Το Obscure The Aftermath έρχεται στο Wii, προκαλώντας, όμως, περισσότερο πονοκέφαλο παρά τρόμο
Το Obscure The Aftermath έρχεται στο Wii, προκαλώντας, όμως, περισσότερο πονοκέφαλο παρά τρόμο
Tα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια κάμψη στην κυκλοφορία νέων τίτλων της κατηγορίας survival–horror και οι οπαδοί της δικαιολογημένα θα έχουν πολλούς λόγους για να γκρινιάξουν. Γυρνώντας μερικά χρόνια πίσω, τότε που η σειρά Resident Evil αποτέλεσε την απαρχή για την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος, σαφώς και οι επιλογές ήταν περισσότερες, έστω και αν πολλές προτάσεις δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα. Η δημοτικότητα της σειράς της Capcom ώθησε πολλούς developers στο να την αντιγράψουν και, παρόλο που όλα ξεκίνησαν πολύ παλιότερα από το Alone in the Dark, σαφώς και τα γεγονότα που αφορούν την Umbrella Corp. και τον T-Virus είναι τα πλέον αναγνωρίσιμα.
Οι κλώνοι πολλοί και ένας από αυτούς ήταν και το Obscure της Hydravision που χωρίς να κάνει τη διαφορά και παρά τα διάφορα μικρά προβλήματά του, κατάφερε να προσφέρει κάτι νέο, με αρκετές καινούργιες ιδέες που, όμως, έπασχαν στην υλοποίησή τους. Παρόλα αυτά, η δίψα του κοινού για «ενήλικους» τίτλους του πρόσφερε μια ανέλπιστα καλή πορεία –σε επίπεδο πωλήσεων– και έτσι το sequel έμοιαζε σαν κάτι το αναπόφευκτο. Μόνο που από το πρωτότυπο έχουν περάσει τρία ολόκληρα χρόνια, ενώ στο μεσοδιάστημα μοιάζει να μην σημειώθηκε κάποια πρόοδος.
Ωστόσο, είναι αλήθεια πως το Obscure: The Aftermath καλύτερη εποχή δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει. Με το τελευταίο επεισόδιο της σειράς Alone in the Dark να βρίσκεται ακόμα μερικούς μήνες μακριά μας και το Resident Evil 5 να απέχει ακόμα πολύ -για να μην αναφερθούμε σε άλλες κλασικές ιαπωνικές δημιουργίες που έχουν χαθεί από το προσκήνιο- το πεδίο είναι ελεύθερο για τον κάθε υποψήφιο μνηστήρα που διεκδικεί το στέμμα της κατηγορίας. Αλλά, παρά το γεγονός πως αν αυτό συμβεί θα είναι κάτι προσωρινό μιας και τα μεγαθήρια έπονται, απαιτείται και κάποια στοιχειώδης ποιότητα για να μπορέσει να σταθεί η οποιαδήποτε δημιουργία στα πόδια της. Και δυστυχώς από το Aftermath αυτή απουσιάζει.
Πλέον, η ιστορία του sequel εξελίσσεται σε ένα κολέγιο με πρωταγωνιστές ορισμένους ήρωες από το πρώτο μέρος ή έστω όσους επέζησαν. Ωστόσο, ένα εξαιρετικά περίεργο στοιχείο του σεναρίου εντοπίζεται στο ότι, παρά τις περιπέτειες που είχαν στο πρώτο μέρος, στο sequel οι πρωταγωνιστές εμφανίζονται υπερβολικά αδαείς σε ό,τι αφορά την απειλή και αδιάφοροι για τον κίνδυνο που ελλοχεύει (εδώ αρχίζουν και οι πρώτοι συσχετισμοί του Aftermath με splatter teen φθηνές παραγωγές του Hollywood).
Σε αρκετά cut scenes βλέπουμε τους χαρακτήρες να μιλούν για τελείως άσχετα θέματα, όπως αυτοκίνητα για παράδειγμα και έτσι το δεύτερο μέρος μοιάζει να είναι υπερβολικά αποκομμένο από το πρώτο, στοιχείο που αναμφίβολα δεν δημιουργεί και τις καλύτερες προϋποθέσεις. Μπορεί να έχουν γίνει κάποια βήματα στην δημιουργία σωστής και τρομακτικής ατμόσφαιράς, αλλά τα λάθη στον γενικότερο σχεδιασμό χαλούν την εικόνα, ενώ και το σαφώς ενδιαφέρον co-op μεταξύ δύο παικτών έχει παραμείνει στάσιμο και σε μεγάλο βαθμό ανεκμετάλλευτο. Η συγκεκριμένη προσθήκη της συνεργασίας δύο παικτών ανά πάσα στιγμή σαφώς και είναι κάτι νέο για την κατηγορία και εκτιμούμε ότι λειτουργεί καλύτερα από το partner zapper του Resident Evil Zero -μιλώντας πάντοτε σε επίπεδο υποδομής μιας και το Zero ήταν μια αποκλειστικά single player εμπειρία- αλλά η γενικότερη αίσθηση που δημιουργείται είναι μάλλον αδιάφορη.
{PAGE_BREAK} Κοιτάζοντας το Obscure: The Aftermath γίνεται γρήγορα αντιληπτό πως δεν πρόκειται για μια σκοτεινή εμπειρία που θα τρομάξει τους παίκτες, αλλά απεναντίας γρήγορα αποστασιοποιείται και παρουσιάζεται σαν μια παρωδία ταινιών τρόμου. Η ιδέα είναι οπωσδήποτε καινούργια, αλλά η υλοποίησή της είναι υπερβολικά πρόχειρη και τελικά το όλο σύνολο κρίνεται τόσο αδιάφορο που δύσκολα κάποιος θα ασχοληθεί μαζί του μέχρι τέλους. Εδώ το μαύρο χιούμορ που θα περίμενε ο οποιοσδήποτε απλά απουσιάζει, δίνοντας την θέση του σε βαρετούς και ανιαρούς διάλογους, τους οποίους ο developer έκρινε σωστό να εμπλουτίσει και με αρκετά σεξιστικά υπονοούμενα. Γενικότερα οι χαρακτήρες δεν «δένουν» με το όλο σκηνικό, μιας και σπάνια τα όσα εκτυλίσσονται τριγύρω τους αποτυπώνονται στη συμπεριφορά τους.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν ορισμένες αρκετά προσεγμένες σκηνές οι οποίες παραπέμπουν σε ταινίες τρόμου -με ορισμένες από αυτές να είναι όμορφα στυλιζαρισμένες και να παρουσιάζονται ασπρόμαυρες- αλλά δεν μπορούν από μόνες τους να σώσουν τη γενικότερη άσχημη εικόνα. Το γεγονός πως τα περισσότερα δωμάτια είναι μικρά και σκοτεινά συμβάλει στη δημιουργία μιας κλειστοφοβικής αίσθησης. Ωστόσο, ο παίκτης γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι αυτό έχει γίνει μόνο και μόνο για να καλυφθούν οι αδυναμίες της μηχανής γραφικών που αν μη τι άλλο δείχνει ξεπερασμένη. Η κεντρική ιδέα του Aftermath είναι η ίδια με του πρωτότυπου. Έτσι, την εμφάνισή τους κάνουν έξι χαρακτήρες, των οποίων τον έλεγχο αναλαμβάνουμε σε συγκεκριμένα σημεία της περιπέτειας, ενώ πάντοτε δίπλα στον κεντρικό πρωταγωνιστή του εκάστοτε κεφαλαίου θα υπάρχει και ένας ακόμα, τον οποίο θα χειρίζεται είτε η A.I., είτε κάποιος φίλος μας ή ακόμα και εμείς πατώντας ένα κουμπί και περνώντας σε αυτόν.
Ουσιαστικά, αυτό είναι και το μόνο ενδιαφέρον στοιχείο του τίτλου που λειτουργεί αρκετά σωστά. Το ευχάριστο είναι πως ο καθένας από τους διαθέσιμους χαρακτήρες ενεργεί αυτόνομα μιας και είναι δυνατό ο ένας να λύνει κάποιο γρίφο την ώρα που ο άλλος εξουδετερώνει κάποιο zombie. Φυσικά όλοι έχουν τα προτερήματα αλλά και τις αδυναμίες τους, οπότε και απαιτείται σωστή στρατηγική στη χρήση και στην επιλογή τους μιας και οι αντίπαλοι διακατέχονται από μια απρόβλεπτη τεχνητή νοημοσύνη, που άλλοτε ενεργεί ακαριαία και άλλοτε αδιαφορεί για τις ενέργειες του παίκτη. Κατά την περιήγησή μας στα δωμάτια του κολεγίου, στα σκοτεινά δάση και στα κλειστοφοβικά υπόγεια του Aftermath, την εμφάνισή τους κάνουν και ορισμένοι γρίφοι που, όμως, εύκολα περνάνε απαρατήρητοι μιας και περιορίζονται στην λογική της εντόπισης ενός μοχλού που ανοίγει την εκάστοτε πόρτα.
Σε επίπεδο μηχανισμών το Aftermath παραπέμπει στις πρώτες δημιουργίες της σειράς Resident Evil και Silent Hill, αν και παρόλα τα χρόνια που έχουν περάσει δεν καταφέρνει σε καμία περίπτωση να τα ξεπεράσει. Αρκετά προβλήματα έχει να παρουσιάσει και ο χειρισμός, που μπορεί αρχικά να φαίνεται απλός, αλλά στην πορεία αποδεικνύεται απίστευτα εκνευριστικός. Ο λόγος είναι πως ο χρήστης μπορεί να χειριστεί εν μέρει την κάμερα, αλλά το εύρος των κινήσεων της στον οριζόντιο άξονα χρησιμοποιώντας το Wii Remote και την λαμπερή κουκίδα που εμφανίζεται στην οθόνη ως ένας ιδιόμορφος κέρσορας, είναι περιορισμένο. Εδώ πολλές φορές ο χαρακτήρας θα δέχεται επιθέσεις από αντιπάλους που δεν φαίνονται στην οθόνη, ενώ το παράδοξο είναι πως αν αυτοί δεν εμφανιστούν εντός του οπτικού μας πεδίου τότε δεν μπορεί και να τους βλάψουμε. Ωστόσο, ο χειρισμός -και αφήνοντας στην άκρη το πρόβλημα με την κάμερα- δεν θα δημιουργήσει περαιτέρω πονοκεφάλους, αν και το Wii Remote σαφώς και δεν αξιοποιείται στο έπακρο.
Την συνολικότερη μέτρια εικόνα που πηγάζει από το Obscure II συμπληρώνει και ο τεχνικός τομέας, ο οποίος -όπως αναφέρθηκε και παραπάνω- δεν μπορεί να κρύψει την ηλικία του. Καταρχάς οι εκνευριστικοί διάλογοι και τα εκτός τόπου και χρόνου σχόλια δύσκολα θα συγκινήσουν τον οποιοδήποτε, ενώ και το κυρίως μουσικό θέμα είναι μάλλον αδιάφορο. Σε επίπεδο γραφικών η εικόνα είναι μέτρια, με τα textures να παρουσιάζονται σε υπερβολικά χαμηλή ανάλυση, ο γενικότερος σχεδιασμός δεν πείθει, ενώ σε ορισμένα cut scenes εμφανίζονται ακόμα pixels, δείγμα της πολύ κακής συμπίεσης που έγινε.
Εδώ η Hydravision φαίνεται πως αρκέστηκε στην χρήση της ίδιας τεχνολογίας που έκανε και το 2005, καταδικάζοντας έτσι το Aftermath που, αν μη τι άλλο, δείχνει υπερβολικά ξεπερασμένο. Οάση στη γενικότερη μετριότητα των γραφικών αποτελούν τα ικανοποιητικά μοντέλα των χαρακτήρων, καθώς επίσης και ο ευφάνταστος σχεδιασμός των τεράτων, που μπορεί μεν να μοιάζουν δανεισμένα από τη σειρά Silent Hill, αλλά που εκτελούν ικανοποιητικά το έργο τους. Αναμφίβολα το Obscure: The Aftermath είναι συνολικά μια μέτρια κυκλοφορία, που τα σοβαρά της προβλήματα την φέρνουν σε ακόμα δυσκολότερη θέση. Συγκρίνοντάς το με το πρωτότυπο είναι εμφανές πως ελάχιστα στοιχεία έχουν αλλάξει, γεγονός οπωσδήποτε αρνητικό μιας και στα τρία χρόνια που μεσολάβησαν δεν έγινε καμία πρόοδος σε κανέναν τομέα.
Συγκρινόμενη ακόμα και με τις εκδόσεις για τα PlayStation 2 και PC, οι οποίες κυκλοφόρησαν αρκετούς μήνες πριν, αυτή η μεταφορά στο Wii δεν έτυχε καμίας βελτίωσης και, ακόμα περισσότερο, καμίας έξυπνης και αξιοπρεπούς χρήσης του Wii Remote. Με την εξαίρεση του διασκεδαστικού και απολαυστικού co-op mode και της εντυπωσιακής ατμόσφαιρας που κατά στιγμές δημιουργεί, το παιχνίδι της Hydravision δύσκολα θα καταφέρει να συγκινήσει ακόμα και τους πλέον φανατικούς της κατηγορίας.
Γιώργος Τσακίρογλου
Ανάλυση 480i
Widescreen Όχι
Ήχος Stereo/ Dolby Surround
PEGI 18+