Far away, in a land caught between Time and Space
Το heavy metal ήταν πάντα μια υπόθεση αρκετά ιδιαίτερη –ένα είδος μουσικής που ήταν από τη φύση του περιορισμένο σε μια συγκεκριμένη μερίδα ανθρώπων, η οποία φυσικά έτσι ακριβώς το ήθελε. Το metal στο ξεκίνημα, αλλά και στο απόγειό του, δεν ήταν για τα αυτιά των πολλών, αλλά για τις οργισμένες καρδιές, τα ανήσυχα πνεύματα, τα ονειροπόλα μυαλά. Ήταν επίσης κάτι που ένωνε όσο και δίχαζε, όπως συμβαίνει με οτιδήποτε αγαπιέται με πάθος –θα μάλωνε κανείς για τα καλά ή τα κακά της τάδε ή της δείνα μπάντας με την ίδια ευκολία, με την οποία θα χαιρετούσε έναν άγνωστο στο δρόμο με αφορμή το μπλουζάκι που φορούσε.
Ο ειδικός Tύπος αναφερόταν σ’αυτό ως “η μουσική μας”, και πράγματι ήταν κάτι που ο fan αισθανόταν ότι του ανήκε όσο και στο συγκρότημα που λυσσομανούσε πίσω από τα ηχεία. Και φυσικά, τα μακριά μαλλιά, τα τζιν και τα μαύρα μπλουζάκια, με τα οποία ο fan μπορούσε να δηλώσει σ’όποιον τον άκουγε ή τον έβλεπε ότι το metal ήταν αναπόσπαστο μέρος της ζωής του.
Where the books of life lay: Σενάριο – χαρακτήρες
Ο Tim Schafer ξέρει καλά τι εστί metal, και αυτή ακριβώς την αίσθηση πάει να αναδημιουργήσει στο Brütal Legend, τη νέα κυκλοφορία από τη Double Fine Studios. Ξέρει επίσης τι εστί σενάριο και χαρακτήρες, και από αυτή την άποψη, το Brütal Legend είναι ό,τι ακριβώς περιμέναμε κι ακόμα περισσότερα. Πρόκειται για την ιστορία του Eddie Riggs, ενός από τους καλύτερους roadies (τα άτομα που οργανώνουν τη συναυλία, στήνουν τη σκηνή, ετοιμάζουν τα όργανα και γενικότερα φροντίζουν ώστε η μπάντα να μπορεί να παίξει ανενόχλητη) στη μουσική βιομηχανία: δεν υπάρχει τίποτα που να μη μπορεί να κατασκευάσει, επισκευάσει, παρασκευάσει και άλλα πράγματα σε –άσει… και φυσικά τρέφει άσβεστο πάθος για το αγνό heavy metal, κάτι που όμως στον κόσμο του σήμερα δεν υπάρχει πια, κάνοντας τον Eddie να νιώθει εκτός τόπου και χρόνου.
Ένα φρικτό ατύχημα πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, τον μεταφέρει απρόσμενα σε έναν άλλο κόσμο, όπου η μουσική metal φαίνεται να ξεπηδά από τους λόφους, ενώ τα τοπία είναι σαν να έχουν βγεί από τα εξώφυλλα παμπάλαιων βινυλίων. Σ’αυτό τον κόσμο, η ανθρωπότητα είναι υποδουλωμένη στο φοβερό άρχοντα Doviculus, και μόνο μια μικρή ομάδα έχει το κουράγιο να αντισταθεί –όμως είναι ανοργάνωτη, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς σχέδιο…είναι προφανές ότι χρειάζονται έναν roadie!
Όχι ότι αυτό αποτελεί έκπληξη για παιχνίδι της Double Fine, αλλά η ιστορία και η ατμόσφαιρα είναι οι μεγαλύτερες δυνάμεις του παιχνιδιού. Το σενάριο δεν είναι απλά καλογραμμένο και σταθερά αστείο –με την έννοια του έξυπνου παρά του ξεκαρδιστικού– αλλά καταφέρνει να αφηγηθεί μια φανταστική ιστορία. Δε βρίθει από πρωτοτυπία, όμως οι χαρακτήρες, τόσο οι πρωταγωνιστικοί όσο και οι δευτερεύοντες, είναι τόσο καλά σκιαγραφημένοι και τόσο προσεγμένοι που γρήγορα συνειδητοποιούμε ότι το σενάριο του παιχνιδιού στέκεται άνετα και μόνο του, πέρα από τον καταπληκτικό φόρο τιμής στο metal που αποτελεί τον πυρήνα του Brütal Legend.
Ο Jack Black είναι φυσικά ο αδιαμφισβήτητος άρχοντας του παιχνιδιού. Ό,τι άποψη κι αν έχει κανείς για το δημοφιλή κωμικό, εδώ δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της ζωής του σε οποιοδήποτε μέσο και κατορθώνει να μη μπαίνει μπροστά από το χαρακτήρα που παίζει. Ο μέγας Tim Curry κάνει επίσης εξαιρετική δουλειά, και το ίδιο και οι παλιές γνωστές, η Jennifer “θηλυκή Shepard” Hale και η εκ Full Throttle, Kath Soucie.
Και ο προαναφερθείς φόρος τιμής είναι πράγματι καταπληκτικός. To Brütal Legend παρωδεί τις συμβάσεις του heavy metal με την ίδια ευκολία που τις εξυψώνει και το αποτέλεσμα δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένα έργο αγάπης. Ο ανοιχτός κόσμος του ξεχειλίζει από αναφορές σε διάσημους δίσκους, τραγούδια, εικόνες που έχουν συνδεθεί με το metal, ενώ προσεκτικά επιλεγμένα δείγματα της μουσικής αυτής ακούγονται συνεχώς από τα ηχεία μας, δίνοντάς μας την ευκαιρία να ντύσουμε την περιπέτεια με ήχους των Anvil, Brocas Helm, Running Wild, Judas Priest, Slayer και άπειρων άλλων.
Το παζλ συμπληρώνεται από την εμφάνιση θρύλων της μουσικής αυτής σε πρωταγωνιστικούς ρόλους –οι Lemmy Kilmister και Ozzy Osbourne παίζουν τους εαυτούς τους και το κάνουν καταπληκτικά, ενώ ο Rob Halford και η Lita Ford έχουν λιγότερο εντυπωσιακούς ρόλους αλλά κάνουν εξίσου καλή δουλειά.
This castle of stone the mountain king roams: Παίζοντας
Είναι ενδεικτικό της ιδιαιτερότητας του παιχνιδιού και του δημιουργού του το ότι έχουμε φτάσει στη μέση του review χωρίς να μιλήσουμε καθόλου για το παιχνίδι το ίδιο. Ίσως επειδή το Brütal Legend, στην προσπάθειά του να είναι ένα πρωτότυπο και καινοτόμο παιχνίδι, δεν τα καταφέρνει πάντοτε πολύ καλά. Το gameplay ξεκινά σαν free-roaming action, όπου μπορούμε να περιπλανηθούμε στον κόσμο και να ανακαλύψουμε μυστικά, να μάθουμε καταιγιστικά solo για την κιθάρα μας και να μαζέψουμε πόντους που μπορούμε να ξοδέψουμε για upgrades. Μπορούμε να αναλάβουμε τις κύριες αποστολές που προχωρούν την ιστορία, ή να πάρουμε δευτερεύουσες οι οποίες χρησιμεύουν κυρίως στο να αποκτήσουμε περισσότερους πόντους.
Δυστυχώς, οι αποστολές αυτές γίνονται γρήγορα βαρετές και επαναλαμβανόμενες, και βρίσκουμε τους εαυτούς μας περισσότερο να περιπλανιώμαστε και να χαζεύουμε τον ανοιχτό –και πανέμορφο– κόσμο, αλλά δεν μπορούμε να μην ευχόμαστε να υπήρχαν πιο πολλά πράγματα να κάνουμε σ’αυτόν.
{PAGE_BREAK}
Οι story missions από την άλλη είναι αρκετά ενδιαφέρουσες και ατμοσφαιρικές, ενώ τις διακρίνει αρκετή ποικιλία. Εδώ εισάγεται σιγά-σιγά (και όλο και πιο συχνά όσο προχωράμε στο παιχνίδι) το πολυσυζητημένο RTS στοιχείο. Έχοντας περάσει ορισμένες αποστολές όπου έχουμε μάθει να ελέγχουμε περιορισμένες ομάδες συνεργατών μας και να δίνουμε απλές εντολές, πρέπει να κερδίσουμε κάποιες μάχες όπου η βάση μας είναι η σκηνή μας και πηγή ενέργειας οι fans –τους οποίους μαζεύουμε από τα fan geysers που υπάρχουν διάσπαρτα στο χάρτη. Στις μάχες αυτές, το παιχνίδι γίνεται ένα είδος action strategy, καθώς ελέγχουμε το χαρακτήρα μας και δίνουμε απλές εντολές στις μονάδες μας, τις οποίες παράγει η βάση μας σύμφωνα με τις διαταγές μας.
Αυτό το στάδιο αποτελεί και προετοιμασία για το multiplayer του παιχνιδιού, το οποίο ουσιαστικά είναι τα stage battles ανάμεσα στις τρεις διαθέσιμες factions –τους Ironheade του Eddie, τους Tainted Coil του Doviculus και τους Drowning Doom, ή αλλιώς τα gothάκια! Κάθε faction ξεχωρίζει αρκετά εμφανισιακά και έχει τόσο παρόμοιες όσο και ξεχωριστές μονάδες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στο πεδίο της μάχης.
Και εδώ χειριζόμαστε το χαρακτήρα μας, έχοντας τη δυνατότητα να πετάμε πάνω από το πεδίο της μάχης και να δίνουμε εντολές, να ενισχύουμε τις μονάδες μας και φυσικά, να προσγειωνόμαστε και να παίρνουμε κι οι ίδιοι μέρος στη δράση. Το πρόβλημα είναι ότι ναι μεν το strategy στοιχείο δεν είναι πολύ έντονο, όμως η έλλειψη βοηθειών όπως ο χάρτης του πεδίου της μάχης και το κάπως αδέξιο σύστημα χειρισμού, σημαίνει πως αυτές οι αναμετρήσεις γίνονται κάπως δύσκολες και σίγουρα σε στιγμές τραβάνε σε μάκρος, είτε ενάντια σε άνθρωπο είτε στον υπολογιστή. Αντίθετα, ο χειρισμός στα action τμήματα είναι πολύ άνετος και λειτουργικός, με πολύ λίγες παραφωνίες (όπως καμιά φορά ο χειρισμός του Deuce, του οχήματος που έχουμε τη δυνατότητα να καλούμε ανά πάσα στιγμή).
Σε γενικές γραμμές, το Brütal Legend προσπαθεί συνεχώς να φέρει μαζί δυο-τρία είδη παιχνιδιού, και η αλχημεία αυτή πότε παράγει χρυσάφι και πότε κάρβουνο. Σαν game design είναι πολύ ενδιαφέρον και περιέχει ορισμένες καταπληκτικές ιδέες (δεν περιμέναμε άλλωστε τίποτε άλλο από ένα δημιουργό όπως ο Schafer), αλλά δίνεται η εντύπωση ότι πολλές από αυτές τις ιδέες εφαρμόστηκαν κάπως αλλοπρόσαλλα. Το καλό είναι πως το παιχνίδι ξέρει ότι οι απαιτήσεις του είναι κάπως ιδιαίτερες, και φροντίζει να μας βάλει σταδιακά μέσα στα πιο πολύπλοκα στοιχεία του gameplay, μέχρι να φτάσουμε στο σημείο των μεγάλων μαχών προς το τέλος.
His deep, dark eyes keep watch on his kingdom: Τεχνικά
Ευτυχώς, όλα αυτά γίνονται σε έναν κόσμο με υπέροχα γραφικά, τόσο τεχνικά όσο και εικαστικά. Ο σχεδιασμός τοποθεσιών και χαρακτήρων είναι απλά αριστουργηματικός, και μερικά μέρη στο χάρτη αξίζουν το ταξίδι μόνο και μόνο για να τα χαζεύουμε για λίγες στιγμές. Γενικά το παιχνίδι δείχνει πανέμορφο και φυσικά ξεχειλίζει από προσωπικότητα, και πολλά εύσημα πρέπει να αποδοθούν στους σχεδιαστές του. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι το animation και το lip-sync είναι τόσο εξαιρετικά που γίνονται κι αυτά μέσο της αφήγησης και δένουν τέλεια με το πολύ καλό voice acting, παράγοντας ένα αποτέλεσμα που θα μπορούσε άνετα να είναι animated ταινία. Γι’αυτό και σε στιγμές, κάποια προβληματάκια στο frame rate και στις διακοπές για loading χτυπάνε λίγο πιο άσχημα απ’όσο πρέπει.
{VIDEO_1}
Στον τομέα του ήχου ξεχωρίζει το προαναφερθέν voice acting και η καταπληκτική συλλογή από metal ύμνους που αποτελούν το soundtrack, συνθέτοντας ένα αρτιότατο σύνολο. Μοναδική παραφωνία η εκνευριστική επανάληψη ορισμένων φράσεων κατά τη διάρκεια κάποιων αποστολών –με τόση προσοχή που έχει δοθεί στο γράψιμο και στο voice acting, κάτι τέτοιο και φαίνεται πιο άσχημο, και θα μπορούσε να αποφευχθεί εύκολα.
Συμπεράσματα
Σαν αγαπημένος metal δίσκος, το Brütal Legend είναι σφιχτοδεμένο και γεμάτο προσωπικότητα και δύναμη, χαράζοντας τη δική του πορεία μέσα στο gaming τοπίο. Επίσης, όμως, σαν metal δίσκος, προσπαθεί σε στιγμές να συνδυάσει ορισμένα παράταιρα μεταξύ τους στοιχεία και το πάντρεμα αυτό δεν έχει πάντα καλά αποτελέσματα – και φυσικά δεν απευθύνεται και δε θα αρέσει σε όλους. Όσοι δεν είναι fans της metal μουσικής θα χάσουν μεγάλο μέρος από τη γοητεία του παιχνιδιού, αν και το καλογραμμένο σενάριο και οι χαρακτήρες μπορούν ακόμη να γίνουν αρεστά.
Οι καινοτομίες στο gameplay, όμως, θα δημιουργήσουν τόσο φανατικούς φίλους όσο και ορκισμένους εχθρούς. Είναι τελικά μόνο χάρη στο ταλέντο και στο μεράκι του Tim Schafer και της ομάδας του που το Brütal Legend δεν καταβάλλεται από τα αρνητικά του, αλλά αντίθετα τα φοράει περήφανα σαν στάμπα σε φθαρμένο μαύρο μπλουζάκι.
Μιχάλης Τέγος
