Σε ένα παιχνίδι που συναντάμε συνεχώς διαφορετικά όπλα, τα οποία δεν είναι κατ’ ανάγκη δυνατότερα από τα προηγούμενα, είναι πολύ εύκολο να βολευτούμε με τα αρχικά και να μην δοκιμάσουμε καν τα νέα μας αποκτήματα. Εδώ έρχονται τα challenges, τα οποία μας παροτρύνουν να δοκιμάσουμε και τελικά να μάθουμε να χρησιμοποιούμε τα νέα όπλα. Αν ολοκληρώσουμε τα challenges, ξεκλειδώνουμε επιπλέον upgrades, συχνά και για διαφορετικά όπλα από αυτά που δοκιμάζουμε, καθώς και επιπλέον “super” κινήσεις. Συνολικά, με την κατοχή των spirits, δύο διαφορετικών όπλων και μίας super κίνησης, η παραμετροποίηση του χαρακτήρα μας είναι κάτι παραπάνω από ικανοποιητική, αλλά υλοποιείται με διαφορετικό τρόπο από ό,τι συνήθως. Το σύστημα μάχης βασίζεται επίσης σε μεγάλο βαθμό στην τούμπα που μπορεί να κάνει ο πρωταγωνιστής του παιχνιδιού για να αποφύγει τις εχθρικές επιθέσεις, την άμυνα με την ασπίδα του και τις ειδικές επιθέσεις, οι οποίες καταναλώνουν potions.
Η υπόθεση του Bastion λαμβάνει χώρα μετά την Calamity (συμφορά) και θέλει τον ήρωα να μαζεύει διάφορα μαγικά αντικείμενα για να φτιάξει την πόλη Bastion. Η υπόθεση είναι αδιάφορη στο μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού, αλλά ανεβάζει “στροφές” μετά το περίπου 60-70% του campaign. Από το σημείο αυτό γίνεται πολύ ενδιαφέρουσα και ειδικότερα όσο πλησιάζουμε προς το τέλος, η αφήγηση που χρησιμοποιείται προσθέτει πολλούς πόντους. Παρ’ όλα αυτά, το πολύ αργό ξεκίνημα κοστίζει στη συνολική εμπειρία, ενώ οφείλουμε να σημειώσουμε ότι -πάρα τις αδυναμίες της- η υπόθεση είναι πραγματικά πολύ φιλόδοξη.
Χωρίς να αποκαλύψουμε περεταίρω στοιχεία για αυτήν, αξίζει να σημειώσουμε ότι η Supergiant Games προσπαθεί πολύ έξυπνα να “δέσει” συναισθηματικά τον παίκτη με τη Bastion, βάζοντάς τον να δημιουργεί ένα κτίριο μετά από την ολοκλήρωση σχεδόν κάθε dungeon και τον αφήνει να αποδώσει την προσωπική του χροιά σε αυτήν, έστω και με αρκετούς περιορισμούς. Αν και κάτι τέτοιο είναι εντελώς υποκειμενικό, εκτιμούμε ότι ο τίτλος δεν καταφέρνει το στόχο του. Ωστόσο, για όσους δεθούν με την πόλη που έφτιαξαν, μερικές επιλογές που οδηγούν σε ένα από τα δύο τέλη του παιχνιδιού θα αποκτήσουν πολύ μεγαλύτερη σημασία.
Ίσως ο στόχος εδώ να ήταν υπερβολικά φιλόδοξος για ένα παιχνίδι που χρειάστηκε περίπου 8 ώρες για να ολοκληρώσουμε. Βέβαια, ασχοληθήκαμε πάρα πολύ με τα challenges του παιχνιδιού και όσοι τα αγνοήσουν θα τελειώσουν μια, ίσως και δύο ώρες νωρίτερα. Από την άλλη πλευρά, όσοι επιθυμούν να κάνουν τα πάντα, θα διαπιστώσουν ότι οι τίτλοι τέλους θα έρθουν λίγες ώρες μετά, ενώ υπάρχει και το New Game Plus, το οποίο μας επιτρέπει να κρατήσουμε το level και τα όπλα μας.
Στον αντίποδα, η μειωμένη έμφαση του παιχνιδιού στο looting και στο leveling, πιστεύουμε ότι καθιστά το New game plus λιγότερο ελκυστικό σε σχέση με άλλα παιχνίδια του είδους. Τέλος,, το Bastion περιέχει in-game achievements, τα οποία μας επιβραβεύουν με κρυστάλλους όταν εκπληρώσουμε συγκεκριμένους στόχους και στο New game plus μπορούμε να συνεχίσουμε όσους στόχους μας απέμειναν από το πρώτο playthrough.
Χωρίς αμφιβολία, το Bastion είναι ένα πολύ φιλόδοξο και πολύ καλό dungeon crawler. Μπορεί να μην πετυχαίνει όλους τους στόχους που θέτουν οι προγραμματιστές του, αλλά αυτό δεν αλλάζει τα επιτεύγματα της Supergiant Games, η οποία καταφέρνει να δώσει νέα πνοή σε ένα είδος που η πρωτοπορία δεν είναι κάτι τόσο συνηθισμένο. Το Bastion είναι ιδιοφυές, φρέσκο και διασκεδαστικό, αλλά ο τρόπος που εξελίσσεται η ιστορία, καθώς και η αδυναμία δημιουργίας συναισθηματικού δεσίματος που είχε ανάγκη για να “απογειωθεί” το σενάριο, στερούν από τον πρώτο τίτλο της Supergiant την ευκαιρία να αποκτήσει μία θέση ανάμεσα στις καλύτερες σύγχρονες “indie” δημιουργίες.
Σε κάθε περίπτωση, το Bastion είναι μία πολύ καλή πρόταση που προτείνεται σε όλους και ειδικά στους φίλους του είδους.
Νίκος Καβακλής