Συνέχεια του action/ RPG της SOE, με «άρωμα» Baldur’s Gate και πολλές βελτιώσεις
Κώδικας…του πολεμιστή
Τον Σεπτέμβριο του 2005 και ταυτόχρονα με το επίσημο λανσάρισμα του Sony PSP στην ευρωπαϊκή αγορά, είχε κυκλοφορήσει από την Codemasters ένας τίτλος με το όνομα «Untold Legends: Brotherhood of the Blade». Ο εν λόγω τίτλος είχε αναπτυχθεί από τη Sony Online Entertainment, μια εταιρεία που εκτός από την εμπειρία της σε online παιχνίδια όπως τα Everquest, είχε προχωρήσει στη δημιουργία του αξιόλογου Champions of Norrath, ενός κλώνου της σειράς Baldur’s Gate Dark Alliance. Επάνω λοιπόν σε αυτή τη συνταγή, δηλαδή στις μηχανικές ενός γραμμικού Hack ‘n’ Slash action/ RPG, βασίστηκε και το Brotherhood of the Blade, το οποίο σημείωσε ικανοποιητική πορεία στην αγορά. Αυτή η πορεία συνεχίζεται πλέον με την πρώτη συνέχεια της σειράς, το The Warrior’s Code.
Πέραν του γεγονότος πως το δεύτερο επεισόδιο διανέμεται πλέον στην Ευρώπη από τη Ubisoft και όχι από την Codemasters, το ευχάριστο με αυτή τη συνέχεια είναι ότι η SOE έδειξε πως αφουγκράστηκε τα όποια παράπονα είχαν εκφραστεί από το κοινό για τα προβλήματα που είχε ο πρώτος τίτλος, με συνέπεια τη δημιουργία ενός αρκετά βελτιωμένου παιχνιδιού, το οποίο, ωστόσο, συνεχίζει να βασίζεται στη μηχανή γραφικών του Baldur’s Gate Dark Alliance και να προσφέρει το γραμμικό «dungeon crawler» gameplay. Αν και το σενάριο του The Warrior’s Code δεν πλησιάζει τα επίπεδα ενός τίτλου που βασίζεται στο σύμπαν Dungeons & Dragons, το high fantasy υπόβαθρο και η εμφάνιση μάγων, ιπποτών, δράκων και κάθε άλλου πλάσματος που συναντάμε σε τίτλους αυτής της σχολής σίγουρα έχει ένα σχετικό ενδιαφέρον.
Έτσι λοιπόν, ο ήρωας που θα διαλέξουμε, θα βρεθεί σε ένα βασίλειο, του οποίου το θρόνο έχει σφετεριστεί ένας σκοτεινός άρχοντας. Προσπαθώντας να αποκτήσει απόλυτη κυριαρχία, ο δαίμονας που βασιλεύει έχει προχωρήσει στη δημιουργία πιστών στρατευμάτων, τα οποία στρατολογούν όλο και περισσότερους ιππότες στις τάξεις τους. Ένας από τους «υποψήφιους» για στρατολόγηση είναι και ο χαρακτήρας μας, ο οποίο, ωστόσο, αρνείται να παραδοθεί και μαζί με μια ομάδα άλλων επαναστατών ξεκινά έναν αγώνα κατά του σφετεριστή. Είναι προφανές ότι το The Warrior’s Code δεν πρόκειται να κερδίσει βραβεία πρωτοτυπίας για το σενάριό του. Άλλωστε το όλο υπόβαθρο του σεναρίου δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να λειτουργεί ως πλατφόρμα ανάπτυξης του gameplay και ως δικαιολογία για ατελείωτο hack ‘n’ slash μέσα στα δεκάδες μπουντρούμια που έχει σχεδιάσει η SOE.
Στο δεύτερο παιχνίδι της σειράς οι βελτιώσεις και οι αλλαγές που εντοπίσαμε είναι πολλές και σημαντικές, με πρώτη από όλες την εμφάνιση μιας νέας ομάδας ηρώων, από την οποία μπορούμε να επιλέξουμε το χαρακτήρα της αρεσκείας μας. Οι πέντε χαρακτήρες περιλαμβάνουν όλες τις κλασικές επιλογές της σχολής (μάγος, κλέφτης, πολεμιστής, αμαζόνα), με τον κάθε ένα να διαθέτει εντελώς προσωπικό στυλ μάχης και διαφορετικά ξόρκια. Με την πρώτη ματιά προς τους πέντε διαθέσιμους χαρακτήρες, διαφαίνεται και η επιλογή της SOE να αλλάξει ελαφρώς τη γενικότερη αισθητική του τίτλου της.
Τα γραφικά είναι μεν παρόμοια με αυτά του πρώτου παιχνιδιού, όμως ο σχεδιασμός των χαρακτήρων έχει σαφείς επιρροές από την anime σκηνή της Ιαπωνίας, κάτι που προδίδει τις προθέσεις της SOE για προσέγγιση των παικτών της Άπω Ανατολής. Πέραν αυτού, οι χαρακτήρες συνεχίζουν να έχουν έναν αριθμό από attributes (ευφυΐα, δύναμη, ταχύτητα κ.λπ), τα οποία αναβαθμίζονται μέσα από συγκεκριμένους βαθμούς που, σε πρώτη φάση, δίνονται κατά την έναρξη της περιπέτειας και στη συνέχεια, αποκτούνται με κάθε Level up, ενώ μια ενδιαφέρουσα προσθήκη είναι αυτή της παρέμβασης στην εμφάνιση του εκάστοτε χαρακτήρα, με τα επίπεδα των αλλαγών να ξεκινούν από το χρώμα του δέρματος και να καταλήγουν στην κόμη τους.
Πέρα από τις όποιες εικαστικές αλλαγές έχουν γίνει από τη SOE, ο βασικός πυρήνας του gameplay στο The Warrior’s Code παραμένει σχεδόν ίδιος με αυτόν του πρώτου παιχνιδιού. Η δράση ξεκινά σε κάποιο μπουντρούμι όπου και γίνεται η πρώτη μας επαφή με τα κύρια χαρακτηριστικά του χειρισμού και τον τρόπο που ο κάθε ήρωας κάνει χρήση των δυνάμεών του. Όπως προστάζουν οι κανόνες της κατηγορίας, οι επιλογές επίθεσης είναι λίγες και περιορίζονται στο συνεχές πάτημα ενός και μόνο κουμπιού για τις melee κινήσεις και σε ένα για τις ranged. Όμως, σε ότι έχει να κάνει με τα ξόρκια, δίδεται κάτι περισσότερο, καθώς υπάρχει η δυνατότητα mapping αυτών των κινήσεων από τον παίκτη σε όποιο από τα διαθέσιμα κουμπιά ξορκιών επιθυμεί.
Και κάπου εδώ έρχεται η ώρα των αλλαγών, οι οποίες εντοπίζονται σε δύο επίπεδα. Το πρώτο είναι αυτό της ειδικής κίνησης ονόματι «Opportunity», μιας κίνησης που μπορεί να εκτελεστεί λίγα δευτερόλεπτα αφού ο εχθρός μας έχει κάνει την επίθεσή του και αφήνει ανοιχτό ένα μικρό «παράθυρο» ρίχνοντάς τις άμυνές του. Το χρονικό πλαίσιο στο οποίο μπορεί να εκτελεστεί η κίνηση Opportunity καταδεικνύεται από ένα φωτεινό κύκλο γύρω από τον εχθρό μας και παρόλο που είναι δύσκολο να εκτελεστεί, το αποτέλεσμά της είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό, καθώς μειώνει δραματικά την ενέργεια του αντιπάλου. Το δεύτερο επίπεδο, στο οποίο οι βελτιώσεις είναι πασιφανείς, είναι αυτό των γραφικών. Αν και η 3D μηχανή είναι ακριβώς η ίδια με αυτήν του αρχικού τίτλου, τα μοντέλα των χαρακτήρων είναι βελτιωμένα σε μεγάλο βαθμό, το animation πολύ πιο ρεαλιστικό –σχεδόν «υγρό» θα λέγαμε- και τα εφέ που προκύπτουν από τα ξόρκια και τις επικλήσεις εντυπωσιακότερα.
Μεγάλες βελτιώσεις έχουν επέλθει και στο σχεδιασμό των μπουντρουμιών, τα οποία δεν είναι πλέον random generated, αλλά προκαθορισμένα και σαφώς πιο ενδιαφέροντα από αυτά του Brotherhood of the Blade. Τέλος, στις αλλαγές εντοπίσαμε μια σειρά από παρεμβάσεις στο γενικότερο interface και στο inventory (τα οποία είναι πλέον πολύ πιο λειτουργικά), αλλά και στον ήχο του παιχνιδιού, καθώς οι φωνές και τα μουσικά θέματα που έχουν χρησιμοποιηθεί είναι υψηλής ποιότητας. Αν όμως υπάρχει ένας τομέας του The Warrior’s Code όπου οι αλλαγές δεν είναι επιφανειακές ή απλά και μόνο αισθητικής φύσεως αλλά ουσιαστικές, αυτός εντοπίζεται στις online λειτουργίες του.
Σε αντίθεση λοιπόν με το Brotherhood of the Blade, όπου υποστηριζόταν παιχνίδι multiplayer σε επίπεδο Ad Hoc (δηλαδή μόνο με χρήση πολλαπλών PSP σε μικρή ακτίνα), τώρα έχουν προστεθεί δύο ακόμη (LAN και Infrastructure) με τη δεύτερη να κερδίζει τις εντυπώσεις, καθώς επιτρέπει δικτυακές μάχες με παίκτες από κάθε γωνιά του πλανήτη σε επίπεδο co-op ή versus. Η διαφορά του LAN από το Ad Hoc εντοπίζεται στο ότι το PSP μπορεί να συνδεθεί με ένα ήδη υπάρχον δίκτυο και να λειτουργήσει ως hub για τις δικτυακές μάχες, δίνοντας πάντα τις ίδιες επιλογές με το Infrastructure mode. Εν κατακλείδι, το νέο δημιούργημα της SOE είναι μια βελτιωμένη προσπάθεια, που –σε σχέση με τον προκάτοχό της- προχωρά αρκετά βήματα μπροστά ανυψώνοντας τη συνολική εμπειρία. Σίγουρα δεν έχουμε να κάνουμε με ένα φορητό Diablo, ωστόσο, είναι το κοντινότερο που θα μπορούσε να βρει κάποιος στο θρυλικό παιχνίδι της Blizzard για το PSP.
PEGI 12+