Ένα dungeon-crawler, με action-RPG στοιχεία και hack ‘n slash gameplay. Αλήθεια!
Πάντως, παράπονο οι Silent Hill fans δεν μπορούμε να έχουμε. Η Konami, τελευταίως, δίνει το ένα Silent Hill μετά το άλλο (!). Μετά το καλό, αλλά προβληματικό Downpour και ύστερα από την κάκιστη HD “συλλογή” -τρόπος του λέγειν συλλογή- των Silent Hill 2 και Silent Hill 3, η εταιρία αποφασίζει να ξεφύγει εντελώς από το survival horror ύφος και να μεταπηδήσει στο action-RPG genre, με τη βοήθεια της WayForward φυσικά. Αρχικά, η ιδέα ενός dungeon-crawler Silent Hill ακουγόταν περισσότερο σαν ανέκδοτο, αλλά όταν κάποιος ξεκινήσει να παίζει το Silent Hill: Book of Memories στο PS Vita, συνειδητοποιεί πως τελικά, ως ιδέα, δεν είναι και τόσο κακή. Βέβαια, το πρόβλημα του τίτλου είναι ότι μένει στην ωραία ιδέα, γιατί στην πράξη αποτυγχάνει, σχεδόν, πλήρως.
Ο παίκτης ξεκινάει το ταξίδι του σε αυτό το Silent Hill επιλέγοντας και παραμετροποιώντας το χαρακτήρα του -με λιγοστές επιλογές-, όπως κάθε RPG που σέβεται τον εαυτό του. Αμέσως μετά ένας έγχρωμος ταχυδρόμος, που μοιάζει εξαιρετικά με τον ταχυδρόμο του Downpour, χτυπάει την πόρτα του διαμερίσματος του παίκτη και του δίνει ένα βιβλίο, το Book of Memories. Σε αυτό το βιβλίο είναι γραμμένη η ζωή του χαρακτήρα μέχρι σήμερα και ως δια μαγείας του δίνει την επιλογή να ξαναγράψει την ιστορία της ζωής του όπως ο ίδιος επιθυμεί. Αυτό, όμως, που δε γνωρίζει ο παίκτης είναι ότι η διαδικασία αλλαγής της πορείας της ζωής του θα πραγματοποιηθεί με αλληγορίες, που θα πάρουν σάρκα και οστά μέσα από ένα ταξίδι στο σαπισμένο Silent Hill. Η ιστορία, αν και ξεκινάει με βλέψεις, συνεχίζει και καταλήγει ρηχά, με τεράστια κενά και με μπόλικα ανούσια και ακαταλαβίστικα κεφάλαια.
Όπως προαναφέρθηκε, το Silent Hill: Book of Memories είναι ένα παιχνίδι που ξεφεύγει αρκετά από το horror στοιχείο και υιοθετεί μία dungeon-crawler υπόσταση, με ισομετρική προοπτική στην κάμερα, αρκετά action-RPG στοιχεία και hack ‘n’ slash μηχανισμούς στο gameplay. Η δράση παίρνει μέρος στις Zones -δηλαδή τα dungeons- και σκοπός του παίκτη είναι να εξερευνήσει τα δωμάτια του εκάστοτε dungeon και να βρει τα 5 ή 6 objective items που του έχουν ζητηθεί, ώστε να λύσει το γρίφο στο τέλος της Zone και να προχωρήσει στην επόμενη. Με την ολοκλήρωση τριών Zones, εμφανίζεται και ένα μεγάλο boss fight, η εξόντωση του οποίου προμηνύει και αλλαγή του setting των dungeons. Δεν υπάρχει κάποιο κεντρικό hub και τα dungeons δεν επικοινωνούν μεταξύ τους –υπάρχει ωστόσο επιλογή στο κεντρικό μενού για επιστροφή σε προηγούμενα dungeons. Εκτός από την κύρια αποστολή, κάθε dungeon έχει και μία δευτερεύουσα αποστολή, η οποία τις περισσότερες φορές περνάει, είτε απαρατήρητη, είτε ολοκληρώνεται σχεδόν από μόνη της. Εν ολίγοις, ο παίκτης δύσκολα θα μπει στη διαδικασία να την ολοκληρώσει.
Οι Zones είναι γεμάτες από εχθρικά πλάσματα που θα εμποδίσουν τις προσπάθειες του χαρακτήρα για να αλλάξει τις στιγμές της ζωής του, δηλαδή τα κείμενα του Book of Memories. Τόσο ο σχεδιασμός των πλασμάτων, όσο και ο αντίστοιχος των dungeons, είναι οικείοι σε αυτούς που έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν με τίτλους της σειράς. Τα περισσότερα τέρατα έχουν συστηθεί από τα πρώτα Silent Hill (σκυλιά, νοσοκόμες, Pyramid Heads κ.α), ενώ οι Zones μοιάζουν με το “Other Side” Silent Hill, της μεταλλικής και αιματηρής αισθητικής. Σε γενικές γραμμές, ο σχεδιασμός από Zone σε Zone δε διαφέρει δραματικά και μετά από λίγη ώρα ο παίκτης θα νιώσει ότι τα έχει δει, σχεδόν, όλα.
Η μάχη με τα πλάσματα πραγματοποιείται είτε με melee είτε με πυροβόλα όπλα –και το οπλοστάσιο το έχουμε συναντήσει σε προηγούμενους τίτλους της σειράς. Σε αντίθεση με άλλα action-RPGs, τα όπλα δεν κατηγοριοποιούνται σε χρώματα και δεν έχουν κάπου «γραπτώς» τα stats τους, αναγκάζοντας τον παίκτη να πρέπει να τα δοκιμάσει σε αντίπαλο για να διαπιστώσει πόσο damage είναι ικανά να κάνουν.
{PAGE_BREAK}
Στο Book of Memories διατίθενται διάφορα one-handed και dual-handed όπλα προς πειραματισμό. Στην περίπτωση των πρώτων, ο χαρακτήρας μπορεί και κρατάει δύο διαφορετικά όπλα, με το τετράγωνο και το τρίγωνο πλήκτρο του PS Vita να αντιπροσωπεύουν το αριστερό και δεξί χέρι του αντίστοιχα. Στα dual-handed όπλα, λόγω του μεγέθους τους, υπάρχει και η επιλογή για φόρτιση μίας επίθεσης για πιο αποτελεσματικά χτυπήματα. Όλα τα όπλα, όμως, μετά από λίγη ώρα χρήσης φθείρονται και χρειάζονται επισκευή πριν κοκκινίσουν πλήρως και εν τέλει καταστραφούν. Η επισκευή γίνεται με γαλλικά κλειδιά που, μαζί με τα health packs και bullet packs, βρίσκονται κρυμμένα ως “loot items” στα διάφορα συρτάρια και μπαούλα των δωματίων.
Τέλος, το αίμα που αφήνουν πίσω οι «συγχωρεμένοι» αντίπαλοι μένει για ελάχιστα δευτερόλεπτα στην επιφάνεια του πατώματος και αν ο παίκτης το συλλέξει, γεμίζει μία Karma Bar η οποία όταν ενεργοποιηθεί χαρίζει μερικά δευτερόλεπτα… απείρου κάλους, με το πίσω touch pad του PS Vita να πιάνει δράση. Ο παίκτης ανεβαίνει level και κάθε level του χαρίζει δύο skill points, τα οποία μπορεί να εξαργυρώσει σε μία σχετικά φτωχή λίστα από skills. Η λίστα αυτή παραμετροποιείται επίσης με artifacts, που συλλέγονται από τα διάφορα επιτεύγματα του παίκτη στο παιχνίδι και λειτουργούν σαν passive skills.
Τα γραφικά, αν και παρουσιάζουν μερικά όμορφα χαρακτηριστικά, όπως οι real time σκιάσεις ορισμένων αντικειμένων όταν εκτίθενται στο φως το φακού, σε γενικές γραμμές δε μπορούν να εντυπωσιάσουν και σίγουρα δεν κολακεύουν τις δυνατότητες του συστήματος. Θα λέγαμε ότι μοιάζει περισσότερο με όμορφο τίτλο του PSP, παρά με τίτλο του PS Vita. Όσον αφορά την οθόνη αφής του συστήματος, αυτή χρησιμοποιείται για όλες τις λειτουργίες, πέρα της μάχης. Το παράπονό μας εδώ αφορά στα μικρά εικονίδια και τις μικροσκοπικές γραμματοσειρές, που δεν ενδείκνυνται για λειτουργία αφής με δάχτυλα, ενώ πολλά από τα πατήματα θα χρειαστούν ακόμη μία προσπάθεια, μιας και η απόκριση δεν είναι η αναμενόμενη. Στα μείον να προσθέσουμε και τους απελπιστικά μεγάλους χρόνους φόρτωσης από dungeon σε dungeon ή μετά από game over screen. Από την άλλη, η μουσική, μπορεί να μην πλησιάζει το αριστουργηματικό πεντάγραμμο του Akira Yamaoka, για τα δεδομένα του Book of Memories όμως, κάνει άριστα τη δουλειά της. Μάλιστα, υπάρχουν ένα-δυο θέματα, που προκαλούν αίσθηση.
Το Book of Memories προωθήθηκε από την Konami ως ένας τίτλος που θα βασίζει κυρίως την εμπειρία του στο πολλαπλών παικτών συνεργατικό παιχνίδι –μέχρι τέσσερις-, είτε σε τοπικό, είτε σε online επίπεδο. Το θέμα είναι ότι η εύρεση παικτών στους servers του παιχνιδιού, είναι από μόνη της μία εφιαλτική διαδικασία. Περνάνε περισσότερα από 5-10 λεπτά για να βρεθεί ένας παίκτης και αυτός, κατά πάσα πιθανότητα, θα αποσυνδεθεί μέσα στα επόμενα 15 λεπτά.
Όλα τα παραπάνω υποδεικνύουν έναν πλούσιο, σε μηχανισμούς και περιεχόμενο τίτλο. Όσον αφορά το περιεχόμενο, όντως, το Book of Memories έχει μπόλικο. Το παιχνίδι μπορεί να διαρκέσει περισσότερες από 20 ώρες, ενώ έχουμε την εντύπωση πως οι Zones είναι υπερτριπλάσιες από αυτές που χρειάζεται για να δει κάποιος το τέλος της ιστορίας. Το μεγάλο πρόβλημα του τίτλου της WayForward, όμως, είναι ότι όλα τα υπόλοιπα τα κάνει σε πολύ, πολύ χαλαρό και ελαφρύ ύφος. Ποτέ δεν εμβαθύνει σε κανέναν τομέα του gameplay και τελικώς παραδίδει μία επαναλαμβανόμενη και μετά από ώρες ανούσια εμπειρία. Σε κανένα σημείο του ο τίτλος δε δίνει το έναυσμα στον παίκτη να συνεχίσει.
Το παιχνίδι είναι ένα action-RPG, με ραχοκοκαλιά φτιαγμένη από dungeons και μάχες σώμα με σώμα, παρόλα αυτά δεν υπάρχει ίχνος σοβαρού loot. Ακόμη και οι διάφορες αλλαξιές του χαρακτήρα, οι οποίες αγοράζονται από κρυφά δωμάτια μέσα στα dungeons, αλλάζουν μόνο την εξωτερική εμφάνιση και δεν έχουν αντίκτυπο στο gameplay. Δηλαδή ή υποστηρίζεις με κάθε τρόπο τη στροφή προς το action-RPG μονοπάτι ή δεν ασχολείσαι καθόλου με το genre και συνεχίζεις να μαζεύεις μαργαρίτες…
Σάκης Καρπάς