Γουρούνι στο σακί…
"Κάλιο αργά παρά ποτέ" λέει ο σοφός λαός μας και εμείς σκοπεύουμε να τιμήσουμε αυτό το ρητό, με ευλάβεια. Με τις τόσες πολλές και σημαντικές κυκλοφορίες, υποχρεωτικά κάποιες παρουσιάσεις θα μένουν στο περιθώριο ή θα καθυστερούν. Η αλήθεια είναι ότι το Amnesia: A Machine For Pigs ήταν μία σημαντική κυκλοφορία, τουλάχιστον για την indie σκηνή.
Δυστυχώς, όμως, απεδείχθη "λίγη" και σε ένα μεγάλο βαθμό απογοήτευσε τους λάτρεις της Frictional Games και του πρώτου, εξαιρετικού Amnesia. Πριν όμως αρχίσουμε να καταλογίζουμε ευθύνες, πρέπει να δώσουμε και τα απαραίτητα ελαφρυντικά.
Το A Machine For Pigs δεν αναπτύχθηκε από τη σουηδική και ταλαντούχα Frictional Games, αλλά από τη βρετανική ομάδα ονόματι "The Chinese Room". Η τελευταία, με το A Machine For Pigs, κάνει ουσιαστικά το δεύτερο σημαντικό της βήμα στο χώρο, μιας και στο παρελθόν μας χάρισε το αριστουργηματικό Dear Esther, το διάσημο mod του Half-Life 2, που έγινε πολύ γρήγορα δημοφιλές στα gaming πηγαδάκια και, μάλιστα, σημείωσε σχετικά υψηλές πωλήσεις στο Steam.
Ο ρόλος της Frictional Games στο δεύτερο Amnesia -εκτός από συμβουλευτικός- αφορούσε τη χρηματοδότηση, την προώθηση και τη δημοσίευση του τίτλου στα ψηφιακά ράφια. Άλλωστε, μην ξεχνάμε πως οι Σουηδοί έχουν πέσει με τα μούτρα στο Soma, το νεοανακοινωθέν sci-fi horror adventure, που θα κάνει την εμφάνισή του το 2014 σε PC και PS4. Έχοντας όλα αυτά κατά νου, πάμε να δούμε τι έχει να δώσει στους PC gamers το A Machine For Pigs.
Τα γεγονότα του τίτλου λαμβάνουν χώρα στο Λονδίνο του 1899 και περιγράφουν την ιστορία του Oswald Mandus, ενός βιομήχανου χασάπη, ο οποίος επιστρέφει από μία καταστροφική εκδρομή στο Μεξικό. Από εκεί κουβαλάει μία άσχημη αρρώστια, που θα τον ρίξει με πολύ υψηλό πυρετό στο κρεβάτι για αρκετούς μήνες.
Όταν η αρρώστια αρχίζει και υποχωρεί, θα ξυπνήσει υπό τους ανατριχιαστικούς ήχους μιας μηχανής. Αμέσως, θα συνειδητοποιήσει ότι τα δίδυμα παιδιά του, Edwin και Enoch, αγνοούνται, οπότε ξεκινάει το ταξίδι του για να τα βρει. Πολύ γρήγορα, ένας μυστηριώδης άντρας, που αυτοαποκαλείται "the Engineer", θα τον ενημερώσει μέσω του τηλεφώνου πως τα παιδιά του βρίσκονται στα έγκατα της γης και πως η μηχανή έχει υποστεί σαμποτάζ από κάποιον. Ο Mandus όμως, ενώ θα έπρεπε, δε έχει στη μνήμη του καμία μηχανή.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της 6ωρης περιπέτειας, ο Mandus βρίσκει ηχητικά και γραπτά ντοκουμέντα, στα οποία περιγράφονται και αποκαλύπτονται σημαντικά στοιχεία, τόσο για τη μυστηριώδη μηχανή, όσο για τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί τους μήνες που αυτός ήταν αναίσθητος στο κρεβάτι. Πολλά από τα σκηνικά που θα δει ο παίκτης, διαδραματίζονται στο παρελθόν -flashbacks- ενώ πολλά είναι σκευάσματα της φαντασίας του Mandus.
Το σενάριο σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό, αλλά απεναντίας, εμφανίζει μερικές πολύ ενδιαφέρουσες πτυχές. Η ιστορία χωλαίνει στην αφήγηση, η οποία είναι άγαρμπα δοσμένη, αργή και σε σημεία ακαταλαβίστικη. Αν και υπάρχουν ορισμένες καλογραμμένες σειρές διαλόγων, που συνοδεύονται από ποιοτικά voice overs, η εικόνα που αφήνεται είναι αυτή ενός καλού μεν, αλλά κουραστικού και χιλιοειπωμένου -ως προς τον τρόπο αφήγησης- σεναρίου.
{PAGE_BREAK}
Το μεγάλο πρόβλημα του Amnesia: A Machine For Pigs εντοπίζεται στο ρυθμό, ο οποίος κινείται σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα. Σαφέστατα επηρεασμένη από το αποκλειστικά αφηγηματικό Dear Esther, η The Chinese Room επιδίωξε να κάνει το ίδιο και στο νέο Amnesia. Ο παίκτης, όμως, περιμένει και λίγη "δράση", λίγο τρόμο, λίγη εξέλιξη τέλος πάντων. Μάταια, γιατί πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, το μεγαλύτερο μέρος του παιχνιδιού κυλάει αδιάφορα, με τον Mandus να περιφέρεται σε διαδρόμους, να ανοίγει πόρτες, να κατεβαίνει σκαλιά και να λύνει, παιδικούς, γρίφους.
Και το πρώτο Amnesia κάπως έτσι εξελισσόταν, είχε όμως σασπένς, αγωνία, τρόμο και μυστήριο. Το A Machine For Pigs είναι "επίπεδο", αδιάφορο και μετά από ένα σημείο εξαιρετικά βαρετό. Ευτυχώς, προς το τέλος τα πράγματα αρχίζουν και ζεσταίνονται, οπότε ο παίκτης θα νιώσει, έστω και στο ελάχιστο, σημαντικός.
Το gameplay, ως ένα first-person εξερεύνησης, δε διαφέρει και πολύ από αυτά που έχουμε γνωρίσει στα Penumbra και στο Amnesia: The Dark Descent. Στις λιγοστές φορές που θα ζητηθεί δράση από τον παίκτη, η μηχανή φυσικής θα είναι αυτή που θα πρέπει ενεργοποιηθεί, ώστε να πραγματοποιηθούν μερικά εύκολα και όχι και τόσο ευφάνταστα physics puzzles.
Φυσικά, μάχη δεν υπάρχει -κάτι που δε μας ενοχλεί καθόλου- ενώ ο όποιος τρόμος επιδιώκεται αφορά ορισμένες σκηνές καταδίωξης, που τις περισσότερες φορές θα πρέπει να συνδυαστούν με την εύρεση κρυψώνων. Ο μοναδικός σύμμαχος του Mandus είναι το φανάρι του, το οποίο αναβοσβήνει όταν "κάτι" βρίσκεται κοντά. Χωρίς να θέλουμε να σας το χαλάσουμε, οι σκηνές που αυτό το "κάτι" θα σας στοιχειώσει, είναι πραγματικά μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού.
Η μηχανή γραφικών που χρησιμοποιήθηκε είναι η HPL Engine 2 που γνωρίσαμε στο πρώτο Amnesia. Τα γραφικά, αν και θεωρούμε πως είναι δευτερεύουσας σημασίας σε έναν τέτοιο τίτλο, δεν απογοητεύσουν και κάνουν σωστά τη δουλειά τους.
Το θετικό είναι ότι ο τίτλος έχει εξαιρετικό optimization, πράγμα που θα του επιτρέψει να "τρέξει" άριστα σε όλα τα PCs των τελευταίων 3 -ή και περισσοτέρων- χρόνων. Αυτό που αξίζει να αναφερθεί είναι η πολύ όμορφη μουσική επένδυση, που από το Dear Esther κιόλας, η The Chinese Room φάνηκε να κατέχει.
Δε διαγράφουμε τη The Chinese Room από τον gaming χάρτη. Τουλάχιστον όχι ακόμη. Θεωρούμε πως έχει δυνατότητες, αλλά τη θέλουμε σε δικά της projects και όχι σε εργολαβίες. Γιατί το στυλ της, τουλάχιστον αυτό που αγαπήσαμε στο Dear Esther, είναι πολύ διαφορετικό από το ύφος των τίτλων της Frictional Games, που είναι γεμάτοι φρικιαστικό τρόμο.
Ο τίτλος δεν είναι κακός και σίγουρα έχει και τις καλές του στιγμές, οι οποίες όμως είναι πολύ λίγες. Όσοι ελπίζετε να ταρακουνηθείτε όπως στο πρώτο Amnesia, θα απογοητευτείτε οικτρά. Οι υπόλοιποι, σκεφτείτε το πριν επενδύσετε τα χρήματά σας.
Σάκης Καρπάς
{nomultithumb}