμός της πόλης -και γενικότερα των περιοχών- είναι αξιομνημόνευτος. Στον αντίποδα, ο χειρισμός και το σύστημα μάχης είναι για… κλάματα, ο τρόπος που το παιχνίδι προσπαθεί να τρομάξει τον παίκτη, τις περισσότερες φορές, είναι "φθηνός", με τα τέρατα να έχουν χαθεί κάπου στη μετάφραση. Δυστυχώς, η κατηγορία των survival horror δεν ανανεώνεται τακτικά, οπότε το Downpour, για τους λάτρεις της, αποτελεί μονόδρομο. Αν πάτε συνειδητοποιημένοι ότι ο τίτλος των Τσέχων δεν είναι Silent Hill, πιθανότατα να το ευχαριστηθείτε. Αν πάλι θέλετε να μείνετε κολλημένοι στις βαρύγδουπες δηλώσεις περί αναβίωσης της σειράς και τα συναφή, μάλλον θα αναστατωθείτε -και δικαιολογημένα.
Η πολυπόθητη επιστροφή του αγαπημένου μας franchise ακόμη δεν ήρθε και έτσι όπως πάει το πράγμα η Konami, μάλλον το Silent Hill σώπασε για πάντα. Ε ρε Pyramid Head που τους χρειάζεται…
Σάκης Καρπάς