Μόνο για τους φανατικούς;
Συνήθως, οι εταιρείες που έχουν στη κατοχή τους επίσημες άδειες αξιοποίησης γνωστών manga/anime franchises, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο μονοπάτι: αυτό της επανάληψης. Σε λιγότερο από κάθε 12 μήνες, ένα νέο παιχνίδι θα κάνει την εμφάνιση του στα ράφια, πιθανότατα μία ελαφρώς βελτιωμένη έκδοση ενός beat-em-up που μετρά ήδη τέσσερα ή πέντε sequels, με όλες τις εξελίξεις σε σενάριο και χαρακτήρες να δηλώνουν παρούσες. Με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνεται το εύκολο κέρδος, αφού πολλοί “die-hard” οπαδοί, θα αγοράσουν οτιδήποτε έχει το λογότυπο της αγαπημένης τους σειράς επάνω του.
Το τελευταίο καιρό όμως, παρατηρούμε μία…στροφή στην ποιότητα, με παιχνίδια όπως το Naruto Ultimate Ninja Storm, που όχι μόνο κατάφερε να εκπλήξει, αλλά δεν ακολουθήθηκε και από ένα ακαριαίο sequel, αφού οι δημιουργοί του δείχνουν να αφιερώνουν αρκετό χρόνο και προσπάθεια στην κυκλοφορία μίας αξιόλογης συνέχειας, και όχι σε ένα απλό “cash-in”. Στην περίπτωση του Bleach, τώρα, δύο τίτλοι έχουν ήδη κυκλοφορήσει στο φορητό της Nintendo -περιττό να αναφέρουμε, Fighting μορφής. Στην τρίτη προσθήκη όμως, και πιο συγκεκριμένα στο The 3rd Phantom, τα πράγματα αλλάζουν. Η αλλαγή developer έφερε και αλλαγές στη φιλοσοφία των Bleach τίτλων για το DS, αφού πλέον έχουμε να κάνουμε με ένα παραδοσιακό Tactical RPG, με ό,τι συνεπάγεται αυτό…
Πόσο διαθέσιμο χρόνο έχεις; -Σενάριο
Κάπου εδώ να αναφέρουμε, πως το The 3rd Phantom είναι ένας από τους τίτλους που απαιτούν κάποιες συγκεκριμένες γνώσεις γύρω από το σύμπαν του Bleach, ούτως ώστε να παιχτούν όπως ο δημιουργός του το οραματίστηκε. Ο υπογράφων δεν θα αποκαλούσε τον εαυτό του φανατικό φίλο του franchise Bleach, μιας και ποτέ το εν λόγω franchise δεν άσκησε κάποια ιδιαίτερη γοητεία επάνω του. Ωστόσο, δεν μπορείς να μην σέβεσαι την επιτυχία του. Αυτός είναι και ο λόγος που προσεγγίσαμε το παιχνίδι με δισταγμό. Πληροφοριακά, όλο το σενάριο του παιχνιδιού είναι γραμμένο από τον ίδιο τον Tite Kubo, δημιουργό του Bleach.
Κάτι τέτοιο σημαίνει πως όποιος αποφασίσει να ασχοληθεί μαζί του, θα έρθει σε επαφή με μια -σε γενικά πλαίσια- ενδιαφέρουσα ιστορία, που γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρουσα όσο προχωράμε στο παιχνίδι. Κάπου εδώ, εντοπίζεται το πρώτο πρόβλημα.
Η ιστορία παρουσιάζει ιδιαίτερο βάθος, μόνο που αυτό αναλώνεται στη συναναστροφή μας με χαρακτήρες είτε ήδη γνωστούς στο σύμπαν του Bleach, είτε νέους, αποκλειστικά παρόντες στο παιχνίδι. Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν και οι πρωταγωνιστές του παιχνιδιού, τα δίδυμα Matsuri και Fujimaru Kudo. Το ποιον από τους δύο θα επιλέξουμε παίζει μηδαμινό ρόλο αφού, σχεδόν πάντα, οι δύο ήρωες θα είναι “αυτοκόλλητοι”. Έτσι λοιπόν, θα περάσουμε ώρες επί ωρών μιλώντας με χαρακτήρες, άλλους ασήμαντους και άλλους κύριους, ανακαλύπτοντας δια της πλαγίας οδού λεπτομέρειες για τα γεγονότα που οδήγησαν στην παρούσα κατάσταση, αυτή δηλαδή που πραγματεύονται τα manga και anime.
Tactical RPG; -Gameplay και δομή
Όταν το παιχνίδι φιλοτιμηθεί να μας θέσει αντιμέτωπους με μία ομάδα εχθρών, τότε επιτέλους θα μπορέσουμε να έρθουμε σε στενή επαφή με το σύστημα μάχης και τη δομή του. Να αναφέρουμε πως το 3rd Phantom δεν παρουσιάζει κανένα είδος ελεύθερης κίνησης εντός κι εκτός της μάχης. Οι μάχες είναι η μοναδική μας ευκαιρία να αξιοποιήσουμε τα πλήκτρα του DS, αφού εκτός αυτών το μόνο που κάνουμε είναι να συζητάμε με χαρακτήρες μέσω χρονοβόρων γραμμών κειμένου. Καταφέρνει λοιπόν το σύστημα μάχης να μας αποζημιώσειγια τα άλλα “φάουλ” του τίτλου;
Η απάντηση είναι “ναι και όχι”. Και ακολουθεί το γιατί. Από τη μία, έχουμε να κάνουμε με ένα παραδοσιακό RPG τακτικής, με την κάμερα να εντοπίζεται ψηλά, και τους χαρακτήρες, ως μικρές φιγούρες, να μετακινούνται στα καθιερωμένα κουτάκια. Φέρτε στο μυαλό σας το Final Fantasy Tactics, αλλά σε βραδύτερες ταχύτητες και σαφώς μικρότερη ποικιλία και ενδιαφέρον. Και αναρωτιέται κανείς: Για ποιο λόγο να αφιερώσει κάποιος το λιγότερο 25 ώρες σε έναν τίτλο που κάνει αυτό που άλλοι κάνουν πολύ καλύτερα, και πιο ευχάριστα; Η λογική απάντηση, είμαι μία και μονάχα μία. Γιατί θα είναι Hardcore οπαδοί. Αυτοί που “κόβουν φλέβα” για τους Soul Reapers, την κατατρόπωση Hollows, την ιστορία των Quincies και όλα τα συναφή, δεν θα υποστούν, αλλά θα απολαύσουν κάθε φαινομενικά ασήμαντο διάλογο, κάθε λεπτομέρεια για το παρελθόν του Soul Society.
Και ανά τακτά χρονικά διαστήματα, θα τους δίνεται η ευκαιρία να συνδυάσουν τις δυνάμεις των αγαπημένων τους χαρακτήρων, αφού αργότερα στο παιχνίδι στην ομάδα μας προστίθενται χαρακτήρες του κυρίου cast της σειράς (Ichigo, Rukia, κ.α.).
{PAGE_BREAK}
Τεχνολογία και συμπεράσματα
Στα του οπτικού και ακουστικού τομέα, το παιχνίδι της SEGA τα πηγαίνει μέτρια προς καλά. Πόντους προσθέτει η παρουσίαση των επιθέσεων σε 2D στυλ, σαν σε έναν fighting τίτλο, με τον παίκτη ανίκανο όμως να επηρεάσει τη ροή της επίθεσης. Όταν δύο χαρακτήρες επιτίθενται μαζί, σε μία συνεργατική κίνηση (ένα θετικό στοιχείο του παιχνιδιού, παρεμπιπτόντως), τα γραφικά καταφέρνουν να εντυπωσιάσουν χάρη στα εφέ των επιθέσεων και των Spiritual κινήσεων. Τα sprites στις μάχες είναι αποδεκτής ποιότητας, ενώ εκτός της μάχης, το μόνο που θα αντικρίζουμε είναι παράθυρα συζητήσεων, ατέλειωτες σειρές διαλόγου και ελαφρώς κινούμενα πορτραίτα χαρακτήρων.
Τα πράγματα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο στον τομέα του ήχου, αφού εκτός από μερικά επιφωνήματα κατά τη διάρκεια επιθέσεων, όλοι οι διάλογοι είναι κομμένοι. Τα μουσικά θέματα του παιχνιδιού δεν αργούν να κουράσουν, αφού πέφτουν κι αυτά θύματα της επανάληψης. Τουλάχιστον, το 3rd Phantom παρουσιάζει το χαρακτηριστικό οπτικό στυλ του anime, διατηρώντας έτσι αναλοίωτη την ταυτότητα της σειράς.
{VIDEO_1}
Το Bleach: The 3rd Phantom δεν είναι ένα κακό παιχνίδι. Είναι ένα παιχνίδι σχεδιασμένο από τα θεμέλια ακόμα, αποκλειστικά για τους οπαδούς της σειράς. Αν είστε βυθισμένοι στο σύμπαν του Bleach, η νέα πρόταση της SEGA είναι πιθανό να σας κερδίσει, και γι’ αυτό ίσως θα έπρεπε να προσθέσετε μια μονάδα στην τελική βαθμολογία. Για τους υπόλοιπους, όμως, εκείνους που επιθυμούν να παίξουν ένα καλό SRPG (Strategy RPG), υπάρχουν αλλού πορτοκαλιές, με πολύ καλύτερα πορτοκάλια, όπως η περσινή SRPG έκπληξη, το Shin Megami Tensei: Devil Survivor.
Δημήτρης Μπάνος