Κλαίει… από χαρά
Η σειρά Devil May Cry δημιουργήθηκε από τον Hideki Kamiya σχεδόν… κατά λάθος, καθώς η ανάπτυξη του πρώτου παιχνιδιού της σειράς άρχισε ως Resident Evil, αλλά οι πολλές αλλαγές στους μηχανισμούς είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός ολοκαίνουργιου franchise, το οποίο με τη σειρά του ξεκίνησε ένα νέο sub-genre. Το πρώτο Devil May Cry δημιούργησε μία σχολή από μόνο του και ενέπνευσε τη δημιουργία σειρών όπως τα God of War και Ninja Gaiden. Εν έτει 2012, η Capcom αποφάσισε την κυκλοφορία μίας έκδοσης που περιλαμβάνει τα τρία πρώτα παιχνίδια της σειράς, με σαφώς αναβαθμισμένο, HD οπτικό τομέα.
Η εργασία της Capcom στον τεχνικό τομέα είναι πάρα πολύ καλή και στα τρία παιχνίδια της σειράς. Τα CGI βεβαίως είναι σε χαμηλή ανάλυση, αλλά κατά τη διάρκεια του gameplay το αποτέλεσμα, ειδικά στο πρώτο παιχνίδι της σειράς, του οποίου η ηλικία έχει ξεπεράσει τα 10 χρόνια, είναι πολύ καλύτερη από ότι θα περιμέναμε. Τεχνικά, η συλλογή Devil May Cry είναι αρτιότατη και το αν πρέπει να επενδύσουν οι φίλοι της σειράς σε αυτήν ή όχι είναι περισσότερο υποκειμενικό και συναισθηματικό ζήτημα. Όμως, έχει λόγο ύπαρξης η συλλογή Devil May Cry; Και τι μπορούν να προσφέρουν τα τρία πρώτα παιχνίδια της σειράς σε έναν σύγχρονο παίκτη; Ας εξετάσουμε τα παιχνίδια ένα-ένα.
Devil May Cry 1
Για όσους δεν το έχουν παίξει, το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου Devil May Cry εξελίσσεται σε ένα κάστρο. Η κληρονομιά του Resident Evil είναι εμφανής τόσο στην ατμόσφαιρα όσο και στο γενικότερο σχεδιασμό του παιχνιδιού. Το Devil May Cry 1 δεν είναι τρομακτικό, αλλά διαθέτει βαριά ατμόσφαιρα που παραπέμπει σε γοτθικό b-movie. Υπάρχει backtracking και γρίφοι που μας ζητούν να βρούμε τα αντικείμενα που ταιριάζουν στις διάφορες πόρτες για να συνεχίσουμε -όπως δηλαδή και στα Resident Evil.
Το Devil May Cry χωρίζεται σε μικρά chapters, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν τα save points και τα σημεία που μπορούμε να αναβαθμίσουμε τις δυνατότητες του Dante. Το σύστημα μάχης, όπως είναι φυσικό, έχει ξεπεραστεί από τις συνέχειες του παιχνιδιού, αλλά παραμένει καλύτερο από πολλά σύγχρονα παιχνίδια του είδους. Αξίζει να τονίσουμε ότι στο βαθμό δυσκολίας "normal" το Devil May Cry είναι δύσκολο και το γεγονός ότι μπορούμε να συνεχίσουμε από το ίδιο checkpoint μόνο αν χρησιμοποιήσουμε ένα συγκεκριμένο αντικείμενο, κάνει τα πράγματα δυσκολότερα. Το "easy", από την άλλη πλευρά, είναι σαφώς ευκολότερο και διαθέτει αυτοματοποιημένο χειρισμό και combos.
Η αναλογία δράσης, εξερεύνησης και γρίφων είναι άψογη και υπάρχουν πολλά στοιχεία που μπορούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον έως το τέλος. Μάλιστα, πιστεύουμε ότι το Devil May Cry είναι από τα παιχνίδια που "πρέπει" να παίξουν όλοι, όχι για εγκυκλοπαιδικούς λόγους ή για τη σπουδαιότητά του, αλλά για την εμπειρία που μπορεί να προσφέρει.
{PAGE_BREAK}
Devil May Cry 2
Το δεύτερο Devil May Cry ήρθε από μία διαφορετική ομάδα ανάπτυξης και αποτέλεσε μεγάλη απογοήτευση την εποχή που κυκλοφόρησε. Έχουμε τη δυνατότητα να επιλέξουμε τον Dante ή την Lucia, που θεωρητικά έχουν διαφορετικά campaigns. Ουσιαστικά, με τη Lucia παίζουμε τα ίδια επίπεδα ανάποδα, σε μία προσπάθεια τεχνητής αύξησης της διάρκειας, αν και υπάρχουν και ορισμένα αποκλειστικά επίπεδα για αυτήν. Το Devil May Cry 2 είναι το πιο εύκολο παιχνίδι της σειράς. Το σύστημα μάχης είναι βελτιωμένο και με περισσότερα "ακροβατικά", αλλά η ατμόσφαιρα του πρώτου παιχνιδιού έχει εξαφανιστεί, ενώ η δομή και η ροή του είναι σαφώς υποδεέστερη.
Τα περιβάλλοντα είναι πιο ανοικτά, αλλά απρόσωπα και το level design είναι πολύ χειρότερο σε σχέση με το πρώτο παιχνίδι, αφού πολλές φορές χρειάστηκε να κάνουμε άσκοπες βόλτες σε ομοιόμορφα περιβάλλοντα μιας και ο χάρτης δεν βοηθάει. Καλά σημεία και ευφάνταστα bosses υπάρχουν, όπως και αρκετά κακοφτιαγμένα και βαρετά σημεία.
Devil May Cry 3
Το τρίτο παιχνίδι της σειράς είναι το πιο εξελιγμένο τόσο τεχνολογικά όσο και από πλευράς gameplay. Η έκδοση του παιχνιδιού που συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή είναι η "Special", η οποία προσθέτει τον Vegil ως επιλέξιμο χαρακτήρα αν τελειώσουμε μία φορά το παιχνίδι. Η Special Edition, επίσης, προσφέρει πιο ισορροπημένο βαθμό δυσκολίας και ορισμένα επιπλέον χαρακτηριστικά σε σχέση με το πρωτότυπο.
Από την πλευρά της παρουσίασης, αν το πρώτο Devil May Cry θυμίζει αισθητικά ένα γοτθικό b-movie, το τρίτο μέλος της σειράς είναι σίγουρα ένα blockbuster. Ο Dante, τώρα μικρότερος σε ηλικία, γίνεται ένας "cool" χαρακτήρας, που παρουσιάζεται σχεδόν σαν υπερ-ήρωας. Τα άρτια σκηνοθετημένα cut-scenes του παιχνιδιού επικεντρώνονται στην "over the top" δράση, που υπογραμμίζουν τις ικανότητες και το ιδιαίτερο στυλ του Dante. Η ατμόσφαιρα του πρώτου παιχνιδιού της σειράς έχει εξαφανιστεί εντελώς και η ιστορία δεν είναι ακριβώς οσκαρικών προδιαγραφών, αλλά το DMC 3 μπορεί να κρατήσει εύκολα το ενδιαφέρον.
Το backtracking είναι αρκετό και σε επίπεδο σχεδιασμού και γενικότερα ροής εκτιμούμε ότι το DMC3 είναι υποδεέστερο του πρώτου τίτλου, αλλά σίγουρα παραμένει διασκεδαστικό. Υπάρχει αρκετή ποικιλία, αλλά δυστυχώς και πολύς χαμένος χρόνος με άσκοπες περιπλανήσεις και respawn που ενίοτε ενοχλεί. Τεχνικά, η εργασία που έχει γίνει είναι και εδώ πολύ καλή και αναδεικνύεται από το ποικίλο art direction του παιχνιδιού. Όμως, πολλές φορές όταν μπαίνουμε σε μία νέα περιοχή υπάρχει στιγμιαία πτώση στο frame rate, κάτι που, ωστόσο, δε συμβαίνει ποτέ εκεί που μετράει περισσότερο, κατά τη διάρκεια των μαχών. Τελικά, το Devil May Cry 3 δεν είναι κάτι ιδιαίτερο, αλλά ένα παιχνίδι που οι φίλοι του είδους θα ευχαριστηθούν και παραμένει διασκεδαστικό ακόμα και σήμερα.
Συμπεράσματα
Για όσους έχουν ασχοληθεί ήδη με τη σειρά στο παρελθόν, το μόνο που έχουμε να πούμε είναι ότι, τεχνικά, το πακέτο της Capcom αποδείχτηκε ανώτερο των προσδοκιών μας. Και για την εν λόγω μερίδα παικτών, η απόκτηση του πακέτου είναι περισσότερο μια συναισθηματική απόφαση, μιας και σε επίπεδο περιεχομένου δεν υπάρχει κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί. Βέβαια, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε ότι -ευτυχώς- δεν υπάρχουν προβλήματα τεχνικής φύσης που να υποβαθμίζουν την ποιότητα της συλλογής.
Εν κατακλείδι, η Devil May Cry HD Collection είναι μία πολύ καλή συλλογή και μία καλή ευκαιρία να ασχοληθεί κάποιος με μία πολύ σημαντική σειρά, που έχει γράψει τη δική της ιστορία στο σύγχρονο gaming,
Νίκος Καβακλής