Heads will Roll…
Παραδόξως, η κατηγορία των platform παιχνιδιών έχει γίνει πάμπολλες φορές τα τελευταία χρόνια, ένα πεδίο πειραματισμού και καινοτομίας. Και λέμε παραδόξως, γιατί απο πλευράς μηχανισμών είναι τόσο παραδοσιακή στα βιντεοπαιχνίδια όσο το αρνί το Πάσχα. Με την άνοδο των ανεξάρτητων δημιουργών στη γενιά που διανύουμε, η κατηγορία ανανεώθηκε και αναγεννήθηκε, προσφέροντάς μας εμπειρίες που υπερέβαιναν τα στενά όρια του είδους.
Από τους εννοιολογικά φορτισμένους μηχανισμούς του Braid μέχρι τον ασπρόμαυρο κινούμενο πίνακα που λέγεται Limbo και το δαιμόνιο φόρο τιμής στο ίδιο το μέσο που καταφέρνει με μοναδικό τρόπο το Fez, έως το ξέφρενο Super Meat Boy, τα παραδείγματα είναι πάμπολλα. Έχουμε δει τη συνταγή να εξελίσσεται, να παραλλάσεται και να εκσυγχρονίζεται, αλλά χωρίς να κόβει τον ομφάλιο λώρο με το παρελθόν.
Λίγο απ’ όλα…
Όπως είπαμε και πιο πάνω, το παιχνίδι προσομοιώνει την αφήγηση ενός κουκλοθεάτρου. Όλα διαδραματίζονται στο πλαίσιο μιας σκηνής, με το αόρατο κοινό να αντιδρά στα δρώμενα, και τον αφηγητή να προσθέτει με το γνωστό ύφος της θεατρικής εξτραβαγκάνζας περασμένων εποχών.
Ο σκοπός του Moon Bear King είναι να σκλαβώνει τις ψυχές των παιδιών για να τα χρησιμοποιεί σαν δούλους στο σκοτεινό του βασίλειο. Σαν ιστορία έχει τις καλές, τις κακές και τις αδιάφορες στιγμές της, διαλόγους και απολαυστικούς αλλά και σε σημεία εκνευριστικούς με τη φλυαρία τους, ιδιαίτερα όταν λόγω της δράσης, δεν μπορείς να τους παρακολουθήσεις με ευκολία.
Master of Puppets
Το δυνατότερο στοιχείο του Puppeteer έγκειται ξεκάθαρα στην προσοχή και τη λεπτομέρεια με την οποία έχει στηθεί. Όπως είπαμε, η οθόνη προσομοιώνει μια θεατρική σκηνή και τα πάντα παρουσιάζονται σαν σκηνικό μιας grotesque παράστασης για παιδιά. Το αποτέλεσμα μάς έκανε πολλές φορές να κάτσουμε απλά και να περιεργαστούμε με θαυμασμό τα περιβάλλοντα και τη λεπτοδουλειά που “κουβαλάνε” πάνω τους.
Οι συνθέσεις του Patrick Doyle χτυπούν διάνα στη μεταφορά αυτού του συγκεκριμένου “επικού” κλίματος, ακόμα και αν για τα δικά μας γούστα μπορεί να γίνονται μετά από ένα σημείο κουραστικές μέσα στην πομπώδη φύση τους. Το voice acting των ηθοποιών κυμαίνεται σε εξίσου υψηλά επίπεδα και ιδιαιτέρως ο αφηγητής σε σημεία διαπρέπει. Όπως, για παράδειγμα, η περιγραφή του σε μια καταδίωξη με άλογο, που μιμείται αυτές των ιπποδρόμων του περασμένου αιώνα. Γενικότερα, το μεράκι και η δουλειά που έχει γίνει σε κάθε πτυχή της παραγωγής είναι εμφανής, από τα μενού μέχρι ακόμα και τις ονομασίες των trophies.
{PAGE_BREAK}
Πίσω από τη σκηνή…
Καλά όλα αυτά βέβαια, αλλά για παιχνίδι μιλάμε. Που σημαίνει αλληλεπίδραση, που σημαίνει gameplay. Και εδώ τα πράγματα δεν είναι στα ίδια επίπεδα ποιότητας. Αρχικά, πρέπει να οριοθετήσουμε τα κριτήρια με τα οποία κρίνεται ένα καλό platform παιχνίδι. Κατά την άποψη μας, πρωταρχικό ρόλο παίζει το level design. Αυτό καθορίζει το ρυθμό, τις εκπλήξεις, την πρόκληση, την ελευθερία. Κοινώς, σχεδόν τα πάντα. Από την άλλη, τα platformers είναι παιχνίδια μικρών λεπτομερειών.
Η ταχύτητα της κίνησης του χαρακτήρα, το βάρος του, η αίσθηση του άλματος, όλα αυτά καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη σύνδεση του παίκτη με το avatar του, που πάντα θέλουμε να είναι όσο πιο άμεση γίνεται αλλά και να απορρέει και μια ευχαρίστηση στον έλεγχο. Και φυσικά, έχουμε τους μηχανισμούς που εξαρτώνται όμως σε μέγιστο βαθμό από την αξιοποίησή τους μέσω ενός έξυπνου level design. Πώς τα πάει λοιπόν το Puppeteer σε όλα αυτά;
Τα σκηνικά όπου απλά καλούμαστε να πηδήξουμε ή να σκύψουμε για να αποφύγουμε εμπόδια είναι περισσότερα απ’ όσα έπρεπε. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως τεράστιο μέρος των σχεδιαστικών ιδεών του, εξαντλούνται στο πρώτο δίωρο. Ακόμα και τα bosses είναι, ουσιαστικά, μια παραλλαγή ενός μοτίβου. Στην πορεία θα προστεθούν μηχανισμοί, όπως βόμβες, καινούργιες κινήσεις ή ένα άγκιστρο, αλλά και πάλι το gameplay παραμένει επιδερμικό.
Εξάλλου, τα περισσότερα από τα στοιχεία του φαίνονται δανεισμένα από άλλα παιχνίδια του ειδους, ωστόσο η ιδιαίτερη προσωπικότητα του αποτρέπει τις φανερές συγκρίσεις. Τέλος, ο ίδιος ο Kutaro, ως μαριονέτα, θυμίζει στον έλεγχο έντονα, και πάλι, την ανάλαφρη φυσική των sackboys.
Όλα αυτά είναι απολύτως δικαιολογημένα στο συγκείμενο του παιχνιδιού, οπότε τα όποια παράπονα πάνε περίπατο. Ωστόσο, του στερεί την τελειότητα των μικρών λεπτομερειών που λέγαμε, για τα δικά μας γούστα τουλάχιστον, αλλά φαίνεται πως είναι μια συνειδητή επιλογή του σχεδιασμού. Στα θετικά του παιχνιδιού συγκαταλέγεται και η επιλογή δύο παικτών -ο δεύτερος παίκτης χειρίζεται το εκάστοτε sidekick του Kutaro και είναι "βοηθητικός"- με την παρέα, βεβαίως, να κάνει το ταξίδι πολύ πιο ευχάριστο.
Use your Head
Και αυτός είναι ο λόγος που το προτείνουμε ανεπιφύλακτα σε μικρούς και μεγάλους. Ή, ακόμα καλύτερα, σε μικρούς με μεγάλους. Ο κύριος Moore, λοιπόν, μπορεί να υπερηφανεύεται πως το στόχο του τον πέτυχε, και μάλιστα με απολαυστική πρωτοτυπία.
Γιώργος Πρίτσκας
{nomultithumb}