Live by the Creed… Or not?
Παράξενη θα μπορούσαμε να πούμε πως είναι η κυκλοφορία του Assassin’s Creed Rogue, τόσο χρονικά όσο και σημειολογικά. Έρχεται σε μια περίοδο που κυκλοφορεί η ναυαρχίδα της Ubisoft στην επόμενη γενιά, το Assassin’s Creed Unity, υποσχόμενη μια νέα, δυναμική αρχή για το franchise. Ταυτόχρονα, το Rogue αποτελεί το κύκνειο άσμα της σειράς σε αυτή τη γενιά όπου γεννήθηκε, αδρώθηκε και… πρόλαβε κιόλας να γεράσει, αφού φτάσει στο ζενίθ. Άμεση απορία λοιπόν: τί θα έπρεπε να περιμένει κανείς από έναν τίτλο που κυκλοφορεί στη σκιά του τεράστιου και πολυδιαφημισμένου Unity, αποκλειστικά σε μια γενιά που οι εταιρίες προσπαθούν σιγά σιγά να αφήσουν πίσω; Εκ των υστέρων, αποδεικνύεται πως το Rogue μπορεί να πάσχει αναπόφευκτα από τις περισσότερες χρόνιες ασθένειες της σειράς, αλλά δεν είναι απλά μια πρόχειρη κυκλοφορία για όσους δεν μπόρεσαν να κάνουν ακόμη το άλμα στη νέα γενιά. Πρόκειται για μια γενναία προσπάθεια της Ubisoft Sofia να κλείσει την παράσταση και την Αμερικανική τριλογία με ένα redux, ένα… «Best Of» αν θέλετε, των όσων έχουμε δεί μέχρι τώρα, δίνοντας πάσα στη νέα γενιά.
Το Assassin’s Creed Rogue αποτελεί το άτυπο sequel του Black Flag, και αυτό είναι κάτι ολοφάνερο από τη δομή, το gameplay, μέχρι την εποχή και τις περιοχές που επισκεπτόμαστε. Πρωταγωνιστής σε ένα από τα πιο τολμηρά και ενδιαφέροντα σκηνικά των τελευταίων AC τίτλων -κατά τη γνώμη του γράφοντος- είναι ο Shay Patrick Cormack. Ο Shay είναι ένας νέος Ασσασίνος στις Αποικίες στην Αμερικανική Ήπειρο, κατά την εποχή της Αγγλο-γαλλικής διαμάχης μετά τα γεγονότα του Black Flag, και πριν το AC III. Στις πρώτες ώρες του παιχνιδιού η ζωή κυλά στους συνηθισμένους ρυθμούς, αλλά βλέπουμε ότι ο Shay δεν μπορεί πάντα να υπακούει τυφλά τον μέντορά του, και συχνά αναρωτιέται για τα κίνητρα και τις πράξεις του.
Το παιχνίδι δίνει χρόνο στον παίκτη να συνηθίσει λίγο τη ζωή σαν Ασσασίνος και να γνωριστεί με τους συντρόφους της Αδελφότητας, της οποίας ηγείται ο Achilles Davenport, ο μέντορας του Ratonhnhakéton ή Connor στο AC III. Εδώ βλέπουμε για πρώτη φορά την ακμάζουσα Αδελφότητα των Ασσασίνων στις Αμερικανικές Αποικίες, σε αντίθεση με την κατεστραμμένη εικόνα που αντικρίζουμε στην αρχή του AC III, αλλά και θα γίνουμε μάρτυρες -ή, καλύτερα, πρωταγωνιστές- όσων θα οδηγήσουν σε αυτή την παρακμάζουσα εικόνα. Οι Ασσασίνοι έχουν ξεκινήσει ένα κυνήγι για κάποια Precursor sites διάσπαρτα στον κόσμο, τα οποία -όπως πιστεύουν- κρύβουν τεράστια δύναμη. Μια τέτοια αποστολή αναλαμβάνει ο Shay από τον Achilles, η οποία -haters των greeklish κλείστε τα μάτια- ονομάζεται “Kyrie Eleison”.
Στην προσπάθεια όμως αυτή, δημιουργεί χωρίς να το θέλει μια βιβλική καταστροφή σε μια ευρωπαική πόλη (ο τεράστιος σεισμός της Λισαβώνας το 1755) και δεκάδες χιλιάδες αθώοι σκοτώνονται. Γεμάτος ενοχές και οργή, ο Shay πείθεται πως ο Achilles φταίει, καθώς γνώριζε τι θα γινόταν, και όταν έρχεται αντιμέτωπος με αυτόν και τις τακτικές του, κατηγορείται, και το ίδιο του το τάγμα τον κυνηγάει. Με αυτά τα γεγονότα καταρρέει η πίστη του στο Τάγμα των Ασσασίνων, οι οποίοι θεωρούν λανθασμένα πως έχει σκοτωθεί, και ξεκινά το σκοτεινό του ταξίδι στην προδοσία και την εκδίκηση.
Κάπως έτσι φυσάει αέρα στα πανιά του Rogue η Ubisoft Sofia, η οποία επιλέγει να δώσει για πρώτη φορά στο franchise μια ανανεωτική οπτική: Αυτήν μέσα από τα μάτια ενός Templar, ή πόσο μάλλον ενός Ασσασίνου που επέλεξε να γίνει Templar. Το σενάριο αποκτά έτσι μεγάλο ενδιαφέρον, κάτι που σίγουρα θα ικανοποιήσει τους φίλους της σειράς, οι οποίοι ομολογουμένως στα τελευταία κεφάλαια δεν συνάντησαν και τις πιο καλοδουλεμένες ιστορίες. Μπορεί το σενάριο να μην αγγίζει το βάθος που θα θέλαμε, καθώς δεν έχουμε να κάνουμε με έναν χαρακτήρα που αμφισβητεί σε βάθος τα «πιστεύω» του Αρχαίου αυτού Τάγματος, ούτε ανακαλύπτει με βάση τη λογική γιατί θα έπρεπε να διαλέξει να γίνει μέλος του Templar Order, αφού καθαρά προσωπικά κίνητρα τον οδηγούν σε αυτό το μονοπάτι. Ο ίδιος ο Shay είναι ένας από τους πλέον συμπαθείς χαρακτήρες, καθώς διανύει μια διαδικασία μεταμόρφωσης και εκδίκησης απέναντι στην παλιά του οικογένεια.
Εκτός από τον Achilles σημαντικό ρόλο παίζει και ο Haytham Kenway, που επιστρέφει, όπως και ο Adewale, quartermaster του Edward Kenway στο Black Flag. Πέρα από το αρχικό ενδιαφέρον που δίνει η διαφορετική οπτική, γενικά η ιστορία δεν προσφέρει κάτι το ιδιαίτερο σαν αφήγηση, αν εξαιρέσουμε κάποιες σκηνές, ωστόσο κρατά την περιέργεια για την κλιμάκωση των γεγονότων, έχει ίντριγκα και αποτελεί την πιο ανανεωτική ιστορία εδώ και καιρό στην σειρά, η οποία γεφυρώνει όλα τα κεφάλαια της Αμερικανικής Ηπείρου, και σαν κερασάκι στην τούρτα δίνει μια καλοζυγισμένη πάσα στα γεγονότα του Unity και τη νέα γενιά.
Αφήνοντας λοιπόν εκτός την ιστορία, όλα σχεδόν τα υπόλοιπα που θα συναντήσει κανείς στο Rogue είναι γνώριμα στοιχεία από προηγούμενα παιχνίδια, τα οποία έχουν καλογυαλιστεί, αλλά για όσους βαρέθηκαν τη σειρά δεν έχουν να προσφέρουν σχεδόν τίποτα καινούριο. Το γνωστό gameplay έχει αγγίξει την κορυφή, αλλά έχει αναπόφευκτα κουράσει, και ο Shay έχει στην κατοχή του πολλά «παιχνίδια» που κάνουν τη μάχη και το stealth απολαυστικά και συνάμα εύκολα. Παικτικά, η μετάβαση από Assassin σε Templar δεν σηματοδοτεί καμία απολύτως επανάσταση στο gameplay. Οι αλλαγές είναι περισσότερο του στυλ «μαύρο-άσπρο», αφού π.χ. οι Γάλλοι που πρίν ήταν φιλικοί, τώρα είναι εχθροί, τα forts ή HQs που πρέπει να ανακτήσουμε ανήκουν σε Ασσασίνους, και πάει λέγοντας. Οι μόνες διαφορές που θα προσέξει κανείς, είναι καταρχάς ότι πλέον οι Ασσασίνοι συχνά μας καταδιώκουν ή μας την έχουν στημένη, χρησιμοποιώντας τεχνικές που οι παίκτες χρησιμοποιούσαν ως Assassins.
Για παράδειγμα, περπατώντας σε ένα δρόμο θα αρχίσουμε να ακούμε ψιθύρους και αυτό σημαίνει πως κάποιος Ασσασίνος μας περιμένει σε θάμνους, στάχια, οροφές κλπ. Ενεργοποιώντας το Eagle Vision μπορούμε να τους εντοπίσουμε, και αν δεν καταφέρουμε να τους σταματήσουμε, θα προξενήσουν στον Shay τεράστια ζημιά, ακόμη και άμεσο θάνατο. Αυτό δίνει μια μικρή ανανέωση στο gameplay, ενώ οι αποστολές Assassin Interceptions μας καλούν να… σταματήσουμε μια δολοφονία, αναγνωρίζοντας και εκτελώντας του επίδοξους Assassins που είναι κρυμένοι στο περιβάλλον και περιμένουν την ευκαιρία τους. Το naval gameplay με τη σειρά του είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυπο με του Black Flag και δεν προσφέρει κάτι ουσιαστικά καινούριο, αν εξαιρέσουμε τα παγόβουνα, το παγοθραυστικό ram στο μπροστινό μέρος του πλοίου και τη δυνατότητα των εχθρών να κάνουν πλέον ρεσάλτο στο πλοίο μας όταν βρισκόμαστε σε δυσμενή θέση.
Κατά τα άλλα, η γνωστή συνταγή των AC κάνει και εδώ την εμφάνισή της, και δεν έχει νόημα να την αναλύσουμε περαιτέρω. Απλά πρέπει να αναφέρουμε πως το Rogue είναι, αναμενόμενα, ένα πολύ πλούσιο σε δραστηριότητες παιχνίδι. Με κάθε viewpoint θα σας πιάνει ζαλάδα από τα δεκάδες εικονίδια και δραστηριότητες που «ανοίγουν», και αρκεί να πούμε πως έχοντας κάνει σχεδόν τα πάντα με το sync στο 90%, το κοντέρ μας έγραψε 35 ώρες τουλάχιστον. Ένα ακόμα στοιχείο που δίνει ξεχωριστή ταυτότητα στο Rogue, εκτός από το σενάριο, είναι και οι τοποθεσίες που πρωταγωνιστούν, και αποτελούν μια διασταύρωση των καλύτερων στοιχείων που έχει να επιδείξει η Αμερικανική Φύση του AC III, η εξερεύνηση της Καραιβικής του Black Flag, αλλά και ο Βόρειος Ατλαντικός ωκεανός.
Έτσι, τρεις είναι οι περιοχές που θα επισκεφθούμε, από τη Νέα Υόρκη -η οποία όμως δεν έχει αποκτήσει ακόμη τη δομή του AC III- στο River Valley, μια παραθαλλάσια περιοχή με ποταμούς και ήπιο κλίμα, και τον παγωμένο Βόρειο Ατλαντικό, με τα παγόβουνα και τις αφιλόξενες θάλασσες. Το σκηνικό στο οποίο ξεδιπλώνεται το Rogue είναι πανέμορφο και γοητευτικό και έχει γίνει εξαιρετική δουλειά στο σχεδιασμό στα διάφορα μέρη και νησιά που κοσμούν το χάρτη και είναι διαθέσιμα προς εξερεύνηση. Από πυκνά δάση με ποτάμια, καταρράκτες και πλούσια πανίδα, σε παραθαλλάσιες αποικιακές πόλεις που αγναντεύουν τον απέραντο ωκεανό, εγκαταλελειμένα παγωμένα νησιά και μυστήρια ναυάγια εκγλωβισμένα στους πάγους σε ξεχασμένες γωνιές του Ατλαντικού, το Rogue έχει να προσφέρει κάτι για όλους. Η εξερεύνηση και το platforming στοιχείο είναι ευχάριστα, και ο χάρτης γεμάτος αρχαία Templar και Βίκινγκ relics, blueprints αναβαθμίσεων για το Morrigan (το πλοίο του Shay), μυστήριες σπηλιές με αρχαία μηνύματα, outposts, forts, δευτερεύουσες αποστολές και πάει λέγοντας, χωρίς όμως να νιώθουμε πάντα τον κόσμο «γεμάτο». Ικανοποιημένοι μείναμε και με το soundtrack του τίτλου, το οποίο έχει πολλά όμορφα κομμάτια που συνοδεύουν άψογα την ιστορία, το gameplay και την εξερεύνηση, και συμβάλλουν στη δημιουργία μιας ελαφρώς σκοτεινής ατμόσφαιρας.
Το AC Rogue είναι ένα παιχνίδι αντιθέσεων. Εκεί που ήμασταν Assassins, τώρα είμαστε ορκισμένοι Templars. Εκεί που ο καυτός ήλιος της Καραιβικής έλουζε τις αμμουδιές και τα εξωτικά νερά, τώρα το Morrigan διασχίζει τον παγωμένο Ατλαντικό Ωκεανό, περνώντας δίπλα από απειλητικά παγόβουνα. Εκεί που κάναμε δολοφονίες, τώρα τις αποτρέπουμε. Εκεί που το σενάριο προσπαθεί να κάνει επανάσταση, το gameplay έχει ρίξει άγκυρα στο παρελθόν. Εκεί που μας θυμίζει γιατί το βαρεθήκαμε, μας θυμίζει και γιατί το αγαπήσαμε. Και εκεί που λέμε πως ήρθε η ώρα για το επόμενο βήμα σε μια κορεσμένη σειρά, η Ubisoft Sofia έρχεται με τα ίδια ακριβώς υλικά που λέμε πως βαρεθήκαμε, και μας προσφέρει μια εμπειρία την οποία δεν μπορούμε να προσπεράσουμε.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες gamers, αυτοί που έχουν σταματήσει να πιστεύουν στη σειρά εδώ και καιρό (με το δίκιο τους), και αυτοί που την ακολουθούν ακόμα παρόλα αυτά. Το Rogue απευθύνεται αποκλειστικά θα λέγαμε στους τελευταίους, προσφέροντας την ίδια δοκιμασμένη συνταγή, συνδυάζοντας τα καλύτερα στοιχεία της Αμερικανικής τριλογίας και κλείνοντας ταυτόχρονα το μάτι στο μέλλον της σειράς. Αν δεν ανήκετε σε αυτούς που περιμένουν κάτι δραματικά καινούριο για να επιστρέψουν στη σειρά, τότε θα απολαύσετε το κύκνειο άσμα των Assassin’s Creed στη γενιά των PlayStation 3/ Xbox 360.
To review βασίστηκε στην PS3 έκδοση του παιχνιδιού.