Το έπος της Valve συνεχίζεται μέσα από το πρώτο επεισόδιο και το αποτέλεσμα ξεπερνά κάθε προσδοκία.
Single Player Co-op
Όταν έρχεται η ώρα να γράψεις για τη σειρά Half-Life, το πρώτο πράγμα που προσπαθείς να κάνεις είναι να αναζητήσεις λέξεις για να περιγράψεις το μεγαλείο των τίτλων της Valve. Είναι γνωστό ότι αυτά είναι τα παιχνίδια που έφεραν στο προσκήνιο το «cinematic gameplay» και που μετάλλαξαν την κατηγορία FPS αποτάσσοντας από πάνω της τους χαρακτηρισμούς «μονότονη», «γραμμική» και «run and gun» καθιστώντας την ως μια εμπειρία που μόνο μια κορυφαία κινηματογραφική παραγωγή ή ένα συναρπαστικό βιβλίο θα μπορούσε να προσφέρει. Το Half-Lfe 2, το δεύτερο παιχνίδι της σειράς που κυκλοφόρησε σε υπολογιστές πριν από 18 μήνες και στο Xbox πριν από επτά περίπου μήνες, επέκτεινε ακόμη περισσότερο την εμπειρία του Half-Life, κάνοντας χρήση μιας νέας μηχανής γραφικών, αλλά, κυρίως, ενός gameplay που σπάνια συναντάμε στις μέρες μας.
Στα παιχνίδια Half-Life ο παίκτης γίνεται ένα με τον Gordon Freeman, ζει τις μάχες και τις αγωνίες του, γίνεται κομμάτι του διαλυμένου κόσμου του και παλεύει για τη ζωή του ψηφιακού του χαρακτήρα σαν να πάλευε για τη δική του. Με τέτοιο υπόβαθρο και τέτοια εμπειρία από πλευράς Valve, από το πρώτο «πακέτο επέκτασης» του Half-Life 2 δεν περιμέναμε τίποτα λιγότερο από αυτό που αντικρίσαμε παίζοντάς το. Αρχικά, πρέπει να αναφέρουμε δύο σημαντικά στοιχεία, με το πρώτο να έχει να κάνει με την ίδια τη φύση του Episode One και το δεύτερο με την ιστορία του.
Το Episode One λοιπόν, είναι μεν ένα πακέτο επέκτασης του Half-Life 2, το οποίο ωστόσο, δεν χρειάζεται το Half-Life 2 για να «τρέξει». Η αλήθεια είναι ότι ο χαρακτηρισμός «πακέτο επέκτασης» αναφέρεται κυρίως στην ιστορία του Half-Life 2 και όχι στο ίδιο το παιχνίδι, μιας και στο Episode One, αυτό που ο παίκτης θα ζήσει είναι η συνέχεια της ιστορίας του Gordon Freeman, καθώς αυτή ξετυλίγεται αμέσως μετά το τέλος του Half-Life 2. Και εδώ έρχεται το δεύτερο σημείο που χρίζει ιδιαίτερης αναφοράς. Αν, για κάποιο λόγο που δεν μπορούμε να φανταστούμε, δεν έχετε παίξει το Half-Life 2, τότε μην κάνετε το λάθος να ξεκινήσετε από το Episode One. Προσπαθώντας να προβούμε σε όσο το δυνατόν λιγότερες αποκαλύψεις, απλά αναφέρουμε ότι το πρώτο από τη σειρά των επεισοδίων, που μας έχει υποσχεθεί η Valve, ξεκινά χωρίς την παραμικρή αναδρομή στα πεπραγμένα του HL2, με μια σύντομη κινηματογραφική σκηνή και με τον Gordon Freeman να βγαίνει από τα συντρίμμια που προκάλεσε στο τέλος του προηγούμενου παιχνιδιού.
Από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα κάνει την εμφάνισή του το πιο σημαντικό στοιχείο του gameplay, που κάνει το Episode One να ξεχωρίζει από τον προκάτοχό του και αυτό δεν είναι άλλο από την παρουσία της Alyx. Αυτή τη φορά, η νεαρή δυναμική κοπέλα θα είναι ένας απίστευτα χρήσιμος αρωγός στην περιπέτεια που θα ζήσει ο Gordon, καθώς αυτός θα προσπαθεί να εξοντώσει τους εχθρούς που απέμειναν στην πόλη μετά την καταστροφή της. Εντούτοις, στο Half-Life 2: Episode One, δεν έχουμε να κάνουμε απλά και μόνο με έναν NPC, ο οποίος ακολουθεί άβουλα τον χαρακτήρα που ελέγχουμε, βάλλοντας περιστασιακά κατά των εχθρών και προσφέροντας βοήθεια σε ορισμένα σημεία της περιπέτειας.
Η Alyx είναι ένας «ζωντανός» χαρακτήρας, η πεμπτουσία της τεχνητής νοημοσύνης, ένας υπέροχος σύντροφος και μια πολύτιμη παρέα για τον Gordon και, κατά συνέπεια, για εμάς. Η Alyx προσφέρει βοήθεια και συντροφιά στην περιπέτειά μας, σε βαθμό που ποτέ δεν είχαμε ξαναδεί σε παιχνίδι. Ο χαρακτήρας της, αλλά και η σχέση της με τον Gordon αναπτύσσεται σε τέτοιο βαθμό, ώστε να φτάνουμε στο σημείο να την βλέπουμε πια σαν έναν πραγματικό άνθρωπο που νοιάζεται για εμάς και που εμείς νοιαζόμαστε για αυτήν. Εδώ είναι και το σημείο όπου το gameplay του Episode One αναπτύσσεται και γίνεται ακόμη καλύτερο από αυτό του Half-Life 2. Το επίπεδο της αλληλεπίδρασης με την Alyx δεν έχει προηγούμενο και σε αυτό βοηθά σημαντικά η μηχανή Source, η οποία βοήθησε τη Valve να αποδώσει στο πρόσωπο της Alyx εκφράσεις απίστευτου ρεαλισμού.
Η ηρωίδα κάνει μορφασμούς, αποκαλύπτοντάς μας τα συναισθήματά της, κινείται στο χώρο χρησιμοποιώντας τέλειο animation και, εν ολίγοις, καταφέρνει με απόλυτη επιτυχία να μας περάσει την ψευδαίσθηση ότι έχουμε να κάνουμε με έναν ζωντανό οργανισμό. Πέρα από τη μοναδική εμπειρία που αποκομίζει ο παίκτης παίζοντας παρέα με την Alyx, είναι και η ποιότητα όλου του υπόλοιπου παιχνιδιού, που συνεχίζει να επιβεβαιώνει τη φήμη της Valve ως δημιουργού κορυφαίων παιχνιδιών και υπέροχων ιστοριών. Αν και στο γενικότερό του πλαίσιο, ο τρόπος ανάπτυξης του gameplay δεν ξεφεύγει πολύ από αυτόν του Half-Life 2, αυτό σίγουρα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αρνητικό.
Ο Gordon ξεκινά την περιπέτειά του έχοντας στην κατοχή του το Gravity Gun (για μια ακόμη φορά η μηχανή Source, σε συνδυασμό με τη φυσική της Havoc 2.0, δείχνει περίτρανα τις δυνατότητές της), ενώ τα περισσότερα από τα τοπία όπου θα περιηγηθεί είναι δανεισμένα από αυτά του Half-Life 2, με τη μόνη διαφορά ότι είναι πλέον κατεστραμμένα. Από το Half-Life 2 είναι δανεισμένοι και οι περισσότεροι –αν όχι όλοι- οι χαρακτήρες που κάνουν την εμφάνισή τους, καθώς επίσης και οι ηθοποιοί που δανείζουν με μοναδικό τρόπο τις φωνές τους στους πρωταγωνιστές της ιστορίας. Σε ό,τι έχει να κάνει με την τεχνολογία των γραφικών, παρά την ηλικία της, η Source στέκεται με αξιώσεις δίπλα σε οποιαδήποτε σύγχρονη προσπάθεια έχει γίνει στην κατηγορία. Η ποιότητα των φωτισμών είναι απαράμιλλη, τα μοντέλα των χαρακτήρων εκπληκτικού ρεαλισμού και το animation πολύ μπροστά από αντίστοιχα που έχουν ηλικία μόλις λίγων μηνών.
Χαρακτηριστικό είναι ότι το Episode One «τρέχει» με άνεση ακόμη και σε παλιότερους υπολογιστές, οι οποίοι βρίσκονται κοντά στις ελάχιστες απαιτήσεις, χωρίς παραχωρήσεις και με εξαιρετική ποιότητα. Βέβαια, αυτοί οι «αδύναμοι» υπολογιστές δεν θα τα καταφέρουν να αποδώσουν ικανοποιητικά τη νέα προσθήκη που ακούει στο όνομα HDR (High Dynamic Range) lighting, μια νέα τεχνολογία της Valve, η οποία επιτρέπει τη δημιουργία μεγαλύτερης κλίμακας χρωμάτων από αυτές που μπορεί να αποδώσει η οθόνη ενός υπολογιστή. Χρησιμοποιώντας αυτό το «κόλπο», η Valve αναγκάζει, τρόπο τινά, την οθόνη να πάρει την πιο φωτεινή κλίμακα που βλέπει ο παίκτης και να την μετατρέψει στα πιο φωτεινά χρώματα που μπορεί να αποδώσει, ενώ το ίδιο ακριβώς συμβαίνει με τα σκοτεινά χρώματα. Με αυτόν τον τρόπο, αυτό που αρχικά φαίνεται ως εκτυφλωτικά λευκό, μετατρέπεται σταδιακά σε γκρίζο, ενώ από μια άλλη γωνία μπορεί να φαίνεται ως μαύρο.
Αποτέλεσμα της παραπάνω διαδικασίας, είναι η απίστευτα ρεαλιστική απόδοση του γενικότερου φωτισμού που υπάρχει στο παιχνίδι, μια απόδοση που δεν παρουσιάζει απλά λευκό-μαύρο, αλλά και όλες τις ενδιάμεσες κλίμακές των δύο αυτών χρωμάτων, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα στο μέγιστο δυνατό βαθμό τη λεπτομέρεια στις υφές των εικονιζόμενων αντικειμένων. Ποια είναι λοιπόν η γεύση που αφήνει το Half-Life 2: Episode One; Η απάντηση είναι απλή: Η Valve, για μια ακόμη φορά, προσφέρει στο κοινό ένα αριστουργηματικό παιχνίδι που δεν πρέπει να λείπει από καμία συλλογή. Αν εξαιρέσουμε την κάπως μικρή του διάρκεια, η οποία μετά βίας αγγίζει τις 5 ώρες και το γεγονός πως πρέπει να έχεις παίξει και ολοκληρώσει το Half-Life 2 για να αντιληφθείς το τι συμβαίνει, το Episode One είναι ένα άριστο παιχνίδι που δεν πρέπει να λείπει από τη συλλογή κανενός παίκτη, είτε αυτός αρέσκεται στα FPS (αν μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει το Half-Life απλά ως «FPS»), είτε όχι. Εμπρός λοιπόν Valve, ετοίμασέ μας το Episode Two!
Απαιτήσεις συστήματος
Λειτουργικό Windows 98/ 2000/ ME/ XP
Επεξεργαστής 1.2 GHz
Μνήμη 256 MB
Κάρτα γραφικών 64 MB
Σκληρός δίσκος 4.5 GB
PEGI 16+