Το φάντασμα μιας ξεχασμένης εποχής
Κάθε φορά που κυκλοφορεί ένα remake ενός παλιού τίτλου, όλες οι συζήτησεις των υποψήφιων αγοραστών φαίνεται να καταλήγουν σε μια, μονολεκτική ερώτηση: “Αξίζει;”. Ωστόσο, αυτό το φαινομενικά απλό “αξίζει;”, περικλείει ένα σωρό υποερωτήματα, που επιδέχονται τόσο αντικειμενικές όσο κι υποκειμενικές απαντήσεις. Κι αυτό επειδή η κάθε επανακυκλοφορία πάντα κρίνεται με βάση τρεις άξονες: την ποιότητα του remake, το κατά πόσο το πρωτότυπο περιεχόμενο έχει αντέξει στη φθορά του χρόνου κι, εν τέλει, αν αυτός ο τίτλος από το παρελθόν αξίζει να παιχτεί σήμερα επειδή έχει ουσιαστικό κι όχι μόνο ιστορικό ενδιαφέρον.
Κι ενώ κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή, το Shin Megami Tensei: Devil Summoner: Soul Hackers είναι ακόμα πιο ιδιαίτερη, όχι για την μακροσκελή ονομασία του, που επιβεβαιώνει κάθε ιαπωνικό κλισέ, αλλά για το γεγονός ότι με αυτή την “επανακυκλοφορία” τώρα συστήνεται για πρώτη φορά στο δυτικό κοινό, 16 χρόνια αφότου πρωτοκυκλοφόρησε μόνο στην Ιαπωνία για το πάλαι ποτέ κραταιό Sega Saturn.
Ταξίδι πίσω στο χρόνο, σε μια άλλη εποχή…
Αναμφίβολα, τα δεκαέξι χρόνια που μας χωρίζουν από το 1997 ισοδυναμούν με έναν αιώνα τεχνολογικών εξελίξεων τόσο στο hardware όσο και στο software για τη βιομηχανία του gaming. Εν έτει 2013 κι ενώ βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας ακόμη “νέας γενιάς” κονσολών, η εποχή του πρώτου PlayStation, του Nintendo 64 και του Sega Saturn είναι πια γλυκιά ανάμνηση γι’ αυτούς που πρόλαβαν να τη ζήσουν. Κι ήταν μια εποχή με εντελώς διαφορετικά trends, όπου τα τρισδιάστατα πολύγωνα έχτιζαν νέους κόσμους, τα platformers ήταν δημοφιλή όσο είναι σήμερα τα shooters και τα j-rpgs κυριαρχούσαν με μπροστάρη το μεσσιανικό Final Fantasy VII.
Όλοι τότε περίμεναν με ανυπομονησία το λαμπρό μέλλον με τα φωτορεαλιστικά γραφικά, ένα μέλλον όπου το νεαρό -τότε- internet …ήταν το μέλλον, ένα μέλλον που κανείς όμως δεν μπορούσε να έχει προβλέψει και ορίσει με ακρίβεια. Αυτή η προσμονή κι ο ενθουσιασμός για το μέλλον αποτυπώνεται έντονα στο Soul Hackers, του οποίου η υπόθεση έχει να κάνει με το Paradigm X, ένα virtual reality κοινωνικό δίκτυο, που υπόσχεται να βελτιώσει τη ζωή των κατοίκων της ιαπωνικής πόλης Amami, προσφέροντας μία εναλλακτική online πραγματικότητα γεμάτη προοπτικές αλλά και κινδύνους.
Κι αυτό γιατί το Paradigm X δεν είναι παρά μια παγίδα που έχει στήσει η σατανική εταιρία Argon, που το δημιούργησε για να “κλέψει” τις ψυχές των χρηστών. Ο παίκτης αναλαμβάνει το ρόλο του 18χρονου πρωταγωνιστή που ανήκει στην ομάδα hackers “Spookies”, η οποία προσπαθεί ξεσκεπάσει την Argon, και με τη βοήθεια ενός GUNPC (υπολογιστής-πιστόλι) να αντιμετωπίσει διάφορους εχθρικούς ψηφιακούς δαίμονες που ξεπηδούν στην πραγματικότητα.
Εδώ σας αφήνουμε να κάνετε όσους παραλληλισμούς θέλετε με τα σύγχρονα κοινωνικά δίκτυα που “τρώνε” ώρες από τη ζωή μας, την ηλεκτρονική παρακολούθηση, τις θεωρίες συνομωσίας κι ομάδες όπως τους Anonymous. Ξαφνικά, το σενάριο του Soul Hackers μοιάζει κάπως επίκαιρο, ε;
Κι ενώ το σενάριο του Soul Hackers είναι όντως επίκαιρο κι ενδιαφέρον, τελικά δεν είναι κάτι το συγκλονιστικό, για το οποίο να αξίζει να περάσουμε ατελείωτες ώρες διαβάζοντας πλαίσια διαλόγου. Αυτό που μας δίνει, ωστόσο, είναι η ευκαιρία να ρίξουμε μια ματιά μέσα από την κλειδαρότρυπα στις sci-fi ανησυχίες μιας άλλης εποχής με την anime ιαπωνική αισθητική (κι όσα αυτή συνεπάγεται) που μας έχουν συνηθίσει τα j-rpg.
Από αυτή την άποψη, το ταξίδι στην φουτουριστική dystopia του παιχνιδιού είναι μια αρκετά ευχάριστη και cult εμπειρία και σ’αυτό βοηθάει και το αξιοπρεπές αγγλικό voice-acting, με ηθοποιούς που σίγουρα θα έχετε ξανακούσει αν έχετε ασχοληθεί με τις πρόσφατές κυκλοφορίες της Atlus. Είναι όμως το setting και το σενάριο αρκετά για να επενδύσουμε σε ένα παλιό παιχνίδι;
Old school gameplay εναντίον εξέλιξης
Αυτό που πρέπει να διευκρινήσουμε είναι ότι το Soul Hackers δεν είναι ακριβώς remake, αλλά περισσότερο port από το Saturn στο 3DS. Έτσι, παρά τις όποιες μικρές βελτιώσεις, αυτό που παίζουμε ουσιαστικά είναι ένα παιχνίδι του 1997 και μάλιστα από μια κονσόλα που δεν ήταν “δυνατή” όσο το πρωτό PlayStation. Η παλαιότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τα γραφικά αλλά και το ίδιο το gameplay, που ουσιαστικά πρόκειται για ένα first person dungeon-crawler, με j-rpg μηχανισμούς.
Οι μηχανισμοί αυτοί έχουν ουσιαστικό ενδιαφέρον, αφού ο παίκτης καλείται να αξιοποιήσει ένα party από χαρακτήρες αλλά και δαίμονες που στρατολογεί, για να ανταπεξέλθει στις μάχες, καθένας με ξεχωριστές ιδιότητες, spells κι επιθέσεις. Επιπλέον, το gameplay παρουσιάζει ικανοποιητικότατο βάθος, αφού ως “Devil Summoner” πρέπει να διαλέγουμε και να αναπτύσσουμε το party μας με τακτική, “εξοπλίζοντας” τους κατάλληλους δαίμονες κι επιλέγοντας την κατάλληλη παράταξή τους στη μάχη.
{PAGE_BREAK}
Επιπροσθέτως, υπάρχουν και κάποιες έξυπνες ιδέες, αφού μπορούμε να μιλήσουμε με τους εχθρικούς δαίμονες και να τους κάνουμε να έρθουν μαζί μας ή να μας αφήσουν ή ακόμα και να μας δώσουν κάποιο item. Προχωρώντας στο παιχνίδι, μπορούμε να ενώνουμε δύο δαίμονες, συνδυάζοντας έτσι τα skills τους για να δημιουργήσουμε έναν δυνατότερο. Πολλούς από αυτούς τους μηχανισμούς τους εξηγεί το παιχνίδι, ενώ άλλους θα πρέπει να τους ανακαλύψουμε μόνοι μας και να πειραματιστούμε. Παρά τον αναμένομενα κι ευπρόσδεκτα old-school χαρακτήρα του τίτλου, η καμπύλη εκμάθησης είναι ομαλή κι η δυσκολία ποτέ υπερβολική.
Το πρόβλημα, όμως, είναι ότι όσο καλό κι αν είναι το gameplay, τα βαρετά άδεια δωμάτια που διασχίζουμε σε first-person προοπτική μέχρι να πεταχτεί ο αόρατος εχθρός για να αρχίσει η μάχη, οι (επίσης first-person) μάχες όπου βλέπουμε μόνο τα sprites των μοντέλων των εχθρών (κι όχι και δικών μας μονάδων) κι η πλοήγηση στα άπειρα μενού του παιχνιδιού καταντάνε πολύ κουραστικά και μάλιστα πολύ γρήγορα.
Υπάρχει βέβαια η επιλογή για auto-battle ή για auto-configuration του εξοπλισμού, αλλά και πάλι αυτό από ένα σημείο και μετά δεν είναι αρκετό για να τα βγάλουμε πέρα. Σίγουρα ο πυρήνας του j-rpg gameplay δεν έχει αλλάξει ριζικά μέσα στα χρόνια, αλλά το first-person format του Soul Hackers έχει πλέον εγκαταλειφθεί, ενώ τα φανταχτερά γραφικά ποτέ δεν έκαναν κακό σε κανέναν, κάτι που μας υπενθύμιζαν συνεχώς τα παρωχημένα εφέ των επιθέσεων και τα αδιάφορα περιβάλλοντα.
Για ποιόν “αξίζει”;
Σίγουρα το Soul Hackers του Sega Saturn δεν ήταν ένα κακό παιχνίδι όταν κυκλοφόρησε το 1997, αλλά το Soul Hackers του 3DS και του 2013 είναι το port ενός ξεπερασμένου παιχνιδιού, που απέναντι στα χρόνια εξέλιξης και καινοτομιών δεν μπορεί να σταθεί ως μία αξιόλογη πρόταση, όχι απλά για τη σύγχρονη γενιά gamers αλλά ακόμα και για όσους δηλώνουν φίλοι των j-rpgs.
Έτσι όπως έχει, απευθύνεται μόνο σε δύο κατηγορίες παικτών: στους πιστούς οπαδούς-συλλέκτες της σειράς Shin Megami Tensei και στους πιο φανατικούς των φανατικών old-school gamers. Ακόμα όμως κι αυτοί θα πρέπει να επενδύσουν και να κοπιάσουν δεκάδες ώρες μέχρι η ιστορία και το gameplay να επιβραβεύσουν την επιμονή αλλά και την ανοχή τους. Αλλά και πάλι, το τίμημα δεν ισοσκελίζει την επιβράβευση όταν τα ζυγίσει κανείς. Κι αυτό χωρίς να συνυπολογίσει και την πληθώρα εξαιρετικών rpgs που υπάρχουν αυτή τη στιγμή διαθέσιμα για το 3DS…
Νίκος Αδάμης
{nomultithumb}