Πιάνοντας τον τρόμο στα χέρια μας
Το νέο κεφάλαιο της πάλαι ποτέ survival horror επιτυχίας (και πιο πρόσφατα, τεχνικά μπερδεμένης, αλλά εμπορικά υπερεπιτυχημένης σειράς) Resident Evil μάς έχει τρομάξει. Υπό κανονικές συνθήκες, αυτό θα ήταν πολύ καλό νέο, αλλά δυστυχώς, ο τρόμος που νιώθουμε δεν είναι με την καλή έννοια. Το Resident Evil 5, βέβαια, είχε ήδη καταστήσει σαφές ότι η horror ατμόσφαιρα της σειράς ήταν παρελθόν, για χάρη μιας πιο action προσέγγισης. Οι κριτικές διχάστηκαν, αλλά αυτό πολύ λίγο ενόχλησε το αγοραστικό κοινό, το οποίο ψήφισε με το πορτοφόλι του και έδωσε στο RE5 τον τίτλο του πιο επιτυχημένου παιχνιδιού της σειράς.
Για το 6, η Capcom δείχνει να μην ξέρει ποιον να ακούσει: τα εκατομμύρια των fans που αγόρασαν το 5 και που προφανώς δεν τους πείραξε καθόλου η νέα του κατεύθυνση και τα εμφανή προβλήματά του; Ή την ηχηρή μειοψηφία που δεν θεωρεί το 5 ένα κανονικό Resident Evil και αναπολεί τις horror ημέρες της σειράς; Η απάντηση που μοιάζει να επιλέγει είναι, “όλοι θα πάρετε”: Το campaign του RE6 χωρίζεται σε τρία τμήματα, το καθένα με διαφορετικούς πρωταγωνιστές, αλλά και διαφορετική ατμόσφαιρα. Έτσι, το κεφάλαιο του Leon Kennedy είναι ατμοσφαιρικό, πιο κοντά στο survival horror κλίμα του RE2, η ιστορία του Chris Redfield είναι αποκλειστικά action, θυμίζοντας το RE5, ενώ στο τρίτο τμήμα πρωταγωνιστεί ο νεοφερμένος Jake Muller, και το ύφος είναι… κάτι μεταξύ των δύο; Κάτι καινούριο; Δεν είναι απόλυτα σαφές, ακόμη.
Το demo που παίξαμε πρόσφερε ένα σύντομο πέρασμα και από τα τρία κεφάλαια, και ομολογούμε ότι, αρχικά τουλάχιστον, μεγάλο μέρος της ανησυχίας που έχουμε για την ποιότητα του τίτλου εξατμίστηκε, καθώς βρεθήκαμε, μαζί με την co-op σύντροφο του Leon, Helena Harper, να περιδιαβαίνουμε τους διαδρόμους του Ivy University, που έχουν βεβαίως κατακλυστεί από ζόμπι. Η ατμόσφαιρα πραγματικά θυμίζει κάτι από τα παλιά, με το ημίφως ή τις ασθενικές λάμπες να φωτίζουν τα σκοτεινά γραφεία, τα κλιμακοστάσια και τα αμφιθέατρα. Τα ζόμπι είτε εμφανίζονται μπροστά μας, είτε κάνουν τον ψόφιο κοριό στο πάτωμα και “ζωντανεύουν” όταν περνάμε κοντά τους, ενώ ο τρόπος αντιμετώπισής τους είναι είτε το όπλο μας, είτε μια ισχυρή στριφογυριστή κλωτσιά που αποτελεί τη melee επίθεση του Leon.
Το ψάξιμο στα γραφεία για κλειδιά και η περιπλάνηση στο σκοτάδι ικανοποιούν από την άποψη της ατμόσφαιρας και του horror στοιχείου, αλλά και οι μηχανισμοί λειτουργούν αρκετά καλά. Όλοι οι πρωταγωνιστές πλέον μπορούν να κινούνται και να πυροβολούν, και ο Leon συγκεκριμένα πρέπει να προσέχει τα – περιορισμένα – πυρομαχικά του, καθώς υπάρχουν σημεία που πρέπει να μετρά την κάθε σφαίρα. Τα γραφικά εντυπωσιάζουν με τις ανατριχιαστικές τοποθεσίες που κατακλύζονται από τα ζόμπι, ενώ ο θάνατος των ζωντανών-νεκρών από τις σφαίρες μας συνοδεύεται από αρκούντως αιμοβόρικα οπτικά και ηχητικά εφέ που ενισχύουν την ένταση.
{PAGE_BREAK}
Λιγότερο ενθαρρυντικά είναι τα πράγματα στα άλλα δύο κεφάλαια. Το τμήμα του Chris Redfield μάς μεταφέρει στην ανατολική Ευρώπη, όπου ένα κομβόι που συνοδεύουμε μαζί με τον συνεργάτη μας, Piers Nivans, δέχεται επίθεση από τον νέο βιολογικό εχθρό του παιχνιδιού, τους J’avo. Εδώ, η συνταγή είναι cover shooting ενάντια στα κύματα των επιτιθέμενων, με εντυπωσιακά set-pieces που ανεβάζουν το δείκτη του σαματά. Το πρόβλημα είναι ότι το gameplay και ο χειρισμός δεν ακολουθούν την ίδια ανοδική πορεία.
Το cover system είναι άτσαλο και, μέσα στο χάος της μάχης, δεν λειτουργεί σωστά, ενώ το shooting είναι ικανοποιητικό μεν, αλλά αντιμετωπίζει τη σχιζοφρένεια των περιορισμένων πυρομαχικών – σαν το παιχνίδι να θέλει μεν να είναι action shooter, αλλά να μη θέλει να αφήσει πίσω όλα τα χαρακτηριστικά ενός παραδοσιακού RE, με αποτέλεσμα η μάχη να γίνεται ένα χαοτικό μπέρδεμα αδέξιου shooting και εκνευριστικού management.
Ακόμη πιο σχιζοφρενικό είναι το κεφάλαιο που αφιερώνεται στον Jake Muller και στην Sherry Birkin (την περίφημη κόρη του επιστήμονα Birkin από το RE2). Οι δυο τους αντιμετωπίζουν μια εναλλακτική μορφή των J’avo, που μεταλλάσσονται στα τερατώδη chrysalids, με τον Jake να έχει στη διάθεσή του ένα αρκετά βαρύ οπλοστάσιο, παρόλο που υποτίθεται ότι τα δικά του τμήματα είναι πιο melee-heavy. Τα περιορισμένα πυρομαχικά υπογραμμίζουν και εδώ μια πολύ άτσαλη μάχη, ενώ και οι melee επιθέσεις του Jake αποτυγχάνουν να ικανοποιήσουν.
Ευτυχώς, το AI της Sherry λειτουργεί καλύτερα από εκείνο του Nivans και τουλάχιστον αποτελεί έναν καλό υποστηρικτικό χαρακτήρα. Μαζί με εκείνο το οικτρό sequence της καταδίωξης με snowmobiles, το κεφάλαιο του Jake μοιάζει το πιο αδύναμο από τα τρία, παρόλο που τα τμήματα της καταδίωξης από το θεριό Ustanak, από τα demo της E3, που θυμίζουν καταστάσεις Nemesis, υπόσχονται περισσότερα.
Όπως έχουν τα πράγματα αυτή τη στιγμή, με βάση το demo που παίξαμε, το Resident Evil 6 είναι ένα παιχνίδι με σοβαρή κρίση ταυτότητας. Τα τρία τμήματα υπόσχονται να είναι εντελώς διαφορετικά, και αυτό μάλλον ισχύει, αλλά δε φαίνεται να είναι προς όφελος του παιχνιδιού, καθώς μόνο το τμήμα του Leon μοιάζει να λειτουργεί σωστά – προς το παρόν τουλάχιστον. Το co-op (που μπορεί να είναι διπλό ή τετραπλό στα σημεία που κάποια κεφάλαια θα διασταυρώνονται μεταξύ τους) είναι μια ενδιαφέρουσα ιδέα και οι δημιουργοί υπόσχονται ότι θα δουλεύει καλύτερα από το αντίστοιχο του RE5, όμως ακόμη δεν έχουμε δει πώς λειτουργεί.
Δεν γνωρίζουμε αν η Capcom προσπαθεί να βρει ποια θα είναι η κατεύθυνση του Resident Evil από ‘δω και πέρα ή ποιον θεωρεί ότι ικανοποιεί, αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται μόνο στην αλλαγή του ύφους και της ατμόσφαιρας – βρίσκεται στο γεγονός ότι όπου υπάρχει έντονη δράση και shooting, οι μηχανισμοί πολύ απλά δεν βρίσκονται στο επίπεδο που πρέπει για να μπορεί κανείς να παίξει με άνεση και να ευχαριστηθεί. Βέβαια, υποπτευόμαστε (κρίνοντας και από τα pre-orders του παιχνιδιού) ότι μικρό αντίκτυπο θα έχει αυτό στις πωλήσεις του…
Το Resident Evil 6 αναμένεται στις 2 Οκτωβρίου 2012 για PC, Xbox 360 και PS3.
Μιχάλης Τέγος
{nomultithumb}