Είναι σαφές πως ο “Big Boss” ακολουθεί ένα εντελώς διαφορετικό μονοπάτι από τον Solid Snake και παρόλο που τους διατρέχουν τα ίδια γονίδια, η πορεία τους είναι εντελώς διαφορετική. Οι παίκτες έχουν την εντύπωση πως τα όσα κάνουν είναι για το καλό της ανθρωπότητας αλλά από την άλλη, ο Big Boss ποτέ δεν νοιάστηκε πραγματικά για αυτήν. Η ψυχοσύνθεση αυτού του χαρακτήρα τολμούμε να πούμε πως αποτελεί την αποκορύφωση για τη σειρά γενικότερα και μόνο όσοι τον έζησαν από κοντά στα δύο προηγούμενα επεισόδια θα κατανοήσουν πραγματικά το σκεπτικό του Ιάπωνα δημιουργού.
Και μέσα σε όλα αυτά ο Kiefer Sutherland. Ο ρόλος του Βρετανού ηθοποιού φαντάζει σαν υπερβολικά δύσκολος, γιατί έρχεται να αντικαταστήσει έναν ηθοποιό που η φωνή του -κακά τα ψέματα- ταυτίστηκε με την φιγούρα του Snake, όποιος και να ήταν αυτός. Καταρχάς, ειδοποιός διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι πως ο Big Boss δεν είναι τόσο ομιλητικός, σε βαθμό που να μοιάζει σε πολλές σκηνές κομπάρσος, που να δίνει την εντύπωση πως δεν κινεί αυτός τα ηνία. Γνώμη του συντάκτη του κειμένου είναι πως ο David Hayter είχε δώσει ένα ρεσιτάλ φλυαρίας και υπερβολής στο Guns of the Patriots, οπότε η αντικατάστασή του μάλλον δεν ήταν πλήγμα. Ο Sutherland, από την άλλη, και έχοντας εμπειρίες σε γνωστές τηλεοπτικές σειρές, αποφεύγει συστηματικά τις ακρότητες, ακούγεται σοβαρός, ίσως μερικές φορές εκτός κλίματος, αλλά η χροιά της φωνής του δείχνει να ταιριάζει γάντι με την φυσιογνωμία του Big Boss. Ενός χαρακτήρα που αποφεύγει να γίνει κοινωνικός ή συμπαθής αλλά προτιμάει να μιλούν τα όπλα αντί αυτού.

Είναι απορίας άξιο το πόσο εύκολο είναι να συνεπάρει κάποιον το Phantom Pain και παρόλο που προηγουμένως ειπώθηκε ότι αναφορές στο σενάριο δεν θα γίνουν, έχουν δαπανηθεί τόσες γραμμές κείμενου και όμως ακόμα δεν έχει γίνει η παραμικρή αναφορά στο κυρίως gameplay, αυτό που επιτέλους δείχνει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πέμπτο μέρος της σειράς -και παρόλο τα όσα έχουν γραφεί- δεν αποτελεί μία open world εμπειρία. Αναμφίβολα υπάρχει μοναδική ελευθερία κινήσεων και αποφάσεων σε σχέση με το παρελθόν, αλλά η Kojima Productions επέλεξε να θέσει κάποια όρια. Όρια που δεν αφήνουν το οικοδόμημά της να εκτροχιαστεί στο δρόμο προς την απόλυτη ελευθερία κινήσεων –εις βάρος βέβαια της κινηματογραφικής αφήγησης και ροής- αλλά από την άλλη ορισμένες αποφάσεις της δείχνουν αδικαιολόγητες.
Η φιλοσοφία του τίτλου είναι αυτή που αρχικά θα εκπλήξει. Οι παίκτες καλούνται να διαλέξουν την επόμενη αποστολή τους, να συγκεντρώσουν τον εξοπλισμό τους, τους συμμάχους τους και κατόπιν να επιλέξουν το σημείο προσγείωσης του ελικοπτέρου που θα τους μεταφέρει στο πεδίο της μάχης. Οι αποστολές μοιράζονται σε κύριες και δευτερεύουσες και συμβουλή μας είναι οι παίκτες να μην προσπεράσουν καμία. Αφενός με αυτόν τον τρόπο ο Big Boss θα αποκτήσει δυνατότητες που θα τον βοηθήσουν σημαντικά στο πεδίο της μάχης και αφετέρου θα επιμηκύνουν ακόμα περισσότερο τη διάρκεια.

Σε αυτό το σημείο εντοπίζεται το μόνο μελανό σημείο του τίτλου, και αυτό έχει να κάνει με την ποικιλία αλλά και το ενδιαφέρον ορισμένων αποστολών. Η αλήθεια είναι πως έπειτα από αρκετές ώρες ενασχόλησης, το Phantom Pain φλερτάρει επικίνδυνα σε μερικά σημεία με το να γίνει κουραστικό, πέφτοντας και αυτό θύμα της υποτιθέμενης open world φύσης τους. Ορισμένες αποστολές δείχνουν και φυσικά είναι αρκετά μονότονες, ενώ αυτές που δεν επηρεάζουν το κυρίως σενάριο δεν είναι τόσο ελκυστικές όσο οι φίλοι της σειράς θα ήθελαν. Παράλληλα, σε ορισμένες αποστολές φαίνεται να υπάρχει κάποιο αόρατο χωροταξικό όριο, κάποιος περιορισμός ελευθερίας κινήσεων, αν και ευτυχώς αυτό δεν συμβαίνει συχνά και σε τελική ανάλυση δεν είναι και τόσο ενοχλητικό.
Βέβαια, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, το Metal Gear Solid V: Phantom Pain επωφελείται από τις αρετές της Fox Engine και τις αποφάσεις της ομάδας ανάπτυξης να το κάνει όσο το δυνατόν πιο απελευθερωμένο και μη γραμμικό, δημιουργώντας την αίσθηση στον παίκτη πως μπορεί να κάνει τα πάντα. Η προσέγγιση του εκάστοτε στόχου ουσιαστικά δεν περιορίζεται από τίποτα, μιας και πρακτικά ο καθένας μπορεί να ενεργήσει όπως θέλει και με όποιον ρυθμό θέλει. Είτε προτιμηθούν stealth τακτικές είτε κατά μέτωπο επιθέσεις, ο Big Boss αποδεικνύεται μια σκληροτράχηλη πολεμική μηχανή που με τη σωστή χρήση, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει. Αναμφίβολα το στοιχείο του stealth είναι αυτό που κερδίζει τις εντυπώσεις και σε συνδυασμό με τα μεγάλα πεδία μάχης, οι τρόποι προσέγγισης είναι απλά αμέτρητοι. Ο σχεδιασμός του περιβάλλοντος θα βάλει το μυαλό του παίκτη σε σκέψεις ώστε να καταστρώσει το σχέδιό του, ενώ η πανέξυπνη τεχνητή νοημοσύνη θα δώσει ζωή στο όλο οικοδόμημα. Τα αχανή περιβάλλοντα δυστυχώς δεν σφύζουν από ζωή, δεν βοηθάει εξάλλου η γεωγραφική τους θέση, στερώντας έτσι πόντους από το κατά τα άλλα αψεγάδιαστο σκηνικό, αν και η εισαγωγή οχημάτων είναι μια καλοδεχούμενη προσθήκη.

Πολλοί βιάστηκαν να συγκρίνουν τον κόσμο του Phantom Pain με τον αντίστοιχο του The Witcher 3. Και εδώ γίνεται ορατή η σύγχυση που επικρατεί πλέον στο διαδίκτυο. Σε μια εποχή που φαίνεται πως δεν υπάρχουν μέτρα και σταθμά, ένας τίτλος εκτιμάται από τα τετραγωνικά –έστω ψηφιακά- μέτρα γης του και όχι από το περιεχόμενο. Για να μην σχολιάσουμε το σχεδόν ανύπαρκτο sex appeal του Big Boss έναντι στον σκανδαλιάρη Λευκό Λύκο. Η ουσία δεν βρίσκεται εκεί, κάπου χάνεται το νόημα.