Ή, πώς να δοκιμάσετε την αντοχή των κουμπιών του gamepad σας
Δύο χρόνια έχουν περάσει από την κυκλοφορία του τελευταίου Dynasty Warriors και, όπως φαίνεται, το κενό του είδους των hardcore hack and slash επιχειρεί να γεμίσει η Konami, αποκτώντας τα δικαιώματα διανομής του N3-2. Αναμφίβολα, το αρχικό Ninety Nine Nights αποτελούσε -στην καλύτερη περίπτωση- μία μέτρια πρόταση για τους πρώτους κατόχους του Xbox 360. Το ανελέητο button mashing σε σημείο που…σπάνε δάχτυλα, ήταν το χαρακτηριστικό του στοιχείο, εντούτοις, μπορούσε να προσφέρει μία απλοϊκής μορφής διασκέδαση σε όσους από εμάς ήθελαν δράση, χωρίς να χρειάζεται να ξοδέψουμε το παραμικρό ίχνος φαιάς ουσίας.
Προσφέροντας την πρώτη hack and slash εμπειρία στο, τότε, νέο σύστημα της Microsoft, η ομάδα ανάπτυξης κατάφερε να τραβήξει ορισμένα βλέμματα επάνω του, με τα καθαρά HD γραφικά (χωρίς να αποτελεί βέβαια κάτι το εξωπραγματικό) που συνοδεύονταν από τριψήφιους αριθμούς αντιπάλων ταυτόχρονα στην οθόνη.
Τέσσερα χρόνια μετά, η Konami έρχεται να μας μεταφέρει στο πρώτο sequel των ενενηκοστών ένατων νυχτών. Έπειτα από την ενασχόλησή μας με τον τίτλο της ιαπωνικής Feelplus, η πιθανότητα συνέχειας του franchise φαίνεται να είναι αρκετά…συννεφιασμένη. Παρουσιάζοντας μηδαμινά σημάδια εξέλιξης σε σχέση με το πρώτο μέρος, η εργασία της προαναφερθείσας εταιρίας δείχνει ιδιαίτερα βεβιασμένη, αδυνατώντας να προσφέρει κάτι νέο ή –έστω στο ελάχιστο- βελτιωμένο. Δυστυχώς, αυτή η νέα πρόταση της Konami αδυνατεί να κερδίσει το ενδιαφέρον μας ακόμα και μέσω της πιθανής πρόσκαιρης διασκέδασης (ή “guilty pleasure αν προτιμάτε) που καταφέρνουν να επιτύχουν άλλοι τίτλοι του είδους.
Η ύπαρξη του σεναρίου φαντάζει ως απλό πρόσχημα για τις συγκρούσεις στις οποίες θα λάβουμε μέρος. Η ιστορία μας μεταφέρει στο βασίλειο Orphea όπου ο Lord of the Night (ή Άρχοντας του Σκότους ελληνιστί) αρχίζει να σπέρνει την καταστροφή με τις εκατοντάδες χιλιάδες των στρατιωτών του.
Παίρνοντας το ρόλο πέντε ξεχωριστών μαχητών, καλούμαστε φυσικά να αντιμετωπίσουμε αυτόν τον εχθρό, ενώ οι συνήθεις ύποπτοι των fantasy “σκηνικών” κάνουν την εμφάνισή τους -Elves, Orcs κ.λπ. Ήδη από τις πρώτες cutscenes ο κόσμος του Ninety Nine Nights II καταλήγει να είναι από τους πιο τετριμμένους που έχουμε δει, καταφέρνοντας με μεγάλη δυσκολία να μας αποθαρρύνει από το πάτημα του skip cutscene στις διάφορες σκηνές που εκτυλίσσονται στην οθόνη μας. Μόνη σανίδα σωτηρίας στην παρακολούθησή τους αποτελεί η πάντα αγαπημένη προφορά και το ιδιαίτερο πάθος των Ιαπώνων ηθοποιών –όσον αφορά τη γνώμη του γράφοντος-, τις φωνές των οποίων μπορούμε να επιλέξουμε έναντι των αγγλικών voice overs.
Η πρώτη αποστολή της περιπέτειας μας δίνει τον έλεγχο του Galen, μαχητή των ανθρώπων, μεταφέροντάς μας σε ένα πεδίο μάχης με εκατοντάδες εχθρούς. Αργότερα, ολοκληρώνοντας διάφορα επίπεδα, θα “ξεκλειδώσουμε” τους υπόλοιπους τέσσερις πολεμιστές, κάθε ένας εκ των οποίων μάχεται σε ξεχωριστούς χάρτες.
Τα combos είναι εξαιρετικά απλοϊκά και βασίζονται στις δύο διαφορετικές επιθέσεις μεταξύ των γρήγορων-αδύνατων και αργών-δυνατών χτυπημάτων. Οι συνδυασμοί που μπορούμε να εκτελέσουμε με αυτά τα δύο κουμπιά μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, ενώ δεν εμπλουτίζονται ποτέ με νέες επιθέσεις, αναγκάζοντάς μας τελικά στν χρήση των ίδιων κινήσεων ξανά και ξανά και ξανά και… Ένα ελαφρώς επιφανειακό βάθος έρχεται να προσφέρει η χρήση ειδικών κινήσεων που πραγματοποιείται με το ταυτόχρονο πάτημα του LB και ενός εκ των κεντρικών κουμπιών. Μπορούμε να εξοπλίσουμε τον εκάστοτε χαρακτήρα έως και με τέσσερις ειδικές κινήσεις, τις οποίες ανακαλύπτουμε (με ελάχιστη δυσκολία) στους διάφορους χάρτες.
Μερικές από αυτές τις ειδικές κινήσεις αφορούν στο πάγωμα των εχθρών γύρω μας, την πρόκληση σεισμού και την γρήγορη εμπρόσθια επίθεση, που ικανή να ρίξει τους αντιπάλους. Κάθε φορά που τις ενεργοποιούμε, πρέπει να περιμένουμε ένα χρονικό διάστημα ώστε να γίνουν και πάλι διαθέσιμες. Αυτές οι δυνατότητες είναι ικανές να προκαλέσουν κάποιο ψήγμα σκέψης από μέρους μας, προκειμένου να τις χρησιμοποιήσουμε την κατάλληλη στιγμή. Όμως,το μόνο που καταφέρνουν είναι να μας προσφέρουν 1-2 δευτερόλεπτα παύσης από το ατέλειωτο button mashing.
{PAGE_BREAK}
Μία μεγαλύτερη ανακούφιση των δαχτύλων μας έρχεται να προσφέρει η ειδική ικανότητα του κάθε μαχητή, που επιτρέπει την χρήση μαγείας κάθε φορά που εξοντώνουμε μεγάλο αριθμό εχθρών ή όταν βρίσκουμε ειδικές φιάλες. Και αυτή η ικανότητα, ωστόσο, ελάχιστα έρχεται να προσφέρει στο ανύπαρκτο βάθος του τίτλου, καθώς από τη μία πλευρά λίγες θα είναι οι φορές που θα την έχουμε διαθέσιμη, και από την άλλη, είναι αρκετά αδύναμη ώστε να φανεί πραγματικά χρήσιμη σε κρίσιμες καταστάσεις. Τα προβλήματα, όμως, δεν τελειώνουν στο υπεραπλουστευμένο σύστημα μάχης. Η τεχνητή νοημοσύνη των εχθρών είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη, αφαιρώντας έτσι και τη μοναδική υποψία ότι βρισκόμαστε σε ένα αληθοφανές πεδίο μάχης.
Οι –πάντα πανομοιότυποι- περίπου τέσσερις τύποι εχθρών μας προσεγγίζουν κατά εκατοντάδες, μόνο για να τους δούμε να κοντοστέκονται τριγύρω μας και να περιμένουν να τουε σφαγιάσουμε. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι το N3-2 είναι ένα εύκολο παιχνίδι. Αντιθέτως, δεν είναι λίγες οι φορές όπου -ως μία σαδιστική μέθοδος αύξησης της πρόκλησης- εμφανίζονται ισχυρές μονάδες εχθρών, οι οποίες μπορούν να μας αφαιρέσουν με ένα μόνο χτύπημα το ένα τέταρτο της ενέργειάς μας.
Αυτό το στοιχείο, σε συνδυασμό με την σποραδική εμφάνιση “γιατρικών”, μας οδηγεί σε σημεία όπου ο θάνατος του χαρακτήρα μας είναι πολλές φορές -με μαθηματική ακρίβεια- αναπόφευκτος. Μπορεί να υπάρχουν checkpoints, όμως αυτά είναι τόσο απομακρυσμένα μεταξύ τους, που πολλές φορές μας μετέφεραν έως και 20 λεπτά πίσω από το σημείο όπου μπορεί να είχαμε χάσει. Όταν ένα μέσο επίπεδο του Ninety Nine Nights II έχει διάρκεια άνω των 40 λεπτών, γίνεται εύκολα κατανοητό ότι η ολοκλήρωση πολλών επιπέδων του αποτελεί έναν άθλο υπομονής και γερών νεύρων.
Επιπροσθέτως, η δομή των διαφόρων περιβαλλόντων δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, μεταφέροντάς μας συνεχώς σε μακριούς διαδρόμους ή ανοιχτές περιοχές με ελάχιστα στοιχεία αρχιτεκτονικής, πλημμυρισμένα πάντα από μοντέλα εχθρών τα οποία λίγο πιο πριν κάπου τα είχαμε ξαναδεί…
Τεχνικά, το μόνο που έχει να προσφέρει ο τίτλος της Feelplus ως επίτευγμα αφορά στο μεγάλο αριθμό εχθρών που εμφανίζονται ταυτόχρονα επί της οθόνης, χωρίς ωστόσο αυτό να είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί και μάλιστα με πολύ καλύτερη ποιότητα (αρκεί κάποιος να δει το πρόσφατα εκδοθέν Dead Rising 2). Ο σχεδιασμός τόσο των ηρώων και των τεράτων, όσο και των περιβαλλόντων, είναι εξαιρετικά κοινότυπος και με ελάχιστη φαντασία ενώ γενικότερα δείχνει να αποτελεί οπτικό προϊόν του πρώτου χρόνου κυκλοφορίας του Xbox 360.
Τελειώνοντας την παρουσίαση του Ninety Nine Nights II, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι υπάρχει η επιλογή για co-op δύο παικτών. Eντούτοις, δεν καταφέραμε να βρούμε κάποιον παίκτη συνδεδεμένο ώστε να δοκιμάσουμε αυτό το κομμάτι του τίτλου.
{VIDEO_1}
Το Ninety Nine Nights II, λοιπόν, αποτελεί ένα sequel, το οποίο τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία του πρώτου όχι μόνο δεν περιορίζει τα προβλήματά του, αλλά αντίθετα καταφέρνει να τα τονίσει ακόμα περισσότερο, χωρίς παράλληλα να προσφέρει κάτι καινούριο. Δεν αποτελεί τελικά τίποτε περισσότερο από μία ιδιαίτερα κουραστική και επαναλαμβανόμενη περιπέτεια, με εξαιρετικά ρηχό gameplay, που πολύ δύσκολα θα μπορέσει να προσελκύσει και τους πιο φανατικούς φίλους των hack and slash παιχνιδιών.
Νικόλας Μαρκόγλου