Το παλιό γίνεται νέο, με τη μαγεία της Blizzard
Όταν μια ολόκληρη βιομηχανία υιοθετεί σαν μόττο της την απλοποίηση και τον συνεχή επαναπροσδιορισμό των συμβάσεών της για να καταφέρει να απευθυνθεί σε όσο το δυνατόν περισσότερο κόσμο, χρειάζεται να είσαι ένας ξεχωριστός δημιουργός, όχι απλά για να πας κόντρα στο ρεύμα, αλλά για να χαράξεις ολόκληρη καινούρια κοίτη για τον ποταμό σου. Με άλλα λόγια, χρειάζεται να είσαι η Blizzard. Δώδεκα σχεδόν χρόνια μετά το πρώτο StarCraft, η επιστροφή της εταιρείας, που έγινε συνώνυμη με σειρά επιτυχιών, στο θρυλικό RTS της φαίνεται ένας συνδυασμός νοσταλγίας, αυτοπεποίθησης και θράσους. Και περιέργως, με αυτό τον τρόπο καταφέρνει να απευθυνθεί τόσο στους φανατικούς παίκτες του StarCraft όσο και σε όσους το ανακαλύπτουν τώρα.
Όπως είχαμε παρατηρήσει και στην multiplayer beta του παιχνιδιού πριν λίγους μήνες, το StarCraft II μοιάζει τόσο πολύ στον προκάτοχό του σε φιλοσοφία και μηχανισμούς, που νομίζεις ότι κυκλοφόρησε δύο χρόνια μετά κι όχι δώδεκα.
Ό,τι πρόοδος, ή έλλειψη αυτής, έχει γίνει στα RTS στο μεταξύ, δεν απασχόλησε καθόλου τη Blizzard. Οι παρατάξεις παραμένουν τρεις, δηλαδή Terrans, Zerg και Protoss, ενώ το gameplay βασίζεται στην συγκέντρωση πρώτων υλών και την κατασκευή μονάδων, οι οποίες θα χρησιμοποιηθούν για να εφαρμόσουν τις τακτικές που θα σχεδιάσει ο παίκτης-στρατηγός. Στο preview της beta είχαμε εκφράσει την ανησυχία μας για το κατά πόσο το StarCraft II θα μπορούσε να περιγραφεί απλώς ως “StarCraft HD”, δηλαδή μια επανάληψη του πρώτου παιχνιδιού με καλύτερα γραφικά και ήχο. Τελικά, αυτός ο χαρακτηρισμός και ισχύει και δεν ισχύει. Και αυτό δεν είναι καθόλου κακό.
Το ιστορικό μιας επανάστασης
Το πρώτο StarCraft έχει καθιερωθεί τόσο πολύ ως μια από τις πληρέστερες multiplayer εμπειρίες, που είναι εύκολο να ξεχάσει κανείς ότι βασίζεται σε μια πολύ πλούσια και προσεγμένη, αν κι όχι ιδιαίτερα πρωτότυπη, ιστορία. Το SCII συνεχίζει στα ίδια σεναριακά μονοπάτια, ξεκινώντας από εκεί που σταμάτησε το πρώτο, αλλά και το expansion του, Brood War.
Έχουν περάσει τέσσερα χρόνια από εκείνα τα γεγονότα, όταν η Sarah Kerrigan μεταλλάχθηκε στην Queen of Blades και ανέλαβε την ηγεσία των Zerg, ο Arcturus Mengsk σφετερίστηκε την εξουσία των αποικιών των Terrans του Koprulu Sector, αναγκάζοντας τον Jim Raynor να συνεχίσει τον αγώνα του ενάντια στην τυραννία εκτός νόμου πια, και ο Tassadar θυσιάστηκε για να εξολοθρεύσει το Zerg Overmind, που κατέστρεψε την πατρίδα των Protoss. Τώρα, ο Jim Raynor και οι Raiders του πολεμούν αντάρτικο, προσπαθώντας να εκθρονίσουν τον προδοτικό Mengsk, ενώ από τα Zerg δεν έχει ακουστεί το παραμικρό σ’αυτό το διάστημα.
Γι’αυτό και το σοκ είναι διπλό όταν, όχι μόνο επανεμφανίζονται τα Zerg με μεθοδικές επιθέσεις σε ανθρώπινες αποικίες με την Queen of Blades επικεφαλής, αλλά παρουσιάζεται και ο Dark Templar Zeratul, παλιός σύμμαχος του Raynor, για να προειδοποιήσει ότι μια αρχαία, πολύ χειρότερη απειλή από τα Zerg, έχει ξυπνήσει και μπορεί να βυθίσει ολόκληρο το γαλαξία στο σκοτάδι του κενού…
Όπως και στο πρώτο StarCraft, η ιστορία διαδραματίζεται μέσα από διάλογο που ακούμε κατά τη διάρκεια των αποστολών, αλλά και μέσω cinematics, τα οποία είναι εξαιρετικής ποιότητας, είτε είναι pre-rendered είτε in-game με μια ξεχωριστή 3D μηχανή. Η Blizzard έχει γίνει άλλωστε γνωστή και για τη μοναδική φροντίδα που δίνει στα cinematics της, δίνοντας στα παιχνίδια της την αίσθηση του επικού. Δυστυχώς, το γράψιμο των διαλόγων δεν είναι και το καλύτερο δυνατό, όπως και η παρουσίαση των χαρακτήρων – όλα σε επίπεδο προχειροφτιαγμένου B-movie, όμως αυτό εξισορροπείται εύκολα από την ποιότητα όλων των υπόλοιπων στοιχείων, ενώ η γενική ιστορία θα προκαλέσει ρίγη ευχαρίστησης ειδικά σε όσους την έχουν παρακολουθήσει από την αρχή.
Η Blizzard, όμως, φρόντισε και για τους νεοφερμένους: κατά τη διάρκεια του installation, η φωνή του ρομποτικού Adjutant αφηγείται τα γεγονότα του πρώτου παιχνιδιού, φτάνοντας μέχρι το σημείο όπου ξεκινά το δεύτερο, ώστε όσοι ξεκινούν τώρα να γνωρίζουν τουλάχιστον τα απολύτως απαραίτητα.
{PAGE_BREAK}
Τα φτερά της λευτεριάς: Ξεκινώντας
Στο πρώτο αυτό μέρος από τα τρία συνολικά που θα κυκλοφορήσουν κάτω από το λάβαρο του StarCraft II, οι παίκτες αναλαμβάνουν το ρόλο των Terrans και συγκεκριμένα της παράταξης του Jim Raynor. Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, θα ξεδιπλώσουμε την ιστορία φέρνοντας εις πέρας τις αποστολές που μας αναθέτουν οι διάφοροι χαρακτήρες, αλλά και κυκλοφορώντας πάνω στο σκάφος μας. Όχι, το StarCraft II δεν έγινε Mass Effect, απλώς ανάμεσα στις αποστολές έχουμε την ευκαιρία να κινηθούμε πάνω στη ναυαρχίδα μας, το Hyperion, όπου μπορούμε να επισκεφθούμε τέσσερις περιοχές:
Στο Armory θα συγκεντρώνονται οι μονάδες που θα ξεκλειδώνονται καθώς προχωρούμε στο campaign – κι εδώ θα μπορούμε να ερχόμαστε και να τις καμαρώνουμε (διαβάζοντας και τις, ομολογουμένως, αρκετά πνευματώδεις περιγραφές τους). Εδώ επίσης, θα μπορούμε να προσαρμόσουμε upgrades στις μονάδες αυτές, με χρήματα που κερδίζουμε εκπληρώνοντας τις αποστολές. Στο Laboratory διεξάγεται η επιστημονική μας έρευνα. Ολοκληρώνοντας ορισμένους δευτερεύοντες στόχους κατά τη διάρκεια μιας αποστολής, θα ανταμειβόμαστε με με Research Points, τους οποίους μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε για να ξεκλειδώσουμε νέες τεχνολογίες που ενισχύουν τις δυνάμεις μας. Ταυτόχρονα, εδώ θα φιλοξενούνται τα παράξενα πράγματα που θα συναντήσουμε στο δρόμο προς τη νίκη.
Η Cantina είναι, όπως είναι φανερό, ο χώρος αναψυχής του σκάφους. Εδώ θα μπορούμε να ακούσουμε μουσική (μέσα από μια επιλογή country κομματιών, από τα οποία το “A Zerg, A Shotgun and You” είναι ήδη το αγαπημένο μας), να παρακολουθήσουμε τις ειδήσεις που μεταδίδουν (και θάβουν) τα κατορθώματά μας και να προσλάβουμε Mercenaries, που προσθέτουν νέες, πιο εξειδικευμένες μονάδες στο στρατό μας. Επίσης, εδώ μπορούμε να παίξουμε και το Lost Viking, ένα πλήρες shoot-em-up της παλαιάς σχολής, που συμπεριέλαβε η Blizzard στο παιχνίδι και που θα κάνει τους παλιότερους fans να χαμογελάσουν τόσο με το στυλ του όσο και με το όνομά του.
Τέλος, υπάρχει η Bridge, όπου μπορούμε να ξαναπαίξουμε τις αποστολές που έχουμε ολοκληρώσει, να παρακολουθήσουμε ξανά τα cinematics που έχουμε δει, να συμβουλευτούμε τον ύπαρχό μας, Matt Horner και φυσικά, να μπούμε στο Star Map, απ’ όπου ξεκινάμε την επόμενή μας αποστολή.
Η καρδιά του σμήνους: Παίζοντας
Με το ξεκίνημα μιας αποστολής, βρισκόμαστε στο γνώριμο περιβάλλον του StarCraft. Εδώ είναι που έχουν αλλάξει τα περισσότερα και τα λιγότερα μαζί. Κατά κύριο λόγο, η εκπλήρωση μιας αποστολής θα εξαρτάται από το να στήσουμε τις κατάλληλες μονάδες, να οργανώσουμε το σχέδιο δράσης μας και να οδηγήσουμε το στρατό μας στη νίκη. Ο RTS πυρήνας του παιχνιδιού έχει μείνει τόσο απείραχτος από το πρώτο, που πραγματικά η πρώτη αντίδραση είναι να αναρωτηθεί κανείς, τι ακριβώς έκανε η Blizzard τόσα χρόνια που ανέπτυσσε αυτό το παιχνίδι;
Η απάντηση δεν αργεί να έρθει: μια από τις μεγαλύτερες αρετές του StarCraft ήταν η εξαιρετική ισορροπία ανάμεσα στις τρεις παρατάξεις του, κάτι που έδινε βάθος και χώρο για εξερεύνηση στο single player, αλλά και την πρόκληση και την μοναδική εξίσωση του multiplayer. Σοφά, η Blizzard επέλεξε να αφήσει αναλλοίωτη την ισορροπία αυτή, αλλά να γυαλίσει και να τελειοποιήσει όλα τα άλλα. Οι αλλαγές που έχουν γίνει είναι μικρές και δεν γίνονται πάντα αντιληπτές, ενώ αφορούν κυρίως σε μεμονωμένες μονάδες, τόσο υπάρχουσες όσο και καινούριες.
Η δουλειά που έχει γίνει, αρχίζει να λάμπει στο σχεδιασμό των αποστολών. Στις περίπου 30 που είναι διαθέσιμες, σπάνια θα χρειαστεί να επαναλάβουμε κάτι που κάναμε σε μια προηγούμενη. Οι σκοποί που πρέπει να εκπληρώσουμε χωρίζονται σε κύριους και δευτερεύοντες και, ενώ οι δευτερεύοντες δεν διαφοροποιούνται πάντοτε πολύ, οι κύριοι σκοποί θέλουν συνεχώς κάτι νέο από μας. Συνήθως, μάλιστα, αυτό το κάτι νέο είναι μια πάρα πολύ έξυπνη ιδέα (από εκείνες που, χωρίς άλλο, προκύπτουν όταν δουλεύεις πάνω σε κάτι για τόσα χρόνια!): από την υπεράσπιση μιας βάσης από infested ανθρώπους που καίγονται στο φως του ήλιου, κάνοντας την αποστολή μια μείξη εκστρατείας εξολόθρευσης την ημέρα και υπεράσπισης της βάσης τη νύχτα, έως την εκστρατεία με battle cruisers για την εξολόθρευση εχθρικών πυλώνων ενέργειας, απελευθερώνοντας κρατούμενους Protoss στην πορεία που προστίθενται στις δυνάμεις μας, το παιχνίδι φροντίζει να κρατά το ενδιαφέρον και να ζητά συνεχώς νέα πράγματα από τον παίκτη.
{PAGE_BREAK}
Αυτό επιτυγχάνεται και με το σταδιακό ξεκλείδωμα νέων μονάδων (συνήθως μια τέτοια μονάδα θα μας δοθεί στην πρώτη αποστολή που θα απαιτεί τα προσόντα της, π.χ. τα προαναφερθέντα battle cruisers, και μετά ξεκλειδώνεται για χρήση). Παράλληλα, ενώ το Wings of Liberty επικεντρώνεται αποκλειστικά στον χειρισμό των Terrans, ένα σεναριακό κόλπο μάς επιτρέπει να πάρουμε υπό τον έλεγχό μας τους Protoss για λίγες αποστολές, οι οποίες είναι από τις πιο ενδιαφέρουσες και επικές του παιχνιδιού. Η ίδια ποικιλία υπάρχει και στα πολύ καλοσχεδιασμένα περιβάλλοντα.
Τα επίπεδα καλύπτουν ό,τι μπορεί κανείς να φανταστεί σε παιχνίδι του είδους, από πλανήτες με πλούσια δάση και ζούγκλες μέχρι αστικές περιοχές καλυμμένες από μέταλλο και τσιμέντο, και από πύρινες κολάσεις και λάβα έως διαστημικές πλατφόρμες που αιωρούνται στο άπειρο. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι όλα αυτά δεν είναι απλώς διακοσμητικά – ο σχεδιασμός των επιπέδων λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του το gameplay και τις απαιτήσεις της κάθε αποστολής, φροντίζοντας να δώσει στον παίκτη το χώρο και την άνεση να καταστρώσει τις στρατηγικές του, εκμεταλλευόμενος το περιβάλλον και τις συνθήκες που επικρατούν γύρω του.
Μάλιστα, αν μπορούμε να βρούμε ένα αρνητικό στον τρόπο που έχουν σχεδιαστεί οι αποστολές και τα επίπεδα, είναι ότι μάς κακομαθαίνουν τόσο πολύ που εκνευριζόμαστε που δεν υπάρχουν περισσότερες – περίπου στη μέση του παιχνιδιού, παρακολουθούμε μια απόβαση από το Hyperion σε ένα άλλο εχθρικό σκάφος, η οποία εκτυλίσσεται ολόκληρη σε ένα cinematic, κάνοντάς μας να προσπαθούμε (διά της μοναδικής hacking μεθόδου “ουρλιάζω – στην – οθόνη – μου”) να διακόψουμε το cinematic για να παίξουμε εμείς την εν λόγω απόβαση.
Η κληρονομιά του κενού: Multiplayer και άλλα
Στο multiplayer τμήμα του τίτλου, βεβαίως, είναι διαθέσιμες και οι τρεις παρατάξεις για παιχνίδι. Αυτό είναι και το τμήμα του παιχνιδιού στο οποίο έχουν αλλάξει τα λιγότερα – και δικαίως. Όπως προαναφέραμε, η μοναδική ισορροπία των τριών παρατάξεων που πέτυχε η Blizzard με το πρώτο παιχνίδι είναι ένα σπάνιο επίτευγμα που κάνει το multiplayer του StarCraft (και του ΙΙ, κατ’επέκταση) ένα ιδιαίτερα περίπλοκο παιχνίδι σκάκι: ο κάθε παίκτης έχει τα κομμάτια του, το κάθε κομμάτι έχει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα και αντιμετωπίζεται από ένα αντίστοιχο αντίπαλο κομμάτι.
Γι’αυτό και είναι καλό που η Blizzard δεν πείραξε σχεδόν καθόλου το multiplayer, αλλά αντίθετα, άφησε τα πράγματα στα απολύτως βασικά. Αν έγινε εδώ κάποια σημαντική αλλαγή, είναι ότι το single-player έχει διαφοροποιηθεί πολύ περισσότερο από το multiplayer απ’ό,τι στο πρώτο, τονίζοντας την ξεχωριστή σημασία του κάθε mode. Αυτό σημαίνει ότι επ’ουδενί δεν μπορεί να λειτουργήσει το single-player σαν ένα μεγάλο tutorial για το multiplayer. Εκτός του ότι περιλαμβάνει αρκετές διαφορές στις μονάδες και στο tech tree, απαιτεί και τελείως διαφορετικό τρόπο παιχνιδιού για να φτάσουμε στην επικράτηση.
Αντίθετα με άλλους μεγάλους τίτλους της εποχής μας με επίκεντρο το multiplayer, εδώ το single-player και το multiplayer είναι δύο πλήρη και παράλληλα τελείως διαφορετικά παιχνίδια μέσα σε ένα πακέτο, επιτρέποντας στον παίκτη να διαλέξει να επικεντρωθεί σε όποιο προτιμά. Ευτυχώς, το match-making του παιχνιδιού φροντίζει να αναθέτει στον παίκτη αντιπάλους που βρίσκονται λίγο-πολύ στο επίπεδό του, ενώ για τον εντελώς αρχάριο, υπάρχουν 50 qualifying matches, από τα οποία το παιχνίδι θα κρίνει το επίπεδό του και θα τον τοποθετήσει ανάλογα, ώστε να αρχίσει την άνοδό του στα ladders της πρόκρισης.
Αν κάτι το συνδέει με το single-player, πάντως, είναι η επιτακτική ανάγκη να μάθουμε τους συνδυασμούς του πληκτρολογίου και τα hotkeys που επιτελούν διάφορες λειτουργίες, ώστε να μπορούμε να κινούμαστε πιο γρήγορα και πιο αποτελεσματικά. Το StarCraft II είναι ένα καθαρό παιχνίδι για PC, κάτι που μας θυμίζει συνεχώς, καθώς μπορούμε (και πρέπει) να χρησιμοποιήσουμε σχεδόν το μισό πληκτρολόγιο για να το χειριστούμε.
{PAGE_BREAK}
Όπως και γενικά όλο το παιχνίδι, το multiplayer διεξάγεται αποκλειστικά μέσω του Battle.net, το οποίο η Blizzard έχει επανασχεδιάσει πλήρως ώστε να αποτελεί μια ψηφιακή πλατφόρμα τύπου Steam ή Xbox LIVE για τα παιχνίδια της. Αυτό είναι άσχημο για μια από τις πιο περήφανες παραδόσεις του πρώτου StarCraft, που ήταν τα παιχνίδια μέσω LAN, κάτι που πλέον είναι αδύνατον – πρόκειται, δυστυχώς, για σημεία των καιρών. Ωστόσο, το matchmaking μέσω του Battle.net λειτουργεί άψογα και δεν παρουσιάζει προβλήματα ούτε στο να βρει παίκτες, ούτε κατά τη δημιουργία δικών μας παιχνιδιών. Τα διαθέσιμα modes είναι τα 1 vs 1 και 2 vs 2 στο ξεκίνημα, ενώ υπάρχουν και επιλογές για co-operative παιχνίδι ενάντια στον υπολογιστή.
Ακόμα και τα modes δεν διαφοροποιούνται σε μεγάλο βαθμό, ωστόσο και εδώ τίθεται το θέμα της εξαιρετικά προσεγμένης ισορροπίας του παιχνιδιού. Δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν και πώς σκοπεύει η Blizzard να τροποποιήσει το multiplayer μέσω του Battle.net, αλλά το σίγουρο είναι ότι μπορεί να το κάνει άνετα. Ως έχει, πάντως, πρόκειται (ξανά) για την πιο πλήρη και ισορροπημένη multiplayer εμπειρία που προσφέρει RTS αυτή τη στιγμή.
SCV ready: Τεχνικά
Κάτι που ήταν ήδη φανερό από την beta, ήταν ότι ο τεχνικός τομέας του StarCraft II είναι από τα πιο εντυπωσιακά του στοιχεία. Τα γραφικά του παιχνιδιού είναι φανταστικά, με καλοσχεδιασμένα και ατμοσφαιρικά μενού και χάρτες που ξεχειλίζουν από φαντασία και ευρηματικότητα. Όλα τα μοντέλα ξεχωρίζουν από την όψη τους και μόνο, είτε βλέπουμε από μακριά είτε κάνοντας zoom in – κάτι που αποκαλύπτει και τη λεπτομέρειά τους. Τα cinematics επίσης είναι φανταστικά, με μια πολύ όμορφη 3D μηχανή που χρησιμοποιείται για την απεικόνισή τους.
Το επίπεδο της λεπτομέρειας φτάνει ακόμα και στα πορτραίτα των μονάδων στο κάτω μέρος της οθόνης, τα οποία είναι πλήρως animated και δίνουν στη μονάδα που ανήκουν μια έξτρα νότα προσωπικότητας, όπως και οι φανταστικές φωνές τους. Το StarCraft II συνεχίζει στο εύθυμο πνεύμα του πρώτου, με τις μονάδες να επαναλαμβάνουν ατάκες από όλο το φάσμα της επιστημονικής φαντασίας, ή απλώς να πετάνε πνευματώδεις παρατηρήσεις.
Λιγότερο εντυπωσιακό είναι το voice acting στα cut-scenes, όμως εύσημα πρέπει να δοθούν στην φανταστική μουσική. Είτε ντύνοντας τα cinematics, είτε συνοδεύοντας τις αποστολές, τα μουσικά θέματα του παιχνιδιού είναι καταπληκτικά (γι’αυτό και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι, στα credits του τέλους, τα credits της μουσικής, ορχήστρας, κλπ. πιάνουν σχεδόν όσο και αυτά των γραφικών). Δυστυχώς, δεν αποφεύχθηκαν κάποια προβλήματα στον ήχο, καθώς το παιχνίδι παλεύει να χειριστεί όλα του τα στοιχεία, και παρατηρήσαμε κάποια σοβαρά κολλήματα στο ξεκίνημα των αποστολών, αλλά όχι κάτι που να καταστρέφει το παιχνίδι και σίγουρα όχι κάποιο σοβαρό bug.
Παράλληλα, είδαμε και εμείς το γνωστό πρόβλημα που καίει κάρτες γραφικών σε οθόνες που το παιχνίδι δεν έχει τι να κάνει και ανεβάζει το frame rate στα ύψη (κυρίως οθόνες μενού, research consoles, pre-rendered cinematics κλπ.) χωρίς, ευτυχώς, κάποια συνέπεια για την κάρτα μας.
Η επιστροφή του StarCraft στις οθόνες των PC είναι, χωρίς άλλο, θριαμβευτική. Η Blizzard δικαιώθηκε για άλλη μια φορά για τις καθυστερήσεις και τη συνεχή δουλειά, δείχνοντας ότι όλο αυτό το χρονικό διάστημα αφιερώθηκε στο να προσεχθεί και το παραμικρό στο παιχνίδι της. Πραγματικά, το StarCraft II δίνει την εντύπωση του καλογυαλισμένου από όλες τις απόψεις, ενώ οι καινοτομίες του δεν γίνονται αντιληπτές με την πρώτη ματιά, καθώς αφορούν σε μικρές λεπτομέρειες, που όμως συνθέτουν ένα φανταστικό σύνολο.
Τα παράπονά μας ότι το campaign χωρίστηκε αδικαιολόγητα στα τρία μέρη και οι κραυγές της “αρπαχτής” καθίστανται άκυρα, καθώς το περιεχόμενο είναι τόσο που μπορούμε να παίζουμε ασταμάτητα μέχρι την άφιξη του δεύτερου μέρους και να μην έχουμε βαρεθεί ακόμη. Το StarCraft II είναι η Blizzard στα καλύτερά της – όσοι έχουν PC, οφείλουν να κάνουν τη χάρη στον εαυτό τους και να δοκιμάσουν το –μάλλον– καλύτερο αποκλειστικό παιχνίδι για την πλατφόρμα αυτή για το 2010.
Μιχάλης Τέγος
Ελάχιστες απαιτήσεις συστήματος
CPU: Pentium 4 στα 2,6 GHz ή εφάμιλλος AMD
Μνήμη RAM: 1 GB (XP), 1,5 GB (Vista, Windows 7), 2 GB (Mac)
Κάρτα γραφικών: NVIDIA GeForce 8800 GT ή ATI Radeon X1600 ή καλύτερη
Λειτουργικό: Windows XP, Vista, 7, Mac OS X 10.5.8, 10.6.2 ή μεταγενέστερο
Σύστημα review
CPU: Intel Core 2 Quad Q6600 στα 2,4 GHz
Μνήμη RAM: 2 GB
Κάρτα γραφικών: ATI Radeon HD 4850, 1GB VRAM
Λειτουργικό: Windows 7 64-bit