Οι διάλογοι και οι χαρακτήρες του παιχνιδιού ακολουθούν την ίδια αισθητική. Βαθιοί, ανθρώπινοι (και μη), με πάθη, με αγωνίες και ερωτήματα. Άνθρωποι ερωτεύονται, πονούν, βυσσοδομούν, χαίρονται, γιορτάζουν, αγαλλιάζουν και κλαίνε. Ακόμα και αυτοί από τους οποίους δε θα το περίμενε κανείς. Η τεχνολογία είναι με το μέρος της CDP. Τα γραφικά του παιχνιδιού ανεβάζουν τον πήχη για οποιοδήποτε παιχνίδι ανοικτού κόσμου παρά τα τεχνικά προβλήματα και τις επαμφοτερίζουσες αναλύσεις, που δόξα τω θεώ δίνουν υλικό σε αρκετό κόσμο να ασχοληθεί, αφού δε μπορεί να ασχοληθεί με κάτι πιο ουσιαστικό. Αφού αδυνατούμε να ασχοληθούμε με το γιατί τα Ξωτικά του Wild Hunt κυνηγούν τη Ciri, ας ασχοληθούμε με τις αναλύσεις. Ή ας ασχοληθούμε με το πώς υποτίθεται ότι ήταν το παιχνίδι δύο χρόνια πριν. Όπως θα γκρινιάζαμε και με ένα ραντεβού από ιστοσελίδα γνωριμιών όπου το πιθανό ταίρι έστειλε φωτογραφία προ δεκαετίας.
Όχι ότι δε θα θέλαμε καλύτερο χρόνο για το loading ή λιγότερο pop up στο Xbox One, αλλά μετά από εκατό ώρες ενασχόλησης, που δε στάθηκε ικανή να «καθαρίσει» ούτε το μισό περιεχόμενο, αυτά είναι ψιλά γράμματα. Για τους φετιχιστές των τεχνικών επιδόσεων κρατάμε ότι στο PS4 η ανάλυση είναι σαφώς καλύτερη κάτι που γίνεται φανερό στην ευκρίνεια που αποτυπώνεται ο ορίζοντας, και υπάρχει η αίσθηση ότι είναι γενικώς και λίγο καθαρότερη η εικόνα, τα textures και οι υφές. Από την άλλη, η απόδοση στο One σε frame rate είναι σταθερότατη και αντιμετωπίσαμε ελάχιστα προβλήματα με κυριότερο το ότι στο fast travel αργεί ελαφρώς να φορτώσει το περιεχόμενο της πόλης, με τις ενδείξεις να εμφανίζονται λίγο αργότερα.
Όπως είπαμε, ψιλά γράμματα. Αξιοσημείωτη είναι η δουλειά που έχει επενδυθεί στην εκφραστικότητα των κινήσεων και των προσώπων των χαρακτήρων. Και μπορεί τον ίδιο merchant να τον συναντήσαμε πολλάκις, αλλά τα συναισθήματα στο πρόσωπο του Geralt κάθε φορά που έβρισκε ένα ίχνος της Ciri και καταλάβαινε ότι ακόμα είναι μακριά της, αποτυπώνονταν πεντακάθαρα. Όπως και τα συναισθήματα της Yenefer όταν ο δικός μας Geralt της φανέρωσε ότι το παλιό ξόρκι που τους ένωνε, δεν ήταν πλέον ενεργό. Αξιοζήλευτη η προσπάθεια λοιπόν οι χαρακτήρες του Witcher 3 να θυμίζουν ό,τι κοντινότερο έχουμε δει σε πραγματικούς ηθοποιούς, ακόμα κι όταν αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι άνθρωποι.
Αν πριν λίγα χρόνια μιλούσαμε για RPG Δυτικής-Ανατολικής Ευρώπης και κάναμε λόγο για ωραία voice overs και ερμηνείες, ή θα μας κοιτούσαν με συμπονετικά βλέμματα κατανόησης ή θα μας βάζαν τιμωρία να γράψουμε εκατό φορές τη φράση «δε θα ξαναπώ καλό λόγο για τα ευρωπαϊκά voiceovers». Mε την αρχή να έχει γίνει στο πρώτο Witcher, αλλά κυρίως στο AoK, οι Πολωνοί παραδίδουν μαθήματα τουλάχιστο στην αγγλική έκδοση του παιχνιδιού. Και για να είναι τόσο φροντισμένη η διεθνής έκδοση του παιχνιδιού, φανταζόμαστε ότι την ίδια φροντίδα έχουν επιδείξει και για την πολωνική έκδοση. Η μουσική επένδυση τέλος δε μας άρεσε, αλλά αυτά είναι προσωπικά γούστα. Δε γνωρίζουμε αν «ταιριάζει» στο παιχνίδι, γιατί και να ταίριαζε πάλι δε θα μας άρεσε.
Φτάνουμε στο σημείο του κειμένου που είναι αδύνατο να γλυτώσουμε τις κοινοτυπίες. Κοινοτυπίες των οποίων πέφτει θύμα και το ίδιο το Wild Hunt, διότι ακολουθεί πολύ πιο συμβατικά μονοπάτια από τους προκατόχους του. Το gameplay είναι πιο απλοποιημένο, ιδίως στο θέμα των quests και των waypoints, το παιχνίδι πιάνει τον παίκτη από το χέρι σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκειά του, ο χάρτης προσφέρει άπειρο υλικό από αυτό που μας αρέσει να κακολογούμε, και οι μυστηριώδεις τροπές της ιστορίας εδώ εξηγούνται και οι τρύπες βουλώνονται γιατί όπως και να έχει, είναι το τελευταίο Witcher. Α, και οι πρωταγωνιστές είναι όμορφοι. Ακόμα και ο Geralt, που σε σχέση με τον Geralt του πρώτου Witcher είναι σα να έχει κάνει πενήντα πλαστικές προσώπου με οδηγό τα πιο αμερικάνικα πρότυπα ομορφιάς. Κοινοτυπίες στο παιχνίδι, κοινοτυπίες και στο κείμενο λοιπόν, αλλά ξέρετε κάτι, καιρός να αρχίσουμε να τις αποφεύγουμε.
Από μεριά μας, είναι πλέον φανερό ότι βρίσκουμε ακατανίκητο τον πειρασμό κάθε ένα τέτοιο σπουδαίο παιχνίδι να το αντιμετωπίζουμε σαν ένα ακόμα φαρμακερό βέλος στη φαρέτρα του γνήσιου, ανόθευτου, αταλάντευτου και αγνού gaming, απέναντι σε αυτό το παραμορφωμένο θηρίο με την αναστροφή σπλάχνων, τη δισχιδή πλάτη και τις νεοπλασίες στο δέρμα που τραυλίζει “free to play” και καταπίνει μπουκάλια με χάπια που γράφουν “social”. Και όλως τυχαίως, τα φαρμακερά αυτά βέλη είναι αρκετά τώρα τελευταία, δείχνοντας σε αυτήν την αχόρταγη βιομηχανία των μανατζαραίων ότι άλλος είναι ο βραχυπρόσθεσμος και βραχύβιος και άλλος ο μαθουσάλας μαχητής, που θα συνεχίσει να ζει όταν όλα τα leaderboards θα έχουν γίνει ψηφιακή στάχτη και αυτά που θα μείνουν θα είναι οι ιστορίες που μας λέγαν τα παιχνίδια.
Για το νέο αυτό φαρμακερό βέλος στη φαρέτρα, με στέλεχος από ξύλο βελανιδιάς του Ard Skellige, κεφαλή από Meteorite Ore και φτερά από Griffin, πολλά είναι τα αρνητικά που μπορεί να αναδείξει κανείς. Το κείμενο τα αναφέρει ενδελεχώς. Αλλά το έχουμε ξαναπεί, κυρίαρχη είναι πάντα η αίσθηση που μένει στον παίκτη όταν τελειώνει το παιχνίδι, τουλάχιστο τη βασική ιστορία. Και αυτή η αίσθηση στη γνωστή ζυγαριά των θετικών – αρνητικών είναι σε θέση να γυρίσει το ζύγι και να σπάσει τη βελόνα. Με την ανακήρυξη του Witcher 3 ως ένα από τα σπουδαιότερα παιχνίδια της νέας γενιάς δεν απενοχοποιούμε καμία βιομηχανία και κανέναν gamer. Γιατί η σπουδαιότητα του Witcher 3, ανήκει σε αυτούς που έπαιξαν το πρώτο Witcher όταν κανείς δεν ασχολούνταν με το PC gaming, σε αυτούς που έλιωσαν το 2 αλλά τελικά δεν ήταν 30 εκατομμύρια, αλλά παρά πολύ λιγότεροι, και σε αυτούς που φέτος στήριξαν και έπαιξαν τα Divinity, Wasteland, Pillars κτλ. Oι υπόλοιποι που θεωρούν ότι αυτό που έδωσε η βιομηχανία την άνοιξη είναι το νέο DLC του Destiny και οι τρείς νέοι χάρτες του ΑW, ας μαζευτούν στη γωνία τους γρήγορα μαζί με τους ρολίστες και λολίστες του χώρου.
Με το τεράστιο Witcher 3 γιορτάζουμε την ενηλικίωση μίας ομάδας που μέχρι τώρα είχε ταλέντο και προοπτικές, αλλά από τώρα και στο εξής αποτελεί και με τη βούλα βαρύ χαρτί της βιομηχανίας. Πλέον δε μιλάμε για cult δημιουργίες για λίγους και εκλεκτούς. Πλέον μιλάμε για ορμή, φόρα και τεράστιο ειδικό βάρος. Αλλά περιέργως μιλάμε και για ένα παιχνίδι πιο εύληπτο και πιο προσιτό για τον «μέσο» gamer ό,τι κι αν σημαίνει αυτός ο όρος.
Η CDP, με το Wild Hunt, μπαίνει στα σαλόνια της βιομηχανίας με τυμπανοκρουσίες, ιαχές και κλαγγές όπλων και κάθεται στο τραπέζι της κεντρικής σάλας. Και μπορεί να κακοφανεί στους υπόλοιπους το ότι ο νέος συνδαιτυμόνας είναι λίγο λασπωμένος, λίγο ιδρωμένος, δε μυρίζει ευχάριστα, έχει περίεργο βλέμμα και έχει στην πλάτη όχι ένα αλλά δύο σπαθιά. Το καλό που τους θέλω μόνο, να μην τον ρωτήσουν γιατί κουβαλάει δύο από δαύτα. Και κυρίως να μην τον ρωτήσουν τι είναι αυτό το μενταγιόν με τη λυκοκεφαλή. Όχι αυτό που φορά στο λαιμό. Το άλλο, που κρατά σφιχτά στο χέρι.
Το review βασίστηκε στις Xbox One και PS4 εκδόσεις του παιχνιδιού.
Διαβαστε επίσης