Αυτό με τις ασπίδες.
Ιδού το παράδοξο. Έχεις παίξει τριακόσιες ώρες ένα παιχνίδι, έχεις συζητήσει γι αυτό άλλες τριακόσιες (λέμε τώρα) και όταν είναι να ξαναγράψεις δύο λογάκια ένα χρόνο μετά, κολλάει το μυαλό. Ίσως γιατί δεν ξέρεις τι να ιεραρχήσεις ως σημαντικό ή ασήμαντο. Να ξανασυζητήσουμε δηλαδή για το βασίλειο της Drangleic; Να διαφωνήσουμε για το πιο όπλο ταιριάζει καλύτερα σε ποιο build και γιατί ορισμένα special weapons έχουν καλύτερο secondary attack από τις απλές εκδοχές τους; Να ξαναγυρίσουμε την κουβέντα στο ποιος είναι ο καλύτερος ή ο συντομότερος δρόμος και γιατί κάποιος θα έπρεπε πρώτα να επισκεφτεί τη Lost Sinner και μετά το Gutter;
Να ξανακοιταχτούμε καχύποπτα μεταξύ μας όταν ο ένας θα ισχυριστεί ότι το Shrine of Amana ήταν πανεύκολο και ο άλλος ότι τα βρήκε μπαστούνια στον Old Iron King; Ή να καθίσουμε και να αφουγκραστούμε προβληματισμένοι την ηχώ από μία εποχή που τα expansions είχαν ουσία και περιεχόμενο και δεν πρόσφεραν πρώην κλειδωμένα mods και skins; Το σημαντικότερο στοιχείο του Scholar of the First Sin είναι το ότι σε έναν έμπειρο παίκτη του Dark Souls (ΙΔΙΩΣ αν αυτός δεν έχει παίξει τα τρία DLC ή καλύτερα το expansion) φαντάζει ως μία φρέσκια εμπειρία. Μία βάρβαρη, εξουθενωτική, ακραία και απάνθρωπη, αλλά κυρίως απολαυστική εμπειρία.
Η εντύπωση που μπορεί να έχει ένας βετεράνος του DSII ότι θα αρπάξει το πρώτο όπλο που θα βρει μπροστά του και θα έχει φτάσει στο όγδοο Boss σε δύο ωρίτσες πολύ σύντομα γίνεται σμπαράλια. Εχθροί έχουν προστεθεί, αντικείμενα μεγάλης σημασίας έχουν αλλάξει θέση, δράκοι υποδύωνται τους θυρωρούς και η πρόκληση – βαθμός δυσκολίας γενικώς έχει αυξηθεί. Όχι απαραίτητα κατακόρυφα, γιατί η εμπειρία στο παιχνίδι παίζει μεγάλο ρόλο. Αλλά δυστυχείς αυτοί που θα το ξεκινήσουν για πρώτη φορά έχοντας στα αυτιά τους το παραπλανητικό τραγούδι των σειρήνων, που κάνουν λόγο για το ευκολότερο Souls και τα παρεμφερή που έχουν ακουστεί και γραφτεί όλον αυτό το χρόνο.
Το έχουμε ξαναπεί, τα Souls αποτελούν μία κατηγορία από μόνα τους. Είναι αυστηρά προσωπική επιλογή του συντάκτη να μη υπόκεινται σε σύγκριση μεταξύ τους ώστε το ένα να φαντάζει κατώτερο του άλλου, αλλά να στέκονται πάνω από οτιδήποτε κυκλοφορεί στη βιομηχανία και παρά τις όποιες αδυναμίες να λάμπουν δια της… παρουσίας τους. Έτσι και στο Dark Souls ΙΙ μπορούμε με χαρακτηριστική άνεση να σημειώσουμε ότι η προσθήκη εχθρών και η αύξηση δυσκολίας δε συνεπάγεται πάντα και καλό αποτέλεσμα. Σε ήδη φορτωμένες περιοχές βαρεθήκαμε να μετράμε εχθρούς και να καταναλώνουμε εργατοώρες για το καθάρισμά τους. Είναι ίσως η μόνη αποτυχημένη επιλογή που θα μπορούσε να υλοποιηθεί με πολύ καλύτερο τρόπο, εισάγοντας συγκεκριμένους εχθρούς σε σημεία κλειδιά.
Δεν πιστεύουμε δηλαδή ότι το παιχνίδι στην αρχική του μορφή είχε ένδεια αντιπάλων και χαμηλό επίπεδο πρόκλησης, ώστε αυτό που να προστίθεται να είναι κι άλλοι εχθροί και επιπλέον δυσκολία. Πού εντοπίζουμε το πρόβλημα; Στο ότι ένας παίκτης που ξεψάχνισε το DSII, μπορεί να αγόρασε το νέο πακέτο για να απολαύσει τα ολοκάθαρα γραφικά του και να παίξει το expansion. Αυτός ο παίκτης, μαρτυρικά, αλλά δεν γνωρίζουμε πόσο γλυκά, πρέπει να κάνει ένα σχεδόν πλήρες playthrough μέσα από περιοχές που μπορεί μέχρι τώρα να τις έχει εξαντλήσει δεκάδες φορές στον πρωτότυπο τίτλο. Από την άλλη, η προσμονή για την εμπειρία του θηριώδους expansion με τον εκπληκτικό σχεδιασμό και την ανομολόγητη δυσκολία μπορεί να ευκολύνει την κατάσταση και να αμβλύνει την τραχιά και όξινη αίσθηση της επιστροφής στη Drangleic. Να την αμβλύνει και να την απαλύνει μέχρι τα πρώτα Boss Fights φυσικά. Διότι κάπου εκεί τελειώνει και το παραμύθι για το «εύκολο» Souls παιχνίδι.
Τίποτα δεν πρόκειται να γράψουμε για το expansion, αφού κάποιους μήνες πριν ο Απόστολος κάλυψε τα πάντα. Απλά να υπερτονίσουμε ότι ιδωμένο ως σύνολο εκτοξεύει το ήδη χορταστικό (έως αποπνικτικά χορταστικό) πακέτο που προσφέρει το Dark Souls II. Στη διαδικασία να συγκρίνουμε το DSII με το Bloodborne, επίσης δε θα μπούμε. Αυτές είναι κουβέντες γι αυτούς που έχουν εξαντλήσει τα παιχνίδια (και τους εαυτούς τους) και κάνουν θεωρητικές συζητήσεις για το σύστημα μάχης, το lore, τo level design κτλ. Γι αυτούς που δεν έχουν παίξει ΚΑΙ τα δύο παιχνίδια οι συζητήσεις αυτές είναι αχρείαστες. Η προτροπή είναι να τα παίξουν και τα δύο και μετά από δεκάδες ώρες ενασχόλησης θα είναι ευπρόσδεκτοι να συζητήσουμε αν προτιμάμε το Βικτωριανό Lovecraftικό στυλ έναντι του High Fantasy, αν θέλουμε μεγαλύτερη ποικιλία στο gameplay ή αν σαγηνευόμαστε από τη Σπαρτιατική προσέγγιση του BB κτλ. Όρεξη (αλλά και γνώση) να έχουμε.
Το Dark Souls II, ακόμα κι αν οι προσθήκες μοιάζουν βάρβαρες, ακόμα κι αν η πρώτη γεύση για τους νέους παίκτες της καινούργιας έκδοσης θυμίζει μπουνιά από τον Hulk Hogan, ακόμα κι αν στο κυρίως μέρος του απέχει από τη σχεδιαστική ιδιοφυΐα του πρώτου Dark Souls, ακόμα κι αν η οπτική αναβάθμιση δεν παραπέμπει απαραίτητα σε next gen παιχνίδι, παραμένει ένα διαμάντι.
Και σε χαλεπούς καιρούς, όπου χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα στα in game marketplaces των παιχνιδιών και στα menu των επί πληρωμή mods που διορθώνουν προβληματικά παιχνίδια, τα διαμάντια παίρνουν 10.
To review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.