Κλέφτες μόνο. Οι αστυνόμοι πήγαν περίπατο…
Η βιομηχανία, τον τελευταίο καιρό, δείχνει ένα πολύ παράξενο πρόσωπο. Καθημερινά γκρεμίζονται ουρανοξίστες σαν τραπουλόχαρτα, την ώρα που υψώνονται κτήρια, από αυτούς και εκεί που δεν το περιμένεις. Στην πραγματικότητα, κάτι τέτοιο μπορεί σε εμάς τους gamers να μη γίνεται άμεσα αντιληπτό, αλλά εκεί έξω γυρίζεται ένα σκληρό “πορνό”, του οποίου το αποτέλεσμα αφενός και βλέπουμε, αλλά αφετέρου κάνουμε πως δεν το βλέπουμε. Το χειρότερο είναι ότι σε αυτό το πορνό δεν υπάρχει σκηνοθέτης και οι κάμερες τραβάνε ό,τι τους καπνίσει. Πέφτουν κεφάλια σας λέμε, όχι αστεία! Είδατε τι συνέβη στον Levine και την λατρεμένη Irrational Games. Μην τα ξαναλέμε.
Πάνω σε αυτόν το χαμό του σκληροπυρηνικού… πορνό, λοιπόν, πολλοί προσπαθούν να κινηθούν στα σίγουρα και να πέσουν σε μαλακά μαξιλαράκια. Τι κάνουν; Παίρνουν παλιά, επιτυχημένα και κοινώς αποδεκτά franchises, βάζουν μία ομάδα (ταλαντούχα ή όχι, δεν έχει σημασία) και φτιάχνουν έναν τίτλο που τον προμοτάρουν ως “reboot”, “re-imagined” και διάφορους τέτοιους πιασάρικους χαρακτηρισμούς. Ψαρώνει, λοιπόν, ο φανατικός, από τα παλιά, παίκτης, το λέει και σε δέκα φίλους και…νάτο το όμορφο word of mouth, έσκασε μύτη και δεν το σταματάει κανείς. Η λεγόμενη “χιονοστιβάδα του marketing” μόλις έχει ξεκινήσει και δεν έχει γυρισμό. Εσείς έχετε δει ποτέ καμία χιονοστιβάδα να πηγαίνει προς επάνω; Μόνο προς τα κάτω και αν δε βρει ίσιο έδαφος, δεν τη σταματάει κανείς. Κανείς όμως!
Το Thief είναι μία σπουδαία σειρά που καθήλωσε εκατομμύρια gamers σε προηγούμενες δεκαετίες. Είναι το franchise που προσδιόρισε το είδος των stealth παιχνιδιών και έγραψε τους βασικούς κανόνες του genre. Όχι ότι πρόκειται για τίποτα αριστουργήματα, διαμάντια ή σμαράγδια. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για τέτοια. Οι τίτλοι ήταν απλές, λαχταριστές και hardcore gaming εμπειρίες που προσέφεραν κάτι το διαφορετικό, τουλάχιστον σε σχέση με τα συνηθισμένα.
Όχι, μη βιαστείτε να βγάλετε τα συμπεράσματά σας ως προς τον τρόπο προσέγγισης της παρακάτω κριτικής του νέου Thief. Φυσικά και θα κριθεί ως ένα παιχνίδι που φέρει τον τίτλο Thief, αλλά, θα εστιάσουμε κυρίως σε αυτά που προσφέρει ως ένα action-stealth παιχνίδι του 2014. Προκαταβολικά μιλώντας, όσοι είστε εδώ για να διαβάσετε πως τα πάει ως Thief το νέο Thief, πάνω αριστερά της οθόνης υπάρχει ένα λογότυπο με ένα σπιτάκι που σας μεταφέρει στην αρχική σελίδα του GameOver. Πατήστε το και απολαύστε την ανάγνωση κάποιου άλλου, πιο ενδιαφέροντος προς εσάς, θέματος της ιστοσελίδας.
Το reboot της σειράς το ανέλαβε το στούντιο της Eidos στο Μόντρεαλ, αυτό που έκανε ακριβώς το ίδιο με το Human Revolution και τη σειρά Deus Ex, μόνο που εκεί τα πήγε περίφημα, ενώ εδώ έφτιαξε κάτι διαιτητικό και συγκεκριμένα σαλάτα. Μία σαλάτα που από τα πολλά υλικά, έχασε, τόσο τη γεύση όσο και την εμφάνισή της. Η ιστορία μάς τοποθετεί στο ρόλο του Garrett, ενός επαγγελματία κλέφτη, ο οποίος λείπει για πολλά χρόνια από την πόλη του ονόματι “The City” και όταν επιστρέφει σε αυτήν τη βρίσκει να κυριαρχείται από τον The Baron, έναν τύραννο που έχει πνίξει τον πληθυσμό σε μια βαριά δυστυχία.
Ταυτόχρονα, η πόλη δοκιμάζεται από μία θανατηφόρα πανδημία, με τους πλούσιους να μπορούν να προστατευτούν από αυτήν -κάνοντας ζωή χαρισάμενη στις βιλάρες τους- και τους φτωχούς να λιμοκτονούν στα υγρά και σκοτεινά σοκάκια. Το σενάριο, δυστυχώς, δεν πείθει και είναι κάτι που σίγουρα έχουμε δει, διαβάσει, παίξει, ακούσει πολλές φορές στο παρελθόν. Μάλιστα, εκεί που πάει να δείξει ένα καλύτερο πρόσωπο, συμβαίνουν πράγματα που σβήνουν και την τελευταία φλόγα ενδιαφέροντος. Αποκορύφωμα -προς τα κάτω- της μέτριας ιστορίας, αποτελούν οι χαρακτήρες οι οποίοι περνούν, σχεδόν, απαρατήρητοι.
Οι διάλογοι, στο ίδιο μήκος κύματος, δεν παρουσιάζουν κάτι το ουσιαστικό, ενώ ο “κλόουν της παράστασης” είναι ο Garrett, του οποίου τα voice overs δεν έχουν σε τίποτα να ζηλέψουν από τις ερμηνείες που εμείς οι Έλληνες γνωρίσαμε σε σειρές του Φώσκολου. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος που σκέφτηκε να βάλει επιλογή απενεργοποίησης των voice overs του κεντρικού πρωταγωνιστή.
Η μεγάλη τρικυμία εμφανίζεται στο gameplay. Αρχικά, αυτό που παρουσιάζεται στον παίκτη είναι ένας μακρινός απόγονος των Thief παιχνιδιών, ντυμένος με τον μανδύα του Dishonored. Στη συνέχεια, αυτό που αρχίζει να γίνεται αντιληπτό είναι πως το Dishonored, το οποίο δανείζεται στοιχεία από το Deus Ex: Human Revolution, τελικά ήταν πολύ πιο κοντά στη νοοτροπία των παλιών Thief απ’ ότι το reboot τους. Όσο προχωράει και το κουβάρι του gameplay αρχίζει και ξετυλίγεται, ο παίκτης θα δει διάφορους τίτλους να παρελαύνουν μπροστά από την οθόνη του. Θα δει Oblivion και Skyrim, θα δει Assassin’s Creed, θα δει ακόμη περισσότερο “φθηνό” Dishonored και γενικά θα εντοπίσει στοιχεία από πολλά καταξιωμένα franchises. Το μόνο που δε θα δει -στο reboot των Thief, μην ξεχνιόμαστε- είναι στοιχεία από τα παιχνίδια Thief.
Όχι, δεν είναι κακό να δανείζεσαι στοιχεία από επιτυχημένα παιχνίδια. Είναι, όμως, πολύ κακό να προσπαθείς να τα βάλεις όλα στο ίδιο μπολ, με τόσο άγαρμπο τρόπο. Παικτικά -ας μας επιτραπεί η έκφραση- δεν παρουσιάζονται ιδιαίτερα προβλήματα. Όλα κυλούν ομαλά, ο χειρισμός είναι στιβαρός και το παιχνίδι, ως αλληλεπίδραση, είναι σωστά δομημένο -Eidos Montreal είναι αυτή. Για να μείνουμε στα του χειρισμού, βρήκαμε απαράδεκτο τον τρόπο που οι δημιουργοί χρησιμοποίησαν το touch pad του DualShock 4 για την επιλογή αντικειμένων από το inventory, αλλά λατρέψαμε τον τρόπο με τον οποίο εκμεταλλεύτηκαν τη light bar του χειριστηρίου.
Όταν, λοιπόν, ο Garrett είναι καμουφλαρισμένος στις σκιές, το LED του χειριστηρίου παίρνει την κλασσική, απαλή μπλε απόχρωση, ενώ όταν πέσει πάνω του φως, άρα και κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, η LED λυχνία του DualShock 4 παίρνει μία έντονη, λευκή απόχρωση, που αν ο παίκτης παίζει σε δωμάτια με χαμηλές συνθήκες φωτός, η αλληλεπίδραση περνάει σε άλλο επίπεδο. Η δράση λαμβάνει χώρα σε πρώτο πρόσωπο, με τον Garrett να κινείται στα σοκάκια, να σκαρφαλώνει, να κάνει άλματα από ταράτσα σε ταράτσα τόσο καλά και ομαλά, όσο και σε ένα Assassin’s Creed. Στα μοναδικά σημεία που η κάμερα έρχεται σε τρίτο πρόσωπο, είναι στις σκηνές όπου ο πρωταγωνιστής θα πρέπει να κάνει μερικά ακροβατικά -αλά Uncharted, Tomb Raider κλπ- για να μετακινηθεί από κτήριο σε κτήριο. Οι στιγμές αυτές, εκτός του ότι είναι πολύ λίγες, είναι τόσο βιαστικά δοσμένες, που το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να τις ξεχάσουμε.
Η δομή, γενικά, έχει ως εξής: ο τίτλος αποτελείται από 8 κεφάλαια τα οποία διαρκούν περίπου από μία ώρα το καθένα. Εκτός από την κύρια αποστολή, ο παίκτης μπορεί να δεχθεί και δευτερεύουσες από διάφορους σημαντικούς NPCs της πόλης, πράγμα που μπορεί να αυξήσει τη διάρκεια τουλάχιστον κατά πέντε ώρες. Σε κάθε γωνιά της πόλης υπάρχουν πολύτιμα αντικείμενα τα οποία, ως κλέφτης, ο πρωταγωνιστής μας μπορεί να τα κλέψει. Κλέβοντας κάποιο αντικείμενο και ανάλογα του πόσο πολύτιμο είναι, ο Garrett κερδίσει gold, με το οποίο μπορεί να αγοράσει πυρομαχικά και “gadgets της δουλειάς” από τους πλανόδιους πωλητές.
Το πέρας των αποστολών χαρίζει Focus points, με τους οποίους ο παίκτης μπορεί να αυξήσει ορισμένες από τις ικανότητες του πρωταγωνιστή, όπως είναι η ταχύτητα κίνησης, η αποτελεσματικότητά του στις μάχες σώμα με σώμα κ.α. Από επιθέσεις, εκτός φυσικά από τη σημαντικότερη “επίθεση”, αυτή του κρυψίματος στις σκιές, ο Garrett έχει ένα τόξο, το οποίο είναι εξοπλισμένο με διαφόρων ειδών βέλη. Έτσι, το σβήσιμο του πυρσού -άρα και του φωτός- θα πραγματοποιηθεί με τη χρήση ενός βέλους νερού, το άναμμα της κηλίδας του πετρελαίου με σκοπό το “ψήσιμο” των φρουρών της περιπόλου, θα γίνει με το πύρινο βέλος κ.ο.κ. Δεν υπάρχει όμως μόνο το τόξο, μιας και ο χαρακτήρας μας μπορεί να ανταπεξέλθει, λιγότερο αποτελεσματικά βέβαια, και με melee επιθέσεις, όταν και αν γίνει αντιληπτός από τους αντιπάλους. Οι λέξεις Dishonored και Deus Ex: Human Revolution μπορούν να περιγράψουν με ακρίβεια την εν λόγω κατάσταση.
Το μεγάλο πρόβλημα του Thief είναι ότι δεν καταφέρνει να εμβαθύνει σε κανέναν τομέα και κυρίως στο κομμάτι του stealth. Προσπαθήσαμε και τις 10 περίπου ώρες που ασχοληθήκαμε με τον τίτλο να βρούμε σημεία που τα πηγαίνουν, έστω και το ίδιο καλά, με παιχνίδια που το stealth το ενσωμάτωσαν ως δευτερεύον στοιχείο, αλλά δεν καταφέραμε. Η πρόκληση είναι αστεία χαμηλή, κυρίως λόγω της απαράδεκτης τεχνητής νοημοσύνης, αλλά και γιατί οι δημιουργοί έκαναν ένα τεράστιο σφάλμα κατά το σχεδιασμό: έδωσαν στον παίκτη τόσες πολλές εναλλακτικές διαδρομές που δεν πρόσεξαν (;) ότι οι μισές -και παραπάνω- από αυτές αποτελούν συντόμευση προς την έξοδο, με αποτέλεσμα τα περισσότερα stealth sections να μπορούν να προσπεραστούν χωρίς καν να τεθεί ο εγκέφαλος του παίκτη σε λειτουργία.
Είναι δυνατόν να παραχωρείται μία πλατεία γεμάτη περιπόλους φρουρών, εμπόδια, σκιές και γενικά ένα υπέροχο σκηνικό για stealth gameplay και να δίνεται η επιλογή στον παίκτη να πάει από τις ταράτσες προς το objective, απλά τρέχοντας; Και όχι απλά δίνεται ως επιλογή, αλλά πολλές φορές ανακαλύψαμε, εκ των υστέρων, ότι πίσω μας, χωρίς να το πάρουμε πρέφα, υπήρχε stealth section, αλλά δεν τo είδαμε. Τι ακριβώς περίμεναν οι δημιουργοί σε αυτήν την περίπτωση; Να βλέπουμε την πόρτα του τερματισμού του objective μπροστά μας, αλλά επειδή είμαστε τίμιοι να γυρίσουμε πίσω και να εξοντώσουμε τους εχθρούς, απλά και μόνο για πούμε ότι “παίξαμε και λιγάκι stealth”; Οι άνθρωποι πολλές φορές ξέχασαν να βάλουν και αντιπάλους, αφού υπήρχαν πολλά σημεία που είχαν τοποθετήσει “παγίδες” (όπως γυαλιά σε έναν διάδρομο), χωρίς λόγο ύπαρξης.
Η χαμηλή πρόκληση του τίτλου, δυστυχώς, υποβοηθάται και από άλλα χαρακτηριστικά. Οι developers έδωσαν τόσα πολλά βοηθήματα στον παίκτη, που είναι φανερό πως σκοπό είχαν να τον πάρουν από το χεράκι και να τον οδηγήσουν στον τερματισμό. Το Focus Mode, η παραδοσιακή βοήθεια της ενόρασης, που επιτρέπει στον Garrett να βλέπει highlighted όλα τα αντικείμενα ενδιαφέροντος, όπως μοχλούς, collectibles, παγίδες κ.α. καθώς και τους αντιπάλους, είναι ένα από αυτά. Για το Focus υπάρχει μία μπάρα, δίπλα από αυτήν της υγείας, η οποία αναπληρώνεται με την κατανάλωση σπάνιων λουλουδιών.
Και εντάξει, το Focus Mode ας πούμε πως έγκειται στην επιλογή του παίκτη. Αυτό που δε μπορέσαμε να καταλάβουμε είναι γιατί πολλά από τα σημεία κλειδιά για την πρόοδο στο παιχνίδι (όπως σκάλες, σκοινιά κ.ο.κ.) παραμένουν highlighted και στην κανονική όραση. Για να είμαστε δίκαιοι, όμως, θα πρέπει να αναφέρουμε πως εκτός από τα τρία επίπεδα δυσκολίας, υπάρχει και μία επιλογή που λέγεται Custom, που δίνει στον παίκτη τη δυνατότητα να ενεργοποιήσει ή να απενεργοποιήσει διάφορες παραμέτρους. Αυτό που προσπαθεί να σώσει λιγάκι την παρτίδα του gameplay είναι οι διάφοροι γρίφοι, οι οποίοι ενστερνίζονται τη φιλοσοφία των γρίφων της σειράς The Elder Scrolls, τόσο στη δομή όσο και στην εκτέλεση.
Δυστυχώς οι “σπαζοκεφαλιές” στο Thief δεν είναι αρκετές και βαδίζουν την πεπατημένη. Μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε τα challenges, που αποτελούν προαιρετικά objectives και ζητούν από τον παίκτη λιγάκι περισσότερη προσοχή κατά το Campaign Mode, καθώς και το Challenge Mode, που πρακτικά δίνονται έτοιμοι χάρτες, στους οποίους ο Garrett πρέπει να συλλέξει, υπό την πίεση του χρόνου και των αντιπάλων, όσο το δυνατόν ακριβότερο loot, πριν εξέλθει από την έξοδο. Τα scores του Challenge Mode αποθηκεύονται σε παγκόσμια leaderboards.
Αν υπάρχει κάτι σε όλο το παιχνίδι που είναι γοητευτικό, είναι ο σχεδιασμός των επιπέδων, τα γραφικά και η μουσική. Έχοντας αισθητική βικτωριανού Λονδίνου, συνδυασμένη με steampunk χαρακτηριστικά, η The City αναμφίβολα εντυπωσιάζει. Σκοτεινά σοκάκια, λουσμένα σε σημεία από το φως των πυρσών, εγκαταλελειμμένα κτήρια, επιβλητικοί καθεδρικοί ναοί είναι μερικά από τα αξιοθέατα της πόλης. Είναι πραγματικά άδικο γιατί προσφέρεται ένα τόσο, μα τόσο, όμορφο σκηνικό που δυστυχώς μένει ανεκμετάλλευτο από το ρηχό gameplay. Τα γραφικά από την άλλη, αν και χτισμένα από την προηγούμενης γενιάς Unreal Engine 3, στέκονται άνετα δίπλα σε άλλους τίτλους του PS4. Οι developers έχουν προσθέσει στη μηχανή της Epic Games μερικά χαρακτηριστικά, particle effects και όμορφους φωτισμούς, που την φρέσκαραν σε μεγάλο βαθμό. Δε μιλάμε για γραφικά που κόβουν την ανάσα, αλλά για ένα οπτικό σύνολο που ικανοποιεί και με το παραπάνω.
Τέλος, στα πολύ θετικά του νέου Thief συγκαταλέγεται η υπέροχη μουσική υπόκρουση, την οποία έχει επιμεληθεί ο Luc St. Pierre. Το πεντάγραμμο τα πηγαίνει περίφημα τόσο στις ατμοσφαιρικές και σκοτεινές στιγμές, όσο και στις έντονες σκηνές δράσεις. Θα καταντήσουμε γραφικοί, αλλά και η μουσική πάει στράφι, διότι δεν υπάρχει ούτε σοβαρό σενάριο, ούτε σοβαροί χαρακτήρες, ούτε, φυσικά, σοβαρό gameplay για να αναδειχθεί όπως τις αξίζει.
Συνοψίζοντας, το Thief ήταν για εμάς μία πλήρης απογοήτευση, όχι γιατί δεν κατάφερε να επαναφέρει σωστά τη σειρά Thief στο προσκήνιο, αλλά γιατί ως παιχνίδι, γενικά, προσπαθεί να δανειστεί στοιχεία από τόσα πολλά franchises και genres, που στο τέλος δε πληροί ούτε τις βασικές προϋποθέσεις. Το gameplay, αν και στιβαρό, στην πράξη μένει ρηχό και η εμπειρία που εισπράττει ο παίκτης είναι φτωχή και φθηνή. Οι φίλοι των Thief καλύτερα να μείνετε μακριά γιατί θα στεναχωρηθείτε και μάλιστα πολύ. Το ίδιο ισχύει και για τους φίλους των stealth παιχνιδιών, αφού υπάρχουν πολύ καλύτερα παιχνίδια αυτής τη κατηγορίας εκεί έξω. Τώρα, για τους υπόλοιπους, ειλικρινά δε ξέρουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να σας γοητεύσει στο νέο Thief…
Σάκης Καρπάς
To review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.