Lightning Returns: Final Fantasy XIII

Πόσο επιτυχημένη είναι η “επιστροφή της Lightning”;


Το Lightning Returns αποτελεί απευθείας συνέχεια των γεγονότων που σημάδεψαν το φινάλε του ΧΙΙΙ-2. Το sequel εξελλίσεται 500 χρόνια μετά, αφού πλέον το Χάος που ελευθερώθηκε από τη Βαλχάλα μετά το θάνατο της Etro, έχει φέρει τον κόσμο σε μαύρα χάλια. Ό,τι απέμεινε είναι τέσσερις περιοχές που περιμένουν σε έξι ημέρες να τελειώσει ο κόσμος. Εδώ αναλαμβάνει δράση ο μεγάλος, ο θεός των θεών Bhunivelze, που επαναφέρει τη Lightning από το βαθύ ύπνο του κρυστάλλου ως σωτήρα των ψυχών της ανθρωπότητας, με αντάλλαγμα, στη νέα πραγματικότητα που θα δημιουργήσει, να αναστήσει την αδερφή της, Serah.

Η ηρωίδα με τα ροζ μαλλιά και το όχι-και-τόσο ανέκφραστo πλέον βλέμμα, επιστρέφει ως μοναδική και απόλυτη πρωταγωνίστρια στο τελευταίο κεφάλαιο της τριλογίας, σε ένα παιχνίδι που μοιάζει, αλλά παίζει διαφορετικά σε σχέση με τους προκατόχους του. Μαζί της επιστρέφει και όλο το γνωστό καστ των προηγούμενων δύο τίτλων σε ρόλους-κλειδιά, άλλοι κρατώντας προβλέψιμα την ίδια αγαπημένη ή μη προσωπικότητα και άλλοι σε εμφανίσεις έκπληξη.

Η σκηνοθεσία δίνει χώρο στους δευτερόντες χαρακτήρες ώστε να ξεδιπλωθούν όλες οι απαραίτητες δυναμικές στην αλληλεπίδρασή τους με τη Lightning, αν και ατοπήματα -όπως το υπέρ του δέοντος μελόδραμα ή κάποιες αψυχολόγητες ενέργειες- δεν λείπουν και στο τρίτο κεφάλαιο της τριλογίας. Επιπρόσθετα, ο κόσμος που περιβάλλει την πρωταγωνίστρια είναι ως επί το πλείστον εντός κλίματος, μιας η αντίληψη πως το τέλος του κόσμου πλησιάζει δίνει μια ξεχωριστή νότα στις τελευταίες, παράλογες ή λογικές επιθυμίες των npcs μέσα στη ζοφερή πραγματικότητα που τους περιβάλλει.

Το καστ σε γενικές γραμμές στέκεται καλά στο ρόλο του και δεν απογοητεύει, με τη Lightning να είναι αυτή που κλέβει την παράσταση. Ο δρόμος που έχει διανύσει είναι ήδη μακρύς κι αυτό αντανακλάται στη δυσπιστία της και στους τρόπους που αντιδρά, δίνοντας ένα διαφορετικό τόνο σε μια, κατά τα άλλα, ψυχρή και αποφασιστική προσωπικότητα, με υψηλή αίσθηση του καθήκοντος. Η χημεία της με όλο το καστ είναι εξαιρετική, ενώ ακόμα και σε φαινομενικά αδιάφορες συζητήσεις υπάρχει κάτι για το χαρακτήρα της, μια πληροφορία για αυτή ή για τον κόσμο γύρω της.

Η αφήγηση είναι το αγκάθι της ιστορίας, με διαλόγους που δεν κατορθώνουν να κρατήσουν μια συνεχόμενη ροή ποιότητας, δημιουργώντας έτσι μια πλοκή ικανή να βγάλει εκτός τόπου και χρόνου ένα ήδη τραβηγμένο σενάριο, με άστοχες παρεμβάσεις, που θέλουν καλή πίστη για να γίνουν αρεστές ακόμα και στα πλαίσια της ιστορίας που κινείται. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο καταλήγει και πέφτει η αυλαία είναι από μόνο του θέμα συζήτησης και διχογνωμίας. Όταν λειτουργεί, βγάζει νόημα και θέτει σωστά το πλαίσιο για να αναδειχθούν οι προθέσεις και τα κίνητρα των χαρακτήρων, σε στιγμές δε που παίρνει πολύ σοβαρά τον εαυτό της, με υπέρ του δέοντος φρασεολογία και αντιδράσεις, χάνεται κάτω από το βάρος ενός κόσμου που σχεδιάστηκε πρωτίστως ως πεδίο δράσης και όχι ως πεδίο αφήγησης για τη Lightning.  

Οι npcs στη πλειοψηφία τους παίζουν το ρόλο των quest givers, σε πλαίσιο υπερβατικό πολλές φορές της κρισιμότητας της κατάστασης. Αν και δεν θα τους κατηγορήσουμε για τις παράλογες ή μη τελευταίες επιθυμίες τους, θα μπορούσαν σίγουρα να προσφέρουν καλύτερα σχεδιασμένο περιεχόμενο. Έχουμε μάλιστα τη δυνατότητα να δημιουργήσουμε δικούς μας npcs, αν αποφασίσουμε να συνδεθούμε στους servers του παιχνιδιού, βγάζοντας κάποια φωτογραφία και υπογράφοντας με κάποιο σχόλιο ή την επισύναψη κάποιου αντικειμένου, σε οποιοδήποτε σημείο του παιχνιδιού, μοιράζοντας έτσι τις εμπειρίες μας με άλλους παίκτες. Έτσι, μπορεί ο κόσμος κυριολεκτικά να χάνεται, αλλά δε παύει να μας παρουσιάζει npcs που διαφημίζουν τις τελευταίες dlc κυκλοφορίες, εντός παιχνιδιού.

Αν και δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος να συνεχιστεί το XIII, το Lightning Returns κερδίζει από την επιστροφή γνωστών χαρακτήρων, παρουσιάζει καλύτερη κεντρική ιστορία από το XIII-2, αν και πολλά πράγματα συνεχίζουν να μη βγάζουν κανένα απολύτως νόημα, έχοντας σαφέστατα καλύτερο κεντρικό χαρακτήρα, και κατορθώνει να δώσει ένα πραγματικό τέλος σε μια σειρά τριών παιχνιδιών γεμάτα αντιθέσεις και αυξομειώσεις στην ποιότητα. Εικαστικά το παιχνίδι χωρίζεται σε τέσσερις μεγάλες θεματικές, με τις δύο να αποτελούν τα αστικά περιβάλλοντα της Luxerion και Yusnaan, την έρημο με τα ερείπια υπογείων κατακόμβων στα Dead Dunes και τα καταπράσινα δάση και λιβάδεια των Wildlands. Ο σχεδιασμός των περιοχών αυτών ξεφεύγει από τη γραμμική λογική του ΧΙΙΙ και τα ποικιλόμορφα αλλά περιορισμένα επίπεδα του ΧΙΙΙ-2, προσφέροντας ανοιχτά προς εξερεύνηση και πλοήγηση πεδία δράσης, που υποστηρίζονται έξοχα από το εύρος κινήσεων της Lightning, μιας και αυτή μπορεί να τρέχει, να σκαρφαλώνει ή να πραγματοποιεί άλματα στο περιβάλλον.

Οι πόλεις βριθούν από npcs, σοκάκια, πλατείες, διασταυρώσεις, η έρημος μαγνητίζει με τους ψηλούς αμμόλοφους και τους υπόγειους λαβύρινθους, ενώ τα Wildlands συνεχίζουν την εξαιρετική παράδοση που δημιούργησε το FFX με τα Calm Lands και συνέχισε το ΧΙΙΙ με την Grand Pulse. H παραφωνία εδώ είναι εύκολα διακριτή στις χαμηλής ποιότητας υφές σε κάθε σχεδόν επιφάνεια -απορίας άξιο για Final Fantasy τίτλο, ειδικά αν αναλογιστούμε πόσο υψηλής ποιότητας ήταν τα γραφικά σε ΧΙΙΙ και ΧΙΙΙ-2- ενώ δεν μπορούμε να παραβλέψουμε σποραδικά frame drops που παρατηρήσαμε κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού.

Εξαιρώντας το βασικό καστ και κυρίως το σχεδιασμό της Lightning μέσω των στολών και του οπλισμού που μπορούμε να της δώσουμε, το ίδιο ακριβώς συμβαίνει και με τους npcs, η πλειοψηφία των οποίων είναι οπτικά αδιάφορη ή απλώς… περίεργη, μιας και δεν μπορούμε να εξηγήσουμε αλλιώς πώς προέκυψε ο συνδυασμός νεαρού, ασιάτη άντρα με κίτρινα μαλλιά και άσπρο μούσι. Η εμφάνιση επίσης προδίδει και τα τέρατα του παιχνιδιού, όπου σε αντιδιαστολή με τις θανατηφόρες ιδιότητές τους, έχουν μέτριο σχεδιασμό για τα δεδομένα της σειράς.

Ηχητικά το παιχνίδι κινείται στις ίδιες νόρμες των προκατόχων του. Η μουσική εδώ ξεχωρίζει κυρίως για την ποικιλομορφία της, εμπλέκοντας ροκ ξεσπάσματα, brutal φωνητικά, jazz μελωδίες σε πιάνο, techno και jpop ρυθμούς, επιβλητικές και γαλήνιες ενορχηστρώσεις και το πιο αδιάφορο victory theme σε Final Fantasy. H χρήση του ήχου ντύνει με την κατάλληλη ατμόσφαιρα όσα συμβαίνουν επί της οθόνης, ενώ συνοδεύει κάθε μια από τις τέσσερις περιοχές με μελωδίες ταιριαστές στη θεματική τους. Τα δε voice overs είναι ή του ύψους ή του βάθους, υπάρχουν μερικές πολύ καλές ερμηνείες που ξεχωρίζουν με ευκολία, ενώ κάποιες άλλες ίσως δημιουργήσουν προσωρινά θέματα στο νευρικό σύστημα. Υπάρχουν στιγμές, κυρίως στο βασική ιστορία και μερικές δευτερεύουσες αποστολές, που τα voice overs συμπληρώνουν ιδανικά το διάλογο, όταν αυτός είναι καλός, σε άλλες δε, πέφτουν και τα δύο στο κενό, αν και τίποτα δεν θα πρέπει να ακούγεται παράλογο ως τελευταία επιθυμία, ακόμα και με μέτρια voice overs.

Στα του gameplay και το πώς παίζει ο τίτλος βρίσκεται όλη η ουσία του Lightning Returns, μιας και πρόκειται για ένα Final Fantasy που εισάγει νέα στοιχεία για τα δεδομένα της σειράς, εστιάζοντας περισσότερο στην questing λογική δυτικών τίτλων, δένοντάς τη με ένα ρολόι που μετρά αντίστροφα. Έχοντας πέντε κεντρικά story quests και το ελεύθερο να τα ολοκληρώσουμε με όποια σειρά επιθυμούμε, το παιχνίδι δίνει την ελευθερία να παίξουμε όπως θέλουμε στα χρονικά πλαίσια του σεναρίου του αλλάζοντας τους κανόνες με την πάροδο του χρόνου. Για κάθε μέρα που προστίθεται, ανοίγουν περισσότερα quests, εμπλουτίζονται οι έμποροι και δυναμώνουν οι αντίπαλοι npcs.

O χρόνος δεν τρέχει κατά τη διάρκεια μάχης, των διαλόγων με npcs, σε cut-scenes και περιήγηση στα μενού. Μπορούμε επίσης να τον σταματήσουμε τελείως με το Chronostasis, μια ικανότητα που αναπληρώνουμε κάνοντας μάχες. Ουσιαστικά, δίνουμε στο παιχνίδι το ρυθμό που θέλουμε εμείς να δώσουμε, παίζοντας γρήγορα κάτω από την πίεση του χρόνου ή αδιαφορώντας για αυτή, γνωρίζοντας ότι οι συνθήκες αλλάζουν όσο περνούν οι μέρες. Το questing αναλώνεται σε αγγαρείες, που δίνουν έναυσμα προς εξερεύνηση όλου του χάρτη και αποτελεί το μοναδικό τροφοδότητη ενδυνάμωσης της Lightning, με τις μάχες να αποφέρουν μόνο χρήματα και αντικείμενα.

Στην ίδια πειραματική διάθεση δείχνει και το σύστημα μάχης, που προσαρμόζει το Paradigm Shift στο μοναδικό διαθέσιμο χαρακτήρα, αλλάζοντας τη δυναμική και τους κανόνες του συστήματος. Το παιχνίδι φεύγει εντελώς από τη λογική της σειράς, γεγονός που γίνεται αντιληπτό ακόμα και στα σημεία που η A.I. ελέγχει δεύτερο χαρακτήρα σε group, με τη μάχη να θυμίζει, αλλά να παίζεται διαφορετικά από τα XIII και XIII-2. Βάζοντας στο παιχνίδι κινήσεις όπως guard, evade και counter attack, η δυναμική της δράσης περνά σε περισσότερο action-rpg χωράφια. Χαρακτηριστικό είναι ότι πλέον η προσοχή μας στρέφεται σε τρία διαφορετικά σημεία κατά τη διάρκεια της μάχης. Στο τι κάνει ο αντίπαλος ώστε να είμαστε σε ετοιμότητα να αντιδράσουμε, πού βρίσκεται η Stagger μπάρα του ώστε να ξέρουμε τι επιθέσεις να χρησιμοποιήσουμε ώστε να πάρουμε το πλεονέκτημα και, τέλος, σε ποιο σημείο βρίσκεται η ATB του ρόλου μας, ώστε να διαχειριστούμε ανάλογα το πλάνο δράσης μας.

H ΑΤΒ μπάρα συνεχίζει να υφίσταται, μπορούμε όμως να δώσουμε τρεις οποιουσδήποτε ρόλους θέλουμε στη Lightning, αναλόγως του εξοπλισμού και των ικανοτήτων που επιλέξουμε. Τους ρόλους τους εναλλάσουμε άμεσα, έχοντας ουσιαστικά να διαχειριστούμε ένα χαρακτήρα με δώδεκα διαφορετικές ικανότητες. Οι ελευθερίες που παρέχονται είναι απόλυτες, τόσο στην επιλογή εξοπλισμού όσο και τη χρήση ικανοτήτων, χτίζοντας έτσι μια ποικιλία ρόλων, έχοντας ανά πάσα στιγμή τρεις διαθέσιμους και, επιπλέον, έξι αναπληρωματικούς.

Το σύστημα αυτό το ονομάζει Schemata και, αν μη τι άλλο, συνεχίζει την καλή παράδοση των ενδιαφερόντων gameplay μηχανισμών με εξίσου εύστοχα ονόματα. Το τέμπο της μάχης, σε συνδυασμό με την ελευθερία στο πώς θέλουμε να παίξουμε, είναι το σημείο-κλειδί στο Lightning Returns, ο βασικός λόγος που δίνει συνεχώς κίνητρο στον παίκτη προς ενασχόληση και επανάληψη. Ενώ η πρώτη εντύπωση δείχνει ξένη και δύσκολη, κυρίως επειδή είναι δυσνόητη (πρέπει να χρησιμοποιήσω Guard σε Final Fantasy;), τελικά το σύστημα μάχης είναι άμεσο, ανοιχτό προς διαχείρηση και εξαιρετικά διασκεδαστικό. Η δε πρόκληση βρίσκεται εκεί, μια πρόκληση σίγουρα καλοδεχούμενη, μιας και περιορίστηκε σε ρόλο κομπάρσου στους προηγούμενους δύο τίτλους. Είναι το στοιχείο που κρατάει σε εγρήγορση το παιχνίδι και στηρίζει το gameplay, δένει και αναδεικνύει τους μηχανισμούς του.

Εν κατακλείδι, το Lightining Returns κερδίζει από τη σχεδιαστική τόλμη της SquareEnix και ταυτόχρονα υποφέρει από αυτή. Είναι ένα Final Fantasy με διαφορετική φιλοσοφία και προσέγγιση από εκείνη που έχουν συνηθίσει οι φίλοι της σειράς. Οι ελευθερίες που παρέχονται δεν στηρίζονται επαρκώς από την αισθητική και το σενάριο, δημιουργώντας έναν τίτλο που πρωτίστως απευθύνεται στους φίλους της τριλογίας και που δέθηκαν με τους χαρακτήρες της, και, εν συνεχεία, στους φίλους της σειράς που θέλουν να δουν ένα διαφορετικό Final Fantasy. Σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για κακό τίτλο, οι δυναμικές που προκύπτουν μέσα από την αλληλεπίδραση των μηχανισμών δημιουργούν ένα ιδιαίτερο σύνολο με χαρακτηριστικά που προσδίδουν φρεσκάδα και ξεχωριστή ταυτότητα στη σειρά, με σχεδιαστικές επιλογές όμως που άφηνουν περιθώρια για μεγαλύτερη φροντίδα σε τομείς όπως το σενάριο, το εύρος των περιοχών και την ποιότητα των quests.

Σε καθε περίπτωση, πρόκειται για τέλος του XIII saga, μιας τριλογίας που τραβήχθηκε χωρίς ιδιαίτερο λόγο, προσφέροντας τρεις διαφορετικούς τίτλους με ξεχωριστά δυνατά και αδύνατα σημεία. Δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος για κάποιον που διασκέδασε και δέθηκε με τα προηγούμενα δύο να μην παίξει το Lightning Returns, ενώ και ο φίλος του Final Fantasy θα βρει ξεχωριστή την πειραματική διάθεση και τις ελευθερίες στη προσέγγιση που παρέχει ο τίτλος.

Οδυσσέας Γιαννιώτης

Το review βασίστηκε στην PS3 έκδοση του παιχνιδιού.

Exit mobile version