
Πολλά έχουν ακουστεί -και ακόμα περισσότερα έχουν γραφεί- για το Dark Void, τη νέα δημιουργία της Capcom. Η παραλαβή του τελικού κώδικα για δοκιμή είναι αλήθεια πως συνοδεύθηκε από ένα έντονο αίσθημα αγωνίας γιατί αφενός η εταιρία έχει μια καλή παράδοση στην κατηγορία των action – shooters, αλλά από την άλλη τα πρώτα μηνύματα από το διαδίκτυο δεν ήταν και τόσο ενθαρρυντικά. Τελικά, αποδεικνύεται πως ο τίτλος χρειαζόταν ακόμα πολύ δουλειά πριν παραδοθεί στο κοινό, γιατί με την τρέχουσα εικόνα του δυστυχώς προσγειώνεται κάπως ανώμαλα.
Το οξύμωρο της υπόθεσης είναι πως τα πρώτα λεπτά θα περάσουν σχετικά ευχάριστα και σε καμία περίπτωση δεν προϊδεάζουν για το τι θα επακολουθήσει. Η δράση, παρόλο που δεν κινείται σε νέα μονοπάτια, δείχνει να είναι αρκετά έντονη, ο χειρισμός εμφανίζεται αρκετά απλός, ενώ και η Unreal Engine εγγυάται ένα οπτικό σύνολο τουλάχιστον όμορφο. Οπότε, είναι εύλογο το ερώτημα για το τι φταίει για αυτή τη μετριότητα. Και εδώ έρχονται στην επιφάνεια πολλά ζητήματα σχετικά με το Dark Void.
Αλλά τελικά η απάντηση της γενικότερης μετριότητας ίσως να μην είναι και τόσο δύσκολη. Το Dark Void δεν αποτελεί μια δημιουργία της Capcom, αλλά της Airtight Games, που στο παρελθόν δεν έχει να επιδείξει κάτι περισσότερο πέρα από το Crimson Skies. Ίσως το αποτέλεσμα της δουλειάς του συγκεκριμένου studio να ξεχείλισε το ποτήρι στις σχέσεις τους, με την ιαπωνική εταιρία να δηλώνει πρόσφατα πως από εδώ και στο εξής θα ελαττώσει τις συνεργασίες της με ομάδες ανάπτυξης από τη Δύση. Οπότε, η πραγματικά ημιτελής εικόνα του τίτλου, ίσως και να οφείλεται στον παραπάνω λόγο.
Into the Void: Το σενάριο
Ουσιαστικά, πρόκειται για ανθρώπους που είχαν και αυτοί την ίδια τύχη στο παρελθόν και έχουν παγιδευτεί στο συγκεκριμένο σύμπαν που ονομάζεται "The Void". Οι παίκτες πληροφορούνται πως οι Survivors βρίσκονται σε πόλεμο με τους "Watchers", μια εξωγήινη φυλή που αναζητάει να βρει μια μυστήρια πηγή ενέργειας.
Ξεκινώντας δειλά: To gameplay στο έδαφος
Η αλήθεια είναι πως η Airtight Games έχει κινηθεί αρκετά έξυπνα κατά τις πρώτες ώρες του τίτλου και έτσι η ποικιλία δεν απουσιάζει. Καταρχάς, η γενικότερη αισθητική είναι ιδιαίτερα ελκυστική, με το όλο σκηνικό να παραπέμπει στη σειρά Crimson Skies. Η εναλλακτική πραγματικότητα που ξεδιπλώνεται εμπρός στα μάτια μας είναι ιδιαίτερα προσεγμένη και έτσι οι χαρακτήρες που θυμίζουν φιγούρες του Β’ Παγκόσμιου πολέμου δημιουργούν μια ωραία αντίθεση στην ανεπτυγμένη τεχνολογία των αντιπάλων τους.
{PAGE_BREAK}
Μεταφέροντας τη δράση στους ουρανούς
Και εκεί όπου οι "on-foot" αποστολές θα αρχίσουν να κουράζουν, την εμφάνισή του θα κάνει το jet pack και σε μεγάλο βαθμό θα καταφέρει να ανατρέψει το κλίμα. Ο Will θα κινείται στον αέρα με μοναδική χάρη και ακρίβεια, ενώ και το μοντέλο χειρισμού που έχει χρησιμοποιηθεί είναι τις περισσότερες φορές ιδιαίτερα φιλικό. Η στόχευση των αντιπάλων είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση ενώ και το διακριτικότατο aim assist θα φανεί πολλές φορές σωτήριο. Το ίδιο ισχύει και για την αιώρηση, ενώ το boost είναι σίγουρο πως θα καλύψει την ανάγκη των παικτών για πραγματικά υψηλές ταχύτητες.
Δυστυχώς, η επιλογή κλειδώματος στους στόχους είναι μια πραγματικά επίπονη εμπειρία γιατί σχεδόν ποτέ δεν πετυχαίνει, ενώ θα είναι υπεύθυνη και για πολλές…ζαλάδες εξαιτίας της απρόβλεπτης κίνησης της κάμερας. Παράλληλα, για την εκτέλεση ορισμένων ακροβατικών απαιτείται η ταυτόχρονη πίεση και των δύο αναλογικών μοχλών, μια επιλογή που στο μέσο μιας αερομαχίας δεν είναι καθόλου βολική.
Τέλος, οι melee επιθέσεις δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν, δημιουργώντας έτσι ένα πλήρες σύστημα μάχης. Ωστόσο, το πρόβλημα βρίσκεται αλλού. Οι αντίπαλοι είναι στην πλειοψηφία τους ιδιαίτερα προβλέψιμοι και έτσι όποιο επίπεδο δυσκολίας και αν επιλέξουμε, η συμπεριφορά τους θα είναι πάντοτε η ίδια. Με τη νοημοσύνη τους να κυμαίνεται σε σκανδαλιστικά χαμηλά επίπεδα, ουσιαστικά, το μόνο που μεταβάλλεται αν προτιμήσει κάποιος την επιλογή hard, είναι ο αριθμός των σφαιρών που απαιτούνται ώστε να εξουδετερωθούν.
Βουτιά δίχως επιστροφή
Και τα δυσάρεστα δεν σταματούν εδώ. Η γενικότερη ασυνέχεια του σεναρίου ενισχύεται ακόμα περισσότερο από τα αδιάφορα cut scenes, ενώ και η συνολική διάρκεια του Dark Void αδυνατεί να ξεπεράσει τις 6 ώρες. Κάτω από άλλες συνθήκες αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, αλλά αν αναλογιστούμε πως πρόκειται για μια αποκλειστικά single player εμπειρία, δίχως την παραμικρή multiplayer προσθήκη, τότε το πρόβλημα της μικρής διάρκειας διογκώνεται. Η γενικότερη μέτρια εικόνα ενισχύεται ακόμα περισσότερο και από τον τεχνικό τομέα, όπου τόσο τα γραφικά, όσο και ο ήχος αδυνατούν να εντυπωσιάσουν.
{VIDEO_1}
Οι διάλογοι από την μια πλευρά δεν έχουν να επιδείξουν κάτι το ιδιαίτερο, με τη μουσική να είναι τις περισσότερες φορές απούσα και με τα διάφορα εφέ είναι κρίνονται ως απλά αποδεκτά. Τα γραφικά από την άλλη -και παρά το γεγονός πως χρησιμοποιούν την Unreal Engine- δεν δείχνουν και τόσο σύγχρονα, με μια εικόνα που θα λέγαμε πως είναι απλά ικανοποιητική. Το frame rate παραμένει πάντοτε σταθερό και ειδικά στις αποστολές στον αέρα υπάρχει μια μοναδική ομαλότητα, αλλά αυτό θα πρέπει να θεωρείται σαν δεδομένο από τη στιγμή που η μηχανή γραφικών δε δείχνει να ζορίζεται με το σχεδιασμό πολύπλοκου περιβάλλοντος και χαρακτήρων.
Ανώμαλη προσγείωση: Συμπεράσματα
Το συμπέρασμα που προκύπτει από το σύνολο του Dark Void, είναι πως ο τίτλος είναι πραγματικά ανολοκλήρωτος. Ορισμένα καλά στοιχεία που εντοπίζονται δεν είναι σε θέση να ανατρέψουν τη συνολικά μέτρια εικόνα, η οποία ενισχύεται ακόμα περισσότερο από την πεποίθηση πως η ανάπτυξή του διακόπηκε στη μέση. Κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πραγματικά δύσκολο να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού, αποτελώντας παράλληλα ένα κακό ξεκίνημα της Capcom για το νέο έτος.
Γιώργος Τσακίρογλου