Κάθε σφαίρα και μία ξεχωριστή ιστορία
Μετά από έξι περίπου χρόνια η βρετανική ομάδα ανάπτυξης Rebellion επιστρέφει σε ένα από τα πιο επιτυχημένα franchise της, με το Sniper Elite V2. Όπως και στο πρώτο Sniper Elite έτσι και εδώ η Rebellion είναι απόλυτα συνειδητοποιημένη για το που στοχεύει, κάτι που φυσικά το καταφέρνει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο -όσον αφορά στη μέθοδο προώθησης του τίτλου. Αναμφίβολα, τα sniper αποτελούν μερικά από τα πιο δημοφιλή όπλα του είδους των shooter, με τα απόλυτα στοχευμένα headshots, μέσω του “ζουμαρισμένου” σταυρονήματος, να αποτελούν μερικές από τις πιο απολαυστικές στιγμές δράσης -ανάλογα βέβαια με το κατά πόσον πετυχαίνει αυτή την αίσθηση το εκάστοτε παιχνίδι. Έχοντας διασαφηνίσει πλήρως, λοιπόν, η βρετανική εταιρία το που επικεντρώνεται η νέας της δημιουργία, έμενε να δούμε αν κατάφερε να φέρει εις πέρας τη δύσκολη αποστολή ενός τίτλου, που είναι ουσιαστικά “στημένος” ολοκληρωτικά γύρω από την αίσθηση του sniping.
Είμαστε στην ευχάριστη θέση να πούμε ότι το τελικό αποτέλεσμα φέρνει το “πλήρες πακέτο” των δυνατοτήτων της Rebellion. Έχουμε, λοιπόν, στα χέρια μας μία δημιουργία με εμφανή την έλλειψη υπέρογκου budget, που όμως δείχνει έντονα τα σημάδια όρεξης και προσπάθειας από τους Βρετανούς, για να μας προσφέρουν μία εμπειρία ανάλογη με το όνομα που φέρει ο τίτλος, παρά τα αρκετά, είναι η αλήθεια, προβλήματα.
Sniper και Ναζί… χρειαζόμαστε κάποια δικαιολογία για τη συνέχεια;
Το σενάριο ουσιαστικά υπάρχει μόνο για να μας δίνει τις απολύτως απαραίτητες και αδιάφορες πληροφορίες, ώστε να φαίνεται ότι υπάρχει κάποια δομή μεταξύ των αποστολών, προκειμένου να μην είναι πλήρως αποκομμένες μεταξύ τους. Εμείς παίρνουμε το ρόλο του Αμερικανού Karl Fairburne, ο οποίος βρίσκεται στο Βερολίνο τις τελευταίες μέρες πριν την ολοκληρωτική ήττα της ναζιστικής Γερμανίας. Ο πρωταγωνιστής διακρίνεται για την απουσία οποιασδήποτε προσωπικότητας, έχοντας απλά μία βραχνή φωνή για να διηγείται την ιστορία του ανάμεσα από κάθε αποστολή.
Ο στόχος μας θα είναι η εκτέλεση διαφόρων ρώσικων και γερμανικών προσωπικοτήτων, αλλά και η αποτροπή της εκτόξευσης των πυραύλων ακριβείας, ονόματι V2. Η πλοκή δεν έχει κανένα απολύτως στοιχείο που να σας κρατήσει το ενδιαφέρον και είμαστε απολύτως σίγουροι ότι μετά από την πρώτη κιόλας αποστολή θα σταματήσετε να δίνετε σημασία ακόμα και στα κείμενα μερικών γραμμών, που απεικονίζονται στις εικόνες του loading μεταξύ των αποστολών.
Κινηματογραφώντας τις σφαίρες μας
Εντούτοις, η πλοκή φαντάζει ως ένας πολύ μικρός λόγος για να μας χαλάσει η εμπειρία όταν πάρουμε στα χέρια μας το όπλο sniper. Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς από τον τίτλο, το παιχνίδι βασίζεται στη χρήση αυτής της συμπαθέστατης κατηγορίας όπλων, προκειμένου να αντεπεξέλθουμε στις εχθρικές ναζιστικές και σταλινικές μονάδες στρατιωτών (χειριζόμενοι βέβαια τον "σωτήρα"-Αμερικανό στρατιώτη, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα…). Βέβαια αν το μόνο που πρόσφερε ο τίτλος ήταν οι απλοί πυροβολισμοί, σημαδεύοντας από μία διόπτρα, θα είχαμε στα χέρια μας έναν εντελώς αδιάφορο τίτλο.
Η μεγαλύτερη έμπνευση, λοιπόν, της Rebellion αφορά στη χρήση της slow motion κάμερας, ένα χαρακτηριστικό που καταφέρνει ουσιαστικά από μόνο του να προσδώσει στο παιχνίδι μία ξεχωριστή αύρα από το σωρό των FPS. Η μεγαλύτερη επίτευξη αυτής της κάμερας είναι ότι καταφέρνει να δημιουργήσει την εντύπωση πως κάθε βολή φέρει τη δική της βαρύτητα. Στην πλειονότητα των θανατηφόρων βολών μας θα παρακολουθήσουμε ένα σεβαστό αριθμό διαφορετικών επιβραδυμένων και εντυπωσιακών λήψεων, που ακολουθούν τη σφαίρα μας.
Ορισμένες, μάλιστα, από αυτές δείχνουν ως μία άλλη ακτινογραφία την εσωτερική ζημιά που προκαλεί η σφαίρα μας στα οστά αλλά και τα ζωτικά όργανα του θύματος, όπως για παράδειγμα τον εγκέφαλο, την σπονδυλική στήλη, τους… αλλά ας αφήσουμε αυτό το τελευταίο καλύτερα στη φαντασία σας… Παρά την αρκετά μεγάλη διάρκεια των –περίπου- οκτώ ωρών δεν υπήρχε σημείο όπου η συχνή χρήση αυτής της λήψης να μας κουράσει. Αντίθετα, σε πολλά σημεία θα θέλαμε να υπάρχει η δυνατότητα για την καταγραφή κάποιας εντυπωσιακής βολής μας.
Για κάθε τετριμμένη βολή που μας ωθούσε στην πιθανή εύρεση κουμπιού για να προσπεράσουμε την επιβραδυμένη λήψη, ακολουθούσαν διάφορες άλλες (πολλές φορές τυχαία) εξαιρετικά εντυπωσιακές βολές, που αναζωπύρωναν τον ενθουσιασμό μας για το συγκεκριμένο μηχανισμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι όσες φορές και να πετύχαμε τις χειροβομβίδες στις ζώνες των εχθρικών στρατιωτών, δε μας κούρασε ποτέ η άκρως εντυπωσιακή και λεπτομερέστατη έκρηξη που παρακολουθούσαμε μέσα από την πλήρως επιβραδυνόμενη λήψη. Άλλες περιπτώσεις μπορεί να μας οδηγήσουν στη θεαματική εξόντωση δύο και παραπάνω εχθρών με μία μόνο σφαίρα ή την παρακολούθηση της πορείας της σφαίρας μας ανάμεσα από πλήθος εχθρικών σφαιρών από τα βαριά οπλοπολυβόλα.
Ο ίδιος ο χειρισμός του sniper είναι όπως αυτός ακριβώς που θα θέλαμε, απεικονίζοντας μία λεπτομερή διόπτρα, διαφορετική για κάθε ένα από τα τρία διαθέσιμα τυφέκια. Όπως είναι φυσικό, η βαρύτητα και ο άνεμος παίζει ρόλο στις βολές μας (ανάλογα βέβαια με το επίπεδο δυσκολίας) ενώ όποτε πατήσουμε το κουμπί για να κρατήσει την αναπνοή του ο χαρακτήρας μας, εκτός από την επιβράδυνση του χρόνου, εμφανίζεται ένα σημάδι που μας δείχνει που ακριβώς θα βρει στόχο η σφαίρα μας.
Μπορούμε να απενεργοποιήσουμε αυτή τη βοήθεια, αλλά κάτι τέτοιο δεν ενδείκνυται, δεδομένου ότι δεν υπάρχει κανένας απολύτως τρόπος για να γνωρίζουμε την απόσταση του θύματός μας ή το κατά πόσον θα επηρεάσει ο άνεμος την τροχιά της σφαίρας μας.
{PAGE_BREAK}
“Με βλέπει ή δε με βλέπει ο εχθρός τώρα άραγε;”
Αφήνοντας πίσω την ιδιαίτερα έξυπνη και καλοδουλεμένη χρήση αυτού του συστήματος των καμερών, το υπόλοιπο κομμάτι του τίτλου δείχνει αρκετά φιλόδοξο αν κα τελικά το οικοδόμημα της Rebellion δεν είναι ιδιαίτερα σταθερό. Μεγάλη προσπάθεια φαίνεται να δόθηκε στη δημιουργία stealth μηχανισμών, αν και αυτοί δεν λειτουργούν πάντα πολύ καλά. Σχεδόν ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι σχετικά με το πότε θεωρείται ότι οι εχθροί μπορούν να μας δουν, τουλάχιστον για κοντινές αποστάσεις, ακόμα και όταν έρπουμε ή είμαστε στο σκοτάδι. Από την άλλη μεριά, αν καταφέρουμε να εξοντώσουμε κάποιον εχθρό πριν πυροβολήσει, τότε έχουμε αποφύγει την αποκάλυψη της θέσης μας, σε αντίθεση με άλλους τίτλους που αυτομάτως έχουν ειδοποιηθεί –ως δια μαγείας- όλοι οι στρατιώτες σε απόσταση χιλιομέτρων.
Σε άλλα σημεία ιδιαίτερα ενδιαφέρων είναι ο μηχανισμός της κάλυψης των πυροβολισμών μας από τους περιβαλλοντικούς ήχους, όπως βροντές, το χτύπημα μιας καμπάνας ή τη μακρινή πτώση οβίδων. Όταν καταφέρνουμε να εξοντώσουμε διάφορους στόχους με αυτήν τη μέθοδο, δίχως να γίνουμε αντιληπτοί, το συναίσθημα είναι αναμφίβολα απολαυστικό, ενώ και το εκάστοτε κομμάτι του επιπέδου περνιέται πολύ πιο εύκολα.
Προσπαθώντας να πειστούμε για την αληθοφάνεια του ρόλου μας
Μιλώντας για επίπεδο δυσκολίας, θα πρέπει να πούμε ότι το Sniper Elite V2 βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη χρήση του τυφεκίου sniper, ακόμα και σε κλειστούς χώρους, καθώς τα υποπολυβόλα που μπορεί να φέρουμε έχουν ελάχιστες σφαίρες, ενώ επίσης είναι αρκετά αδύναμα απέναντι στους εχθρούς. Εκτός αυτού όμως, όταν βρίσκονται κοντά μας δεν χρειάζονται παρά μερικές σφαίρες ώστε να μας εξοντώσουν, καθιστώντας τελικά την… άτακτη φυγή ως την καλύτερη δυνατή λύση για περιπτώσεις όπου μας πλησιάσουν αρκετά.
Το σύστημα κάλυψης δεν είναι και το καλύτερο δυνατό, καθώς τα σημεία όπου δύναται να “κολλήσουμε” σε κάποια επιφάνεια είναι περιορισμένα, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτει όλο του το σώμα ο χαρακτήρας μας όποτε θέλουμε να πυροβολήσουμε είναι μοναδικά εκνευριστικός και τελικά αποτρεπτικός. Φιλότιμες προσπάθειες δείχνουν να έγιναν στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης, καθώς ως ένα άλλο Splinter Cell Conviction οι εχθρικοί στρατιώτες ψάχνουν πάντα την τελευταία μας θέση, η οποία υποδεικνύεται ως μία άσπρη αύρα.
Επιπλέον, όταν τους πυροβολούμε από μακριά, συνήθως τους βλέπουμε να τρέχουν άτακτα δεξιά αριστερά, χωρίς να μπορούν να μας εντοπίσουν άμεσα, ενώ ωραία “πινελιά” αφορά στην προσπάθεια των εχθρών να μεταφέρουν τους συντρόφους τους που εμείς έχουμε πληγώσει. Ωστόσο, άλλες φορές η τεχνητή νοημοσύνη χάνει την αληθοφάνειά της, βλέποντας τους στρατιώτες να έρχονται κατευθείαν επάνω μας, ανεξάρτητα αν τους σημαδεύει ένα θανατηφόρο sniper, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που απλά έτρεχαν ασυνάρτητα προς όλες τις κατευθύνσεις.
Βλέποντας το Βερολίνο του ’45 από κοντά
Στα του τεχνικού τομέα η Rebellion φαίνεται να προσπάθησε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε με την ιδιόκτητη μηχανή γραφικών της. Καθαρά τεχνικά, το οπτικό αποτέλεσμα κινείται σε μέτρια επίπεδα, αλλά από την άλλη πλευρά έχει αποδοθεί αρκετά πειστικά το κατεστραμμένο Βερολίνο, προσφέροντας μάλιστα μία σεβαστή ποικιλία εσωτερικών και εξωτερικών τοποθεσιών μεταξύ των δέκα, συνολικά, αποστολών. Τα επίπεδα είναι αρκετά μεγάλα σε έκταση και παρόλο που είναι ιδιαίτερα γραμμικά ως προς την πορεία που πρέπει να ακολουθήσουμε, προσφέρουν αρκετά ευρεία αρχιτεκτονική, ώστε να επιτρέπουν μεγάλη ελευθερία κινήσεων.
Τα διάφορα εφέ είναι ωραία αποδομένα, όπως τα ίχνη που αφήνουν οι σφαίρες στις slow motion λήψεις και οι ιδιαίτερα προσεγμένες εκρήξεις -μεταξύ άλλων. Γενικότερα, έχει γίνει μεγάλη προσπάθεια στην απόδοση του κατεστραμμένου Βερολίνου, πείθοντας σε σημαντικό βαθμό με το σχεδιασμό του. Όσον αφορά στον ηχητικό τομέα, τα μουσικά θέματα είναι -γενικά- κουραστικά και αδιάφορα. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, οι ήχοι των sniper όπλων μεταφέρουν άψογα τη δύναμη ισχύος τους, με τις ρώσικες και γερμανικές φωνές να προσδίδουν πολλούς πόντους αληθοφάνειας, ενώ οι κραυγές πόνου και αγωνίας από τους τραυματίες συμπράττουν στη συνολική αίσθηση του τίτλου.
Online κομμάτι και τελικά συμπεράσματα
Τα τρία co-op modes δύο παικτών συνοδεύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον τίτλο της Rebellion, δίνοντάς μας παράλληλα την ευκαιρία να ασχοληθούμε με το campaign με κάποιον άλλο παίκτη. Το Bombing Run, μας τοποθετεί σε ανοιχτούς χάρτες, όπου καλούμαστε να συλλέξουμε εξαρτήματα για ένα κατεστραμμένο τανκ. Το αρκετά ενδιαφέρον Overwatch είναι όμως αυτό που τραβάει την προσοχή, δίνοντας στον έναν παίκτη το ρόλο του sniper και στο δεύτερο το ρόλο του παρατηρητή, έχοντας ως όπλο ένα υποπολυβόλο. Το co-op αποτελεί, κατά την γνώμη του γραφόντα, την ιδανική μορφή multiplayer, ιδίως αν ασχοληθείτε με αυτό με κάποιο άτομο που είναι σε θέση να συνεργαστεί.
Εν κατακλείδι, η Rebellion, δεδομένης και της ιστορίας της αλλά και των δυνατοτήτων της, καταφέρνει να προσφέρει μία αξιόλογη προσπάθεια. Το, σεβαστής διάρκειας, campaign θα καταφέρει να σβήσει τη δίψα στους λάτρεις του συγκεκριμένου είδους όπλων. Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να έχει ορισμένα θέματα, αλλά και το stealth στοιχείο να μην λειτουργεί πάντα όπως θα έπρεπε, αλλά η εξαιρετική υλοποίηση των slow motion και x-ray καμερών καταφέρνουν να δώσουν μία φρέσκια πνοή στον τίτλο, προσδίδοντας στο μεγαλύτερο μέρος των βολών μας μία ξεχωριστή –κινηματογραφικής φύσεως πολλές φορές- βαρύτητα.
Νικόλας Μαρκόγλου