Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα…
Η σιωπή είναι η καλύτερη έκφραση της περιφρόνησης λέει ο θυμόσοφος λαός, για τον ομώνυμο όμως τίτλο της Trion Worlds θα πρέπει να γράψουμε δυό λογάκια, ασχέτως του γεγονότος ότι η παροιμία στη παρούσα περίπτωση είναι η πλέον ενδεδειγμένη. Το ΜΜΟ-ΤPS ή Persistent Online Shooter ή Πολύς-Κόσμος-Πυροβολεί-Ότι-Κινείται είναι ένας τίτλος που προσφέρει πολλά περισσότερα προσωνύμια και φανταχτερές εκφράσεις από όσες πραγματικά χρειάζεται. Μόνο όταν βρεθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο αντιληφθήκαμε ότι πίσω από τις πολύχρωμες λεζάντες κρύβονται οι γνωστοί-άγνωστοι με τα πλέον πολυφορεμένα κουστούμια, με τη διαφορά ότι στο Defiance τα φόρεσαν όλα μαζί, γέμισαν τις βαλίτσες με αισιοδοξία και σάλπαραν στις τρεις κυρίαρχες πλατφόρμες με σκοπό να κατακτήσουν το πολύτιμο ελεύθερο χρόνο μας.
Έχω μια ιδέα
Το Defiance βασίζεται σε τρεις ιδέες που ενώθηκαν σε μια, τρεις διαφορετικές καταστάσεις που χαρακτηρίζουν, διαφορετικά η κάθε μια, το τι περάσαμε ως γενιά και πως μεταβαίνουμε στην επόμενη κατά μια έννοια. Το πρώτο είναι η γνωστή συζήτηση περί αφήγησης και ουσίας στα βιντεοπαιχνίδια, ένα θέμα που αναπαράχθηκε με πολλούς τρόπους, δοκίμασε πράγματα, βραβεύτηκε για αυτά, εξυμνήθηκε από τους παίχτες, έφερε στο προσκήνιο διαφορετικές διαδραστικές εμπειρίες.
Το Defiance δοκιμάζει αυτή της αλληλεπίδρασης με ένα εντελώς διαφορετικό μέσο, αυτό μιας τηλεοπτικής σειράς, κάτι που από μόνο του είναι ικανό να προκαλέσει το ενδιαφέρον. Το δεύτερο, είναι αυτό της περιβοήτης μετατροπής των παιχνιδιών σε υπηρεσίες, κάτι που ακόμα βρίσκεται θεωρητικά στη σφαίρα της φιλολογίας και εκλαμβάνεται κυρίως ως φήμη. Είναι γνωστό πως είναι ευσεβής πόθος αρκετών μαθουσάλων στην αγαπημένη μας βιομηχανία. Θεωρείται μάλιστα το επόμενο φυσικό βήμα και δεν είναι μυστικό πως στην επόμενη γενιά θα δούμε με περισσότερο ζήλο τη προσέγγιση σε online και social χαρακτηριστικά.
Επομένως, μέρος της λογικής ενός ΜΜΟ, σε θέματα οικονομικών μοντέλων και περιεχομένου, θα βρουν περισσότερο πρόσφορο έδαφος. Το Defiance είναι ένα παιχνίδι που συμπλέει με αυτή τη φιλοσοφία και φυσικά επέλεξε το κατάλληλο είδος. Τρίτο και τελευταίο, αν ψάξουμε να βρούμε τι ήταν πιο δημοφιλές, τι παίχτηκε περισσότερο, τότε τα shooters θα ήταν πρώτα στη λίστα. Πρώτου και Τρίτου Προσώπου σε ΑΑΑ επίπεδο παραγωγών ήταν το είδος που οδήγησε την κούρσα.
Η Trion έκανε καλά την ερευνά της πριν προχωρήσει σε κάτι τόσο φιλόδοξο και ριψοκίνδυνο. Θέλει τον ανταγωνιστικό παίχτη του online multiplayer στο αγαπημένο FPS του. Θέλει τον παίχτη που έπαιξε δεκάδες μεγάλες παραγωγές στην κονσόλα του που στο πυρήνα τους ήταν shooters τρίτου προσώπου. Θέλει να τον βάλει παρέα στον άλλο να πυροβολούν πράγματα και να περνούν καλά. Θέλει να προσφέρει κάτι διαφορετικό στο παραδοσιακό MMO παίχτη. Καθόλου εύκολο εγχείρημα, όμως η φιλοδοξία είναι έκδηλη στη περίπτωση του Defiance. Aν μη τι άλλο, θέλει να προσφέρει ένα καλό online παιχνίδι, που να ικανοποιήσει ένα κοινό παιχτών με διαφορετικό προφίλ προτιμήσεων.
Παιχνίδι και Τηλεοπτική Σειρά;
Αυτή είναι η βασική ιδέα πίσω από το εγχείρημα. Το παιχνίδι προλογίζει τη σειρά και η σειρά θα τροφοδοτεί το παιχνίδι με DLC βιώνοντας «βίους παραλληλους». Γεγονόντα από το παιχνίδι θα αναφέρονται στη σειρά και τούμπαλιν. Για παράδειγμα στο παιχνίδι παρακολουθούμε το πρωταγωνιστικό δίδυμο της σειράς να οδηγείται στα γεγονόντα που θα παρουσιαστούν κατά τη διάρκεια της πρεμιέρας.
Χωρίς να αναπαράγουμε ολόκληρη τη διαφημιστική καμπάνια προώθησης του παιχνιδιού, είναι κάτι εξάλλου που δεν έχουμε δει ακόμα εξ’ολοκλήρου για να διαπυστώσουμε πως δουλεύει, να υπενθυμίσουμε/ γνωστοποιήσουμε ότι το Defiance πρόκειται για σύμπραξη της Trion Worlds, γνωστής στους κόλπους των mmo παιχτών λόγω Rift και του καλωδιακού τηλεοπτικού καναλιού Syfy από το οποίο θα βγει στον αέρα η ομώνυμη σειρά, κάνοντας πρεμιέρα τις 16 Απριλίου. Πρόκειται για μια πρωτότυπη, φιλόδοξη και αρκετά ιδιόρυθμη περίπτωση, ένα εγχείρημα που αξίζει να ακολουθήσει κανείς μόνο για την ιδέα, να δει πως μπορεί να συνυπάρξει αρμονικά μια τηλεοπτική σειρά με ένα βιντεοπαιχνίδι. Με ένα τέτοιο ανάλαφρο μοτίβο κατά νου πολλές από τις ιδιοτροπίες του παιχνιδιού μπορούν να υποβαθμιστούν μπροστά στη προσδοκία μιας εμπειρίας αλληλεπίδρασης μεταξύ των δύο μέσων και του παίχτη.
Η επιστροφή στη πραγματικότητα όμως κρύβει μερικές πολύ γνωστές και κακές συνήθειες που, ακριβώς επειδή πρόκειται για συνήθειες, μας είναι λίγο δύσκολο να ξεκόψουμε ασχέτως αν τις έχουμε μπουχτίσει. Το παιχνίδι Defiance είναι ένα μωσαϊκό αποτελούμενο από μικρά déjà vu, με gameplay τόσο οικείο που ο ενθουσιασμός εξανεμίζεται αργά και βασανιστικά εώς ότου αντιληφθούμε τη ματαιότητα της κατάστασης. Είναι ένα παιχνίδι που ενώ παρουσιάζεται ως νέο στη πραγματικότητα το έχουμε ήδη παίξει, αρκετές φορές έως τώρα. Υπάρχει πάντα βέβαια ο ιδιαίτερος παράγοντας της τηλεοπτικής σειράς.
Θα ήταν γόνιμο να κριθεί η εμπειρία ως έχει ή μήπως θα ήταν φρόνιμο να δούμε τη συνολική εικόνα παρακολουθώντας και τη σειρά; Νομίζουμε οτι πρωτίστως εκείνο που έχει αξία είναι το παιχνίδι, άσχετα αν αυτό είναι συνοδευτικό της σειράς. Όσο καλή κι αν είναι η σειρά, αν το παιχνίδι δεν είναι καλό τότε δεν υπάρχει κανένα νόημα να ασχοληθούμε με αυτό, αν το παιχνίδι είναι καλό όμως αυτό μπορεί δώσει πνοή τόσο σε αυτό όσο και σε μια μέτρια σειρά. Πιστεύουμε ότι αυτή είναι η σωστή ροή των πραγμάτων και όχι στο αντίστροφο. Να σημειωθεί εδώ ότι τα reviews των mmos είναι περίεργη υπόθεση. Πολλά προβλήματα που αφορούν bugs του παιχνιδιού ή θέματα με τους servers να μην υπάρχουν την επόμενη ημέρα.
Είναι μια μεταβαλλόμενη διαδικασία όπου λάθη διορθώνονται, άλλα εμφανίζονται, περιεχόμενο προστίθεται συνεχώς. Η αίσθηση όμως που σου δίνει ένα παιχνίδι γίνεται ξεκάθαρη έχοντας δει τι έχει να προσφέρει ο τίτλος χωρίς απαραίτητα να φτάσεις σε κάποιον τερματισμό μιας και δεν υπάρχει τέτοιος. Στα mmos υπάρχει το end-game, το παιχνίδι μετά το παιχνίδι που καλείται να καλύψει τις ώρες του παίχτη όταν αυτός θα έχει τελειώσει την ιστορία φτάνοντας στο ανώτατο επίπεδο. Ευτυχώς το Defiance μας βγάζει γρήγορα από επιπλέον πονοκεφάλους αφού εκείνο που προσφέρει είναι διασκέδαση δίχως να το απασχολεί η ποιότητα αυτής.
Τρεις και το Defiance
Είχαμε τη τύχη να έχουμε δύο εκδόσεις προς παρουσίαση, μια για το Playstation 3 και μια για το PC. Σε PS3 είχαμε ασχοληθεί κατά τη διάρκεια της beta, επομένως επιλέξαμε αυτή του PC για το review. Το πρώτο πράγμα που κάνει έντονη τη παρουσία του είναι ο τρόπος με τον οποίο έχει δημιουργηθεί το interface, με περισσότερα “κλικ” από όσα χρειάζονται και μενού όπου η πλοήγηση, αν και καταμαρτυρά τη διάθεση για λειτουργικότητα στις κονσόλες, η απόκριση παραμένει δύστροπη ακόμα και με gamepad. Το δεύτερο στοιχείο που κάνει άσχημη εντύπωση στο interface, είναι το chat.
Αναρωτιόμαστε αν πρέπει να το αναφέρουμε ως τέτοιο μιας και πρόκειται για ένα μυστήριο κουτάκι στο κάτω δεξί μέρος της οθόνης μας όπου απλά ξεχνάμε την ύπαρξή του ενώ παίζουμε. Η απόκριση στο πιο ευαίσθητο σημείο του τίτλου, το shooting, είναι ακριβής και ρευστή και στους δύο τρόπους χειρισμού, κάτι πραγματικά άξιο συγχαρητηριών. Η αίσθηση τόσο με ποντίκι/πληκτρολόγιο όσο με gamepad είναι το ίδιο απολαυστική. Εδώ να υπενθυμίσουμε ότι οι παίκτες κάθε έκδοσης παίζουν σε δικό τους server.
Το παιχνίδι μπορούσε να τρέξει σε κοινό server για τις τρεις πλατφόρμες όμως η Microsoft σαφώς εγγυάται για τη ποιότητα των διαδυκτιακών υπηρεσιών της όμως νίπτει τας χείρας της για εκείνες των άλλων και κάπως έτσι έληξε άδοξα ο γάμος. Το lag πάραυτα είναι ένα φαινόμενο που επιβιώνει ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες επομένως μη τρέφουμε ψευδαισθήσεις. Το παιχνίδι τρέχει πολύ καλά πάντως ακόμα κι όταν γίνεται ο κακός χαμός στα Arkfalls, όπου σε οριοθετημένους χώρους μαζεύεται μεγάλο πλήθος παικτών.
Την ευθύνη για αυτό αναλαμβάνουν τα γραφικά τα οποία παρουσιάζουν μέτριας ποιότητας εικόνα για να εξυπηρετήσουν την ομαλή λειτουργία του τίτλου. Σαφώς η πιο καλογυαλισμένη έκδοση είναι εκείνη των PC μιας και οι εκπτώσεις ήταν απαραίτητες για τρέξει στις παρούσες κονσόλες ένα τέτοιο παιχνίδι. Όμως τα textures δείχνουν χοντροκομμένα όσο ψηλά κι αν βάλουμε την ανάλυση, το δε draw distance απογοητεύει. Με ένα πιο προσεγμένο εικαστικό θα έσωζε πολλά στη συνολική του εικόνα όμως ούτε και αυτό βοηθά στη δημιουργία ατμόσφαιρας.
Οι μεταλλάξεις στη μορφολογία του εδάφους με εξωγήινα χαρακτηριστικά δημιουργούν ένα αρκετά αλλόκοτο σκηνικό το οποίο δυστυχώς υπολείπεται της απαραίτητης εκείνης λεπτομέρειας που θα κινήσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια του παίκτη. Η παρουσίαση είναι αρκετά πεζή, σχεδόν κενή περιεχόμενου. Απώντων ξεκάθαρων σημείων ενδιαφέροντος, ο αποπροσανατολισμός δεν αργεί να κάνει την εμφάνισή του έτσι πολύ γρήγορα το παιχνίδι χάνει την ευκαιρία να αρπάξει το παίχτη. Ενώ οι πέντε διαφορετικές περιοχές της μετα-αποκαλυπτικής Bay Area προσφέρουν ξεχωριστή θεματική στα τοπία, η απουσία ουσιαστικής εξερεύνησης και αλληλεπίδρασης στο ψηφιακό κόσμο μας οδηγεί στο κυνήγι του επόμενου waypoint χωρίς ιδιαίτερο προβληματισμό για όσα συμβαίνουν γύρω μας.
Τα δε voice acting και animations είναι μέτριας ποιότητας σε κάθε περίπτωση. Η παρουσίαση υπολείπεται φαντασίας, τσαγανού, καταστάσεων που θα μας κάνουν να ενδιαφερθούμε. Το immersion δημιουργείται κατά τη διάρκεια των στιγμών έντασης, κατά τα άλλα αναρωτιόμαστε τι κάνουμε και για ποιο λόγο βρισκόμαστε εδώ. Δεν υπάρχει ίχνος εξερεύνησης παρά μόνο συγκεκριμένα σημεία ενδιαφέροντος, διάσπαρτα στο χάρτη, με ζητούμενα που θα καλούμαστε να επιλύσουμε πυροβολώντας κάτι. Το Defiance είναι πολύ απλό παιχνίδι, χωρίς να έχει ιδιαίτερες απαιτήσεις από τον παίκτη.
Ποιανού είσαι εσύ παιδί μου;
Το Defiance είναι πρωτίστως ένα παιχνίδι βολών τρίτου προσώπου παρά οτιδήποτε άλλο, μέσα σε ένα περιβάλλον παρέα με άλλους που κάνουν ότι κι εμείς, τρέχουν σαν τρελοί πάνω κάτω πυροβολώντας mutants, hellbugs και ολοκληρώνοντας αποστολές. Είτε σε κάποιο τυχαίο event στο δρόμο όπου σώζουμε κρατούμενους ή τσακίζουμε τα μπλόκα που έχουν στήσει οι bad guys, σε κάποια μεγάλη πτώση ενός Arkfall με την περιοχή τριγύρω να έχει πλημμυρίσει παίχτες εξολοθρεύοντας μιλούνια τα ζουζούνια, είτε σε πιο οργανωμένες καταστάσεις σε ομάδα των τεσσάρων, το Defiance προσφέρει ανέμελες στιγμές ακατάπαυστου shooting. Δεν υπάρχει ιδιαίτερη σκέψη εδώ, ούτε εμπίπτει κάπου στους κανόνες του gameplay η τακτική.
Θα κάνουμε dodges, θα τρέχουμε αριστερά και δεξιά, θα ψάχνουμε φυσική κάλυψη και θα αδειάζουμε άπειρους γεμιστήρες προς κάθε κατεύθυνση. Το RPG στοιχείο σοφά δεν παρεμβάλεται, αφήνοντας έτσι την ικανότητα του παίχτη στο σημάδι να καθορίσει τα πράγματα. Αν είστε φανς των Snipers, θα βρείτε κάθε λογής κεφάλι για τα πολυπόθητα headshots. Και κατά ένα περίεργο τρόπο, δεν θα βαρεθείτε ποτέ να κάνετε το ίδιο πράγμα.
Οι αποστολές μας ζητούν να κάνουμε τα ίδια πράγματα με λίγο διαφορετικό τρόπο. Το περιεχόμενο όμως είναι πολύ περιορισμένο, τόσο σε ποσότητα όσο και σε ποιότητα, για να υποστηρίξει κάτι τέτοιο σε βάθος χρόνου. Το άχαρο πρόσωπο της επανάληψης αναδύεται στην επιφάνεια ως ο δυνατότερος τροχός της αμάξης στο gameplay. Το παιχνίδι παλεύει ανάμεσα σε αυτό που θέλει να προσφέρει και στο τρόπο που τελικά το πράττει.
Όταν το ΤPS αντικατέστησε το RPG…
Το EGO σύστημα προόδου προσδίδει μια απαραίτητη αλλά συνάμα μικρή ένεση παραμετροποίησης και ελέγχου του χαρακτήρα μας πέραν του να διαλέξουμε με τι όπλα θα βγάλουμε το μεροκάματο. Χωρίς να αλλοιώνει την ικανότητα του παίχτη στον έλεγχο του χαρακτήρα του στο σημάδι, οι τέσσερις αυτές βασικές ικανότητες ενισχύουν το τρόπο παιχνιδιού μας, το ύφος στο οποίο θέλουμε να παίξουμε ανάλογα με τους συνδυασμούς όπλων που επιλέξουμε.
Περιγραφικά, με το Decoy στέλνουμε ένα ολόγραμμά μας που τραβάει τη προσοχή της A.Ι. ενώ ταυτόχρονα μπορούμε να τηλεμεταφερθούμε στη θέση που βρίσκεται όταν σκουρίνουν τα πράγματα. Το Οvercharge αυξάνει το damage των όπλων για ένα χρονικό διάστημα, το Blur αυξάνει τη ταχύτητα για καλύτερα dodges καθώς και τη δύναμη της melee επίθεσης ενώ το Cloak μας κάνει αόρατους για λίγα δευτερόλεπτα, διώχνοντας την Α.Ι. από επάνω μας και πετυχαίνοντας μερικά αρκούντως ικανοποιητικά kills στο PvP. Το ότι είναι το πιο δημοφιλές αυτή τη στιγμή είναι μάλλον αναμενόμενο.
Ως οπλισμό, μπορούμε να κουβαλάμε και να εναλλάσουμε επί τόπου δύο όπλα, ένα τύπο χειροβομβίδας και μια προστατευτική ασπίδα, που απορροφά τις ριπές πριν αρχίσουμε να χάνουμε ζωή. Τα skins των όπλων δεν παρουσιάζουν την επιθυμητή ποικιλία, έχουν όμως πολύ καλή αίσθηση στη χρήση τους. Στο Defiance βρήκαμε μερικά πολύ ικανοποιητικά και φασαριόζικα shotguns, Light Machine Guns που είναι η χαρά του βαράω κατά ριπάς, Snipers για ακαριαία headshots και μεγάλα όπλα που φτύνουν ρουκέτες στα υπερμεγεθή έντομα που σπέρνουν το πανικό στα πλήθη.
H αρκετά προβλέψιμη A.I. δεν αποτελεί είναι η αλήθεια έκπληξη. Υπάρχουν διαφορετικοί τύποι εχθρών, υπάρχουν διαφορετικά μοτίβα επίθεσης, θα κάνουν dodge στα πυρά μας αλλά κατά βάση παραμένουν άμυαλα hit-boxes. Η πρόκληση είναι θέμα αριθμού αντιπάλων στην οθόνη, από απλές εμπλοκές σε solo αποστολές μέχρι τα τεράστια πανηγύρια που στήνονται στα Arkfalls. Εκεί όπου πενήντα τύποι τρέχουν γύρω από το Arkfall που έχει καρφωθεί στο έδαφος, αδειάζοντας ό,τι έχουν και δεν έχουν μέχρι αυτό αργά και βασανιστικά να πέσει, ενώ παντού τριγύρω ξεπροβάλλουν κάθε λογής έντομα: μικρά, μεγάλα, ιπτάμενα, θηριώδη τσαντισμένα έντομα.
Ξανά και ξανά και ξανά, να αδειάζουμε γεμιστήρες, να γεμίζουμε μέχρι τίποτα να μην μείνει όρθιο. Η συμμετοχή σε ένα τέτοιο γεγονός είναι το επίτευγμα του τίτλου στην κοινωνικότητα που προσφέρει και η ματαιότητα της όλης κατάστασης μόνο τυχαία δε προέκυψε έτσι. Η Trion έχει κάνει καλά τη μελέτη της και στο MMO κομμάτι του τίτλου. Απλά δεν ασχολήθηκε με αυτό.
… χάσαμε το ΜΜΟ.
Διότι όταν σταματήσουμε τους πυροβολισμούς δεν υπάρχει τίποτε άλλο να κάνουμε. Το MMO στο Defiance είναι μια έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει περισσότερο τη μαζικότητα του τίτλου παρά να χαρακτηρίσει το gameplay του. Η Trion επιλέγει να σχεδιάσει το gameplay της χρησιμοποιώντας το αλφάβητο της grind λογικής και… μέχρι εκεί. Ως φυσικό επακόλουθο, αυτό παρασύρει τα πάντα γύρω του, ξεγυμνώνοντας μονομιάς σχεδόν όλες τις αδυναμίες του τίτλου.
Το grinding είναι γενικότερα μια παρεξηγημένη έννοια που σηκώνει ολόκληρη κουβέντα από μόνη της, που εμφανίζεται, σε ποια παιχνίδια, ποια η χρησιμότητά της και γιατί μισείται τόσο, όμως παραδοσιακά τα MMOs πληρώνουν τη νύφη. Το πότε θα αρχίσει ένα παιχνίδι να μας κάνει να αισθανόμαστε ποντίκια στο τρόχο είναι μια υπόθεση πολλών παραγόντων. Το είδος των MMO έχει βρει διεξόδους και κάνει βήματα μπροστα κάτι που η Trion είτε δεν έλαβε υπόψην της είτε απλά δεν την ενδιέφερε κάτι τέτοιο για το Defiance. Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίπτωση ποντικιού στο τροχό, όπου θα κάνουμε ακριβώς τα ίδια πράγματα, ξανά και ξανά και ξανά, χωρίς τέλος και σκοπό. Είναι μια αίσθηση που μπορεί πολύ εύκολα να παρακαμφθεί από διάφορους παράγοντες που μπορούν να μετατρέψουν την επανάληψη σε μια πρώτης τάξεως immersive εμπειρία. Κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εδώ.
Υπάρχει, όχι ακριβώς προχειρότητα, αλλά μια γενικευμένη αίσθηση ότι το περιεχόμενο του τίτλου βρίσκεται εκεί απλά ως δικαιολογία για να πυροβολούμε πράγματα. Δεν υπάρχει κανένα απολύτως στοιχείο που να μην προσανατολίζεται προς το shooting, που να δίνει παράπλευρες δραστηριότητες, που να εμπλουτίζει με κάποιο τρόπο το τίτλο. Είναι θλιβερή σε σημεία η διαπίστωση το πως μια grind λογική και ένα καλό shooting είναι ικανά να προσφέρουν διασκέδαση χωρίς να υπάρχει απολύτως οτίδήποτε άλλο πέραν τούτου.
Η αισθητική είναι πολύ μέτρια, ο κόσμος αδιάφορος, η ιστορία τυπική με αμέτρητες fetch αποστολές που δεν εξυπηρετούν κανένα σκοπό πέραν του να πάρουμε την ανταμοιβή και να πάμε παρακάτω. Τα voice overs δεν πείθουν, τα animations στα ίδιο μοτίβο, η γραφή σε σημεία πολύ κακή που θα αναρωτιέστε αν κάποιος σας κάνει πλάκα. Το ανύπαρκτο chat βρίσκεται εκεί ως μυστήριο ώστε να αναρωτιόμαστε αν θα ήταν καλύτερα να το έφτιαχναν ή να το άφηναν στην κατάσταση που βρίσκεται. Είναι πολύ δυνατή εικόνα να βλέπεις τόσο κόσμο να πηγαινοέρχεται πάνω κάτω σαν τρελός και να μην ανταλλάσσει ούτε μια κουβέντα.
Από την άλλη δεν υπάρχει και τίποτα να συζητήσεις για το παιχνίδι, εξού και τα “good job” που εμφανίζονται εντελώς μηχανικά, μέχρι κι αυτά, μετά την κατατρόπωση ενός boss fight σε μεγάλα Arkfalls. Και αφού τελειώσουμε με τη τυχαία πτώση ενός Arkfall, μέχρι την επόμενη βεβαίως, θα ανοίξουμε το χάρτη, θα τσεκάρουμε το κοντινότερη αποστολή και θα ακολουθήσουμε το waypoint.
Αφού πυροβολίσουμε ή κρατήσουμε πατημένο ένα πλήκτρο για να αλληλεπιδράσουμε με τη φωτεινή ένδειξη στο περιβάλλον, επιστρέφουμε να λάβουμε την ανταμοιβή και ξανά από την αρχή. Τα ζητούμενα είναι συνεχώς τα ίδια και χωρίς άλλες δραστηριότητες η επανάληψη γρήγορα γίνεται τροχοπέδη της διασκέδασης που απολαμβάναμε μέχρι προ ολίγου. Ενώ κάθε νέα επαφή με το παιχνίδι προσφέρει ώρες έντασης, η εμπειρία πέφτει κατακόρυφα σε βάθος χρόνου και θυμίζει αγγαρεία. Το περιεχόμενο φεύγει πολύ γρήγορα και με το πέρας τη ιστορίας ένα τεράστιο ερωτηματικό θα αναδυθεί πάνω από τα κεφάλια μας. Και τώρα τι;
Αrk Ηunters, στην υπηρεσία σας
Η ιστορία μας βάζει στο ρόλο ενός Ark Hunter, για λογαριασμό του Karl Von Bach της ιδιωτικής εταιρίας οπλικών συστημάτων Von Bach Industries, o oποίος ξεκίνησε μια επίχειρηση ανεύρεσης εξωγήινης τεχνολογίας, έχοντας στην κατοχή ένα «κλειδί» που θα μπορούσε να αποκαλύψει νέα και πανίσχυρα μυστικά. Εμείς θα αναλάβουμε να βγάλουμε το φίδι από τη τρύπο όταν κάτω από ανεξήγητες συνθήκες το σκάφος στο οποίο επιβαίνουμε συντρίβεται.
Ο Voch Βach έχει εξαφανιστεί και στη Bay Area επικρατεί χάος. Κάπως έτσι ξεκινάμε να βρούμε στην κατοχή μας τη τεχνολογία των Arkfalls. Εμείς ακολουθούμε αυτό το storyline μέσα από τις Main Missions ενώ διασταυρώνουμε τα μονοπάτια μας με το δίδυμο πρωταγωνιστών της σειράς στα λεγόμενα Episode Missions. Τα side quests μας στέλνουν σε διάφορες γωνιές του χάρτη να πυροβολίσουμε hellbugs, να ενεργοποιήσουμε ή να απενεργοποιήσουμε κάτι, να σκοτώσουμε mutants, να πάρουμε κάτι και να το φέρουμε πίσω.
Αν κάπου πάει κάτι στραβά και χάσουμε, μπορούμε να επανέλθουμε αμέσως, με την ικανότητα να γίνεται διαθέσιμη ξανά μετά από λίγα λεπτά, διαφορετικά είτε περιμένουμε κάποιον να μας βοηθήσει, είτε επιστρέφουμε στο κοντινότερο checkpoint. Στα Arkfalls δεν θέλουν τον κόσμο να κάθεται επομένως η βοήθεια έρχεται αμέσως. Έξω στην ερημιά τα checkpoints είναι μονόδρομος.
Μετά τις Main, Episode και Side αποστολές, που είναι το ίδιο και το αυτό, τρεις επιπλέον δραστηριότητες που θα κάνουμε είναι να πυροβολήσουμε πράγματα στις Hotshots και Rampage αποστολές και να τρέξουμε σε αγώνες με αντίπαλο το χρονόμετρο στις Time αποστολές. Eκεί αναλαμβάνει δράση το φοβερό και τρομέρο μας buggie, το πιστό μεταφορικό μας μέσο. Αν μη τι άλλο, η Trion θέλει απλά να δώσει όπλα και πράγματα να πυροβολάμε, χωρίς ιδιαίτερο λόγο και αιτία, απλά για να ξεδώσουμε και να περάσουμε καλά και το περνά αυτό ακόμα και στις πιο ανύποπτες πτυχές του gameplay.
Το μεταφορικό μας είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση όπου το βλέπεις τέρμα τα γκάζια και το νίτρο να ουρλιάζει να κάνει άλματα από λόφους και βουνά και καταλαβαίνεις ότι εδώ οι άνθρωποι δεν το παίρνουν και πολύ στα σοβαρά το θέμα. Βέβαια, δεν γνωρίζουμε πότε περιπτώσεις σαν αυτή ή όταν ρίχνουμε τον Ark Hunter μας από την κορυφή του βουνού και δεν τρέχει κάστανο μπορούν να θεωρηθούν κακές σχεδιαστικές επιλογές, στο Defiance πάντως είναι εύκολο να το κατατάξεις σε ένα σύνολο άνευ ουσίας όπου πράγματα συμβαίνουν απλά για μας κρατάνε στην οθόνη.
Επόμενη Αποστολή
Είναι ενδιαφέρον να δούμε πως θα ωριμάσει το Defiance στο χρόνο. Μετά το τέλος της βασικής ιστορίας δεν υπάρχουν πράγματα να κάνουμε πέραν των Shadow Wars, τo PvP 32 εναντίων 32 παιχτών, που στέκεται φάρος όταν τα υπόλοιπα τριγύρω του καταναλώνονται εν ριπή οφθαλμού. Εκτός κι αν συνεχίσει να μαζεύεται κόσμος γύρω από ένα τεράστιο έντομο, βαρώντας δίχως τέλος. Αν υπήρχε πρόοδος στο χαρακτήρα ίσως να το έκανε, η παρούσα όμως είναι αρκετά ρηχή για να υποστηρίξει κάτι τέτοιο. Η γενικότερη αίσθηση που αφήνει είναι ότι ενώ προσπαθεί, τελικώς παρουσιάζει υποβαθμισμένα τα mmo χαρακτηριστικά που υιοθετεί κι αυτό αφαίρει πολλά από το σύνολο. Η αναιμική δε παρουσίαση δείχνει ένα παιχνίδι που θέλει τη σειρά για να αποκτήσει κάποια επουσιώδη υπόσταση.
Η καλύτερη συμβουλή που ισχύει για κάθε τέτοιο τίτλο είναι να περιμένουμε να καταλαγιάσει η σκόνη ώστε να δούμε που το πάει. Το παιχνίδι βγαίνει πολύ εύκολα και χωρίς ιδιαίτερο κόπο ενώ το περιεχόμενο δεν έχει τη ποιότητα να μας κρατήσει σε βάθος. Ο τίτλος βέβαια δεν ζητά από εμάς κάτι περισσότερο από το να το αγοράσουμε, τουλάχιστον σε πρώτο στάδιο. Βεβαίως δεν λείπει το μαγαζάκι μικροσυναλλαγών ενώ η λογική του να βγαίνουν συχνά DLC θα ελεγχθεί σε βάθος χρόνου, τόσο σε ποιότητα όσο και αντίτιμο.
Η Trion από εδώ και πέρα πρέπει να κάνει τα αυτονόητα, δηλαδή να παλέψει με τα bugs και να τα νικήσει. Άγραφοι νόμοι από τους οποίους κανείς δεν ξεφεύγει στο λανσάρισμα. Το κυριότερο είναι να παίζει ικανοποιητικά και δίχως προβλήματα το παιχνίδι, ανεξάρτητα της ποιότητας του. Από εκεί και μετά τα πάντα είναι ανοιχτά και διορθώνονται αρκεί να επιτευχθεί ένα δεύτερο, εξίσου σημαντικό: κοινότητα. Χωρίς κοινότητα το παιχνίδι θα βυθιστεί στη λήθη σαν να μην υπήρχε ποτέ, ευελπιστούμε να κρατά τα καλά χαρτιά η Trion σε αυτή τη περίπτωση.
Το Defiance είναι ένα παιχνίδι που χωλαίνει σε τόσους βασικούς τομείς και καταφέρνει, μέσα από ένα καλοστημμένο shooter και ένα ημιτελές mmo περιβάλλον, να προσφέρει διασκέδαση. Δεν θα βρείτε κάτι καινούριο εδώ, η οικειότητα είναι το πιο ταιριαστό χαρακτηριστικό γνώρισμα στο Defiance. Και το κάνει χωρίς ιδιαίτερες ενοχές, ξέροντας πως το κοινό είναι εκείνο που αποφασίζει σε τελική ανάλυση. Το αν θα ανεβάσει τα χαμηλά στάνταρ ποιότητας με τα οποία αποφάσισε να παρουσιαστεί είναι κάτι που θα δούμε εν καιρώ.
Οδυσσέας Γιαννιώτης
Ελάχιστες απαιτήσεις συστήματος
Λειτουργικό: Windows XP SP2
Επεξεργαστής: Intel core 2 Duo 2.0 GHz CPU
Μνήμη: 2 GB System RAM
Σκληρός δίσκος: 1.5 GB
Κάρτα γραφικών: 512MB video card (Nvidia GeForce 8600, ATI Radeon HD 2900, or Intel HD 4000 integrated graphics or better)
Σύνδεση στο Internet