Ένα ακόμα campaign στη σκιά του multiplayer
Έπειτα από το αρκετά καλό και φιλόδοξο M.A.G. των 256 παικτών (ένα ρεκόρ για το χώρο των κονσόλων να υπενθυμίσουμε) η Zipper Interactive επιστρέφει στην ομάδα καταδρομών που την καταξίωσε, με το SOCOM: Special Forces. Μετά, λοιπόν, το SOCOM: Confrontation της Slant Six Games, η αμερικάνικη δημιουργός ξαναπαίρνει τα ηνία του franchise, αποφεύγοντας αυτή τη φορά την παράλειψη του campaign -προς ανακούφιση (είμαστε σίγουροι) όλων όσων επιθυμούν και single player τμήμα στους τίτλους που αγοράζουν. Για άλλη μία φορά, βέβαια, η πλάστιγγα γέρνει στο online κομμάτι, με το campaign να μην καταφέρνει να προσφέρει κάτι το αξιομνημόνευτο στα set pieces, στο gameplay και στο σενάριο.
Ταξιδεύοντας στη Μαλαισία
Το τρίτο αριθμημένο sequel του SOCOM μας μεταφέρει στο πρωτότυπο περιβάλλον της Μαλαισίας όπου θα πάρουμε τον έλεγχο μίας επίλεκτης ομάδας καταδρομών του NATO, προκειμένου να βοηθήσουμε στην αντιμετώπιση της εγχώριας επαναστατικής ομάδας ανταρτών, που επιχειρεί να ρίξει το καθεστώς της χώρας.
Σύντομα θα γίνει σαφές ότι η κατάσταση δεν είναι τόσο απλή λόγω του σύγχρονου εξοπλισμού που φέρουν αυτές οι αντιστασιακές ομάδες. Εμείς θα αναλάβουμε το ρόλο του Aυστραλού επικεφαλής της πενταμελούς μας ομάδας, ενώ σε ορισμένες αποστολές θα πάρουμε τον έλεγχο της Κορεάτισσας συμμάχου, ονόματι Forty-Five. Οι ηθοποιοί που χαρίζουν τις φωνές τους μπορεί να κάνουν πολύ καλή δουλειά στην απόδοση των διαλόγων, με τη λεπτομέρεια των προσώπων τους αλλά και των μορφασμών τους να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα, εντούτοις, αυτή η ποιότητα δεν καταφέρνει τελικά να υπερκεράσει το αδιάφορο σενάριο.
Κατά τη διάρκεια των δεκατεσσάρων αποστολών οι εξελίξεις δύσκολα θα κρατήσουν το ενδιαφέρον, καθώς τα ζητούμενα των αποστολών και οι στόχοι που αυτά εκπληρώνουν τα έχουμε ξαναδεί δεκάδες φορές. Θα χρειαστεί να σαμποτάρουμε εχθρικά οχήματα, να καταστρέψουμε αντιαεροπορικά όπλα, ώστε να καλέσουμε εναέρια υποστήριξη, και άλλα πολλά που δεν έχουν να προσφέρουν την παραμικρή διαφοροποίηση από ό,τι έχουμε ξαναδεί σε άλλους τίτλους με θέμα τον σύγχρονο πόλεμο.
Επιπλέον, οι ιδιαίτερα ρηχοί χαρακτήρες –πλην της Κορεάτισσας συμμάχου- δυσχεραίνουν τη δημιουργία ενδιαφέροντος. Ο πρωταγωνιστής δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από ένα απλό στρατιωτικό πιόνι που ακολουθεί ψυχρά και άβουλα τις εντολές που δέχεται, δίχως κάποιο χαρακτηριστικό που να τον καθιστά ως συμπαθή, ενώ οι υπόλοιποι τρεις από τους τέσσερις καταδρομείς υπάρχουν απλώς επειδή εξυπηρετούν τους gameplay μηχανισμούς. Ως εκ τούτου, δύσκολα θα σας προξενήσει κάποιο ενδιαφέρον η ανατροπή στα μέσα του τίτλου, η ύπαρξη της οποίας δείχνει ως μία ύστατη προσπάθεια δημιουργίας βάθους στα αδιάφορα τεκταινόμενα, με τις αφελείς εξηγήσεις της να μην πείθουν ιδιαίτερα.
Ως σανίδα σωτηρίας έρχεται να λειτουργήσει ο χαρακτήρας της Forty-Five, το ρόλο της οποίας θα πάρουμε σε ορισμένες αποστολές. Τα κείμενά της απέχουν από τα συνήθη γυναικεία στερεότυπα που βλέπουμε σε παρόμοιους τίτλους, αποδίδοντάς της μία ιδιαίτερα “γήινη” υπόσταση. Επιπλέον, σε αντίθεση με τους συμμάχους της, δείχνει πως κατανοεί πολύ περισσότερο την επικινδυνότητα της κατάστασης στην οποία βρίσκονται, κάτι το οποίο σημαίνει αυτομάτως την ευτυχή έλλειψη εξυπνακίστικων και ψευτο-χιουμοριστικών σχολίων από μέρους της, καθιστώντας την άμεσα ως έναν εξαιρετικά συμπαθή χαρακτήρα σε πλήρη αντιδιαστολή με τον πρωταγωνιστή.
Έχοντας στο πλευρό τους συμμάχους μας
Από τα πρώτα λεπτά του τίτλου, λοιπόν, θα έχουμε συνεχώς στη διάθεσή μας τέσσερα μέλη για να μας βοηθούν στη δύσκολη πορεία του campaign. Ο βαθμός δυσκολίας βρίσκεται σε αρκετά υψηλά επίπεδα, καθώς δεν χρειάζονται παρά ελάχιστες σφαίρες για να δούμε το φόρτωμα του checkpoint. Ως εκ τούτου, η εύρεση κάλυψης και υποστήριξης από τους συμμάχους είναι απολύτως αναγκαία. Οι τέσσερις σύμμαχοι είναι χωρισμένοι σε δύο ομάδες, με το σύστημα χειρισμού τους να είναι σε γενικές γραμμές λειτουργικό. Με απλά πατήματα του σταυρού του gamepad δίνουμε άμεσα εντολές για το μέρος στο οποίο θέλουμε να κινηθούν ή για τους στόχους στους οποίους θέλουμε να επικεντρωθούν.
Η βοήθειά τους είναι εξαιρετικά χρήσιμη, καθώς μπορεί να μην είναι σε θέση να εξοντώσουν εχθρούς που βρίσκονται αρκετά μέτρα μακριά, ωστόσο, όσοι πλησιάσουν –με κίνδυνο να μας υπερφαλαγγίσουν- θα εξουδετερωθούν άμεσα από τους συμμάχους μας. Επιπρόσθετα, χρησιμεύουν ως μία άλλη μορφή όπλου, αφού μπορεί να τους βλέπουμε ελάχιστες φορές να εξοντώνουν μακρινούς εχθρούς, ωστόσο τους εκτελούν άμεσα όταν τους υποδεικνύουμε.
Δυστυχώς, η τεχνητή νοημοσύνη τους δεν λειτουργεί πολλές φορές σωστά, βλέποντάς τους -ουκ ολίγες φορές- να πραγματοποιούν αψυχολόγητες κινήσεις, φεύγοντας από την κάλυψή τους και τρέχοντας κατευθείαν στα εχθρικά πυρά, προκαλώντας μας έτσι πανικό για να τους μαζέψουμε πίσω. Το συγκεκριμένο πρόβλημα είναι ακόμα πιο έντονο με τους αντιπάλους, τους οποίους βλέπουμε πολύ πιο συχνά να έρχονται κατά πάνω μας.
{PAGE_BREAK}
Όσον αφορά το χειρισμό του ίδιου του χαρακτήρα μας, ατυχώς δεν καταφέρνει να βρεθεί στα ίδια επίπεδα με τους πρωτοπόρους του είδους. Η κάλυψη με το πάτημα του κουμπιού γίνεται μόνο όταν έρθουμε πλέον σε επαφή με την εκάστοτε επιφάνεια, κάτι που κοστίζει στην αμεσότητα με την οποία μπορεί να ζητάμε προστασία στην ένταση της μάχης. Επιπλέον, βρεθήκαμε σε περιπτώσεις όπου ακόμα και ενώ ήμασταν καλυμμένοι, συνεχίζαμε να δεχόμαστε τα αντίπαλα πυρά αδικαιολόγητα. Όσον αφορά στη στόχευση η χρήση του κλισιοσκοπίου κρίνεται ως ιδιαίτερα δύσχρηστη. Με το απλό πάτημα του L1 στοχεύουμε απευθείας από το σταυρόνημα, ενώ με το επιπλέον πάτημα του δεξιού αναλογικού μοχλού βλέπουμε κατευθείαν από το κλισιοσκόπιο, προκειμένου να σημαδέψουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Το πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι η εν λόγω μετάβαση είναι εξαιρετικά αποπροσανατολιστική, καθώς ενώ το σταυρόνημα σημαδεύει σε ένα σημείο, με τη χρήση του κλισιοσκοπίου το σημάδι μεταφέρεται σε διαφορετικό μέρος, λειτουργώντας τελικά απαγορευτικά στη γρήγορη ανταπόκριση που απαιτείται στη στόχευση, ιδίως σε έναν κινούμενο στόχο. Να πούμε εδώ ότι το SOCOM: Special Forces είναι ένα από τα παιχνίδια της Sony που υποστηρίζουν πλήρως τον έλεγχο με τα χειριστήρια Move. Ο έλεγχος με αυτό το μοντέλο, σε γενικές γραμμές, είναι ικανοποιητικός, ωστόσο, δεν θα φέρει κοντά του όσους δεν ένιωσαν ευχάριστα παίζοντας με το Move στο Killzone 3.
Φτάνει με τη μόδα των stealth επιπέδων σε τρίτου προσώπου τίτλους!
Ενδιάμεσα από την ακατάπαυστη ανταλλαγή πυρών των περισσοτέρων αποστολών θα βρεθούμε σε ορισμένες νυχτερινές εξορμήσεις, όπου παίρνοντας τον έλεγχο της Forty-Five, θα χρειαστεί να ολοκληρώσουμε διάφορα ζητούμενα δίχως να γίνουμε αντιληπτοί. Αυτές οι αποστολές έρχονται ως μία προσπάθεια ποικιλομορφίας, αλλά τελικά αποτυγχάνουν στο σκοπό τους. Ένας μετρητής ορατότητας μας βοηθά να αντιλαμβανόμαστε πότε ένας εχθρός μπορεί να μας δει και πότε είμαστε –πρακτικά- αόρατοι, ενώ –ουσιαστικά- εάν μας αντιληφθεί κάποιος, σημαίνει αυτομάτως ότι έχουμε χάσει.
Οι κινήσεις που χρειάζεται να εκτελέσουμε σε αυτές τις αποστολές είναι απόλυτα προσχεδιασμένες, ενώ και τα μονοπάτια που πρέπει να ακολουθήσουμε δεν επιτρέπουν την παραμικρή παρέκκλιση. Η ελευθερία κινήσεων είναι ουσιαστικά απαγορευτική, καταλήγοντας τελικά να ακολουθούμε εντελώς μηχανικά τα waypoints που είναι τοποθετημένα ανά μερικά μέτρα.
Ανεβαίνοντας επίπεδο στο multiplayer
Περιέργως, σε έναν τίτλο που βασίζεται στο online τμήμα του, το campaign δεν είναι διαθέσιμο για co-op, κάτι που σίγουρα θα ανέβαζε το επίπεδο της διασκέδασης, γεγονός που προκαλεί ερωτηματικά αλλά και απογοήτευση για την παράλειψή του. Ως υποκατάστατο αυτής της σημαντικής απουσίας έρχονται να λειτουργήσουν έξι co-op αποστολές, έως και πέντε ατόμων, που μας τοποθετούν σε εμφανέστατα μικρότερες εκδοχές των επιπέδων του campaign. Παρόλο που είναι αρκετά διασκεδαστικές, θα χρειαστείτε λίγο παραπάνω από μία ώρα για να τις δείτε όλες, ενώ το πανομοιότυπο respawn των εχθρών δύσκολα θα σας πείσει για την περαιτέρω ενασχόλησή σας.
Ευτυχώς, το αμιγώς multiplayer κομμάτι του τίτλου βρίσκεται σε πολύ καλύτερα επίπεδα, όπου έως και 32 άτομα μπορούν να πάρουν μέρος σε online αναμετρήσεις. Η ποικιλία των εννιά χαρτών είναι σεβαστή, προσφέροντας μία αρκετά καλή ποικιλία από αστικά και δασώδη περιβάλλοντα. Η αρχιτεκτονική τους προσφέρει άπλετα σημεία κάλυψης, ενώ η ευκολία με την οποία μπορούμε να χάσουμε αλλά και να εξοντώσουμε τους αντιπάλους δημιουργεί ευχάριστα έντονες μάχες.
Ιδίως σε περίπτωση που καταφέρετε να βρείτε άτομα ή να παίξετε με φίλους που θα αντιλαμβάνονται το ρόλο της αλληλοκάλυψης, θα πάρετε μέρος σε ορισμένες εξαιρετικά απολαυστικές συγκρούσεις. Τα modes περιέχουν τους συνήθεις υπόπτους -όπως Capture the Flag, VIP κ.λπ.- επιτρέποντας την επιλογή ανάμεσα από τους “Standard” κανονισμούς και τους “Classic”. Η ουσιαστική τους διαφορά εντοπίζεται ότι στο μεν πρώτο όποτε χάσουμε μπαίνουμε ξανά στη μάχη μετά από μερικά δευτερόλεπτά, ενώ στο δεύτερο έχουμε μόνο μία “ζωή” ανά γύρο, αλλά και πολύ μικρότερη ενέργεια.
Η επιβράβευση, δυστυχώς, δεν είναι το δυνατό σημείο του τίτλου, καθώς απαιτούνται πολλές ώρες για να ξεκλειδώσουμε νέα όπλα αλλά και να αναβαθμίσουμε τα ήδη υπάρχοντα με, έτσι κι αλλιώς, όχι και πολύ ουσιώδη επιπρόσθετα εξαρτήματα. Θετικό στοιχείο, βέβαια, αυτής της κατάστασης αποτελεί το γεγονός πως σε μεγάλο ποσοστό οι μάχες κρίνονται αποκλειστικά στη δεξιότητα των παικτών και όχι στον καλύτερο εξοπλισμό που μπορεί να έχει αποκτήσει κάποιος.
Εν κατακλείδι, το SOCOM: Special Forces (SOCOM 4: U.S. Navy SEALs στην Αμερική) μπορεί να επαναφέρει το campaign στο franchise αλλά δυστυχώς όχι με επιτυχία. Οι καταστάσεις όπου θα βρεθούμε είναι ιδιαίτερα τετριμμένες, ενώ σε έναν τίτλο που βασίζεται τόσο έντονα στο multiplayer στοιχείο του, η απουσία του co-op είναι εξαιρετικά αισθητή. Το πόνημα της Zipper Interactive δύσκολα θα δικαιολογήσει την αγορά του από όσους επιθυμούν να ασχοληθούν με το offline τμήμα του τίτλου. Από την άλλη πλευρά, το online τμήμα του είναι σε θέση να σας μεταφέρει σε πολύ πιο αληθοφανή πεδία μαχών από τα συνηθισμένα, όπου η τακτική και η κάλυψη αποτελούν τα σημαντικότερα όπλα για την επιβίωση και επικράτησή σας.
Νικόλας Μαρκόγλου