Επιστρέφοντας στη… φυσιολογική ροή του κειμένου και εβρισκόμενοι στο πεδίο της μάχης, ο Big Boss δεν δείχνει να έχει σκουριάσει, παρά τα όσα έχει τραβήξει το ταλαιπωρημένο του κορμί. Στις μάχες σώμα με σώμα οι επιλογές είναι πλέον πολλαπλάσιες σε σχέση με το παρελθόν, ενώ και η κάλυψη πίσω από αντικείμενα λειτουργεί σχεδόν πάντα άψογα. Η σύλληψη ενός αντίπαλου στρατιώτη δε ήταν πότε άλλοτε τόσο διασκεδαστική, ενώ όπως συνέβαινε και στο Peace Walker, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος στρατολόγησης οπλιτών στην Mother Base. Και κάπου εδώ ανοίγει ένα μεγάλο κεφάλαιο για το Metal Gear Solid V: Phantom Pain. Η Mother Base αποτελεί ένα παιχνίδι από μόνη της, αρκεί κάποιος να έχει τη διάθεση να φτάσει τα πάντα σε βάθος. Η διαφορά σε σχέση με το παρελθόν είναι πως ο ίδιος ο χρήστης παίρνει αποφάσεις σχετικά με τη δόμησή της, ενώ ορισμένες δευτερεύουσες αποστολές κρύβουν ευχάριστες εκπλήξεις σε συγκεκριμένα τμήματά της. Αναμενόμενα, η τακτική παίζει σημαντικό ρόλο στις μάχες, ενώ το ενδιαφέρον εντοπίζεται στο γεγονός πως πρόκειται για μια ενότητα που λειτουργεί ακόμα και δικτυακά.
Οι παίκτες μπορούν να κάνουν επιθέσεις στις βάσεις των φίλων τους, αποσπώντας προμήθειες και έμψυχο δυναμικό αν και θεωρούμε παράλογο να γίνεται επίθεση στη βάση ενός χρήστη όταν αυτός είναι offline και απλά να ενημερώνεται για τυχόν απώλειες όταν ανοίξει και πάλι την κονσόλα του. Παράλληλα, στο αντίστοιχο τμήμα οπλισμού και φέρνοντας στο μυαλό τα όσα συνέβαιναν στο Guns of the Patriots, οι δυνατότητες παραμετροποίησης των όπλων φαντάζουν απεριόριστες και το σημαντικότερο είναι πως όλα αυτά προσφέρουν μια πραγματική δυναμική στο πεδίο της μάχης. Ακόμα και ο ίδιος ο Big Boss θα είναι σε θέση να ενισχυθεί με μία –κατά μία έννοια- πανοπλία, αποκτώντας ιδιαίτερα υψηλή αντοχή απέναντι στα εχθρικά πυρά.

Το ευχάριστο της υπόθεσης είναι ότι το Metal Gear Solid V: The Phantom Pain έχει επιτέλους ενηλικιωθεί και έτσι δεν διστάζει να γίνει τόσο σκληρό όσο απαιτεί μία εμπόλεμη ζώνη. Η σειρά φαίνεται πως αποφάσισε να γίνει ακόμα πιο ρεαλιστική, παρουσιάζοντας σκηνές πλημμυρισμένες στο αίμα ή μεθόδους βασανιστηρίων που δείχνουν αρκετά σκληρές. Στρατιώτες χάνουν τα μέλη τους, ολόκληρα χωριά ξεκληρίζονται, μικρά παιδιά γαλουχούνται από κυκλώματα εκμετάλλευσης και όλα αυτά σε έναν τίτλο Metal Gear, που μπορεί να ακολουθεί τη δική του, εναλλακτική πραγματικότητα, αλλά που ποτέ δεν ξεχνά τη σκληρή πραγματικότητα του πολέμου. Μια εναλλακτική πραγματικότητα που φαίνεται να έχει λύσει τα χέρια και την φαντασία των σχεδιαστών και έτσι να παρουσιάζουν για ακόμα μια φορά μοναδικές φιγούρες που θα μείνουν για μήνες χαραγμένες στο μυαλό των παικτών.
Οι περισσότεροι θα θυμούνται το πόσο αδιάφορα ήταν τα boss fights στο Peace Walker, γιατί στην πλειοψηφία τους ήταν αυτοκινούμενα mechs. Το Phantom Pain επιστρέφει στις καλές εποχές της σειράς, αν και το ιδιαίτερο του στοιχείο είναι το παιχνίδι με τις εικόνες και οι ψευδαισθήσεις. Και μόνο το γεγονός πως μια αχνή φιγούρα θα βάλει το μυαλό σε σκέψεις, θα το αναγκάσει να ανατρέξει στο παρελθόν ώστε να θυμηθεί αν όντως αυτό που βλέπει ή φαντάζεται συνδέεται με κάτι που ίσως και να υπήρξε, είναι ένα χαρακτηριστικό που ελάχιστοι τίτλοι καταφέρνουν να επιτύχουν.

Στην ουσία αυτό είναι το Phantom Pain και κατά συνέπεια όλη η σειρά Metal Gear. Ένα παιχνίδι αισθήσεων και αναμνήσεων. Και αυτός είναι και ο λόγος που μερίδα του κοινού το προσπερνά δίχως δεύτερη σκέψη. Αν κάποιος το δει με καθαρά ψυχρή ματιά και απλά θέλει να φτάσει στο τέλος, το πιθανότερο είναι να αισθανθεί πως έχασε περίπου 15 ώρες από την ζωή του. Όμως όσοι προτιμούν να φτάσουν σε βάθος, να πάρουν τις απαντήσεις τους, να στύψουν το μυαλό τους και να κάνουν τα πάντα μεθοδικά (αναφωνώντας αμέτρητες φορές “Kojima δεν υπάρχεις”) θα έχουν βιώσει μια μοναδική εμπειρία, που με άνεση ξεπερνά τις 50 ώρες καθαρού gameplay. Αν τώρα σε αυτό το διάστημα, 2-3 ωρίτσες είναι κουραστικές, σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν τροχοπέδη για ένα τόσο στιβαρό και ολοκληρωμένο σύνολο.
Από εκεί και έπειτα και επιστρέφοντας σε ενότητες που αφορούν το κυρίως τίτλο, για ακόμα μια φορά σημαντικός σύμμαχος θα είναι ο “σφιχτός” χειρισμός. Τα δείγματα που Ground Zeroes ήταν άκρως θετικά και ελπιδοφόρα και η συνέχεια ευτυχώς συνεχίζει στα ίδια επίπεδα. Πρακτικά, ο χρόνος εξοικείωσης είναι σύντομος –παρά το πλήθος των εντολών που υπάρχουν- και έτσι από την 3η-4η αποστολή ο χρήστης θα μπορεί να ελέγχει τον Big Boss με κλειστά τα μάτια. Όσοι θυμούνται το review του Ground Zeroes, είχαμε αναφέρει ότι ο τίτλος αποτελούσε τα πρώτα δείγματα της Fox Engine, όπου τα πρώτα συμπεράσματα ήταν άκρως θετικά. Και ευτυχώς η συνέχεια είναι ακόμα καλύτερη. Το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι η ευελιξία της μηχανής γραφικών να αναπαράγει τις εναλλαγές της ημέρας σε νύχτα και των καιρικών συνθηκών σε πραγματικό χρόνο, εμπλουτισμένα με πανέμορφα εφέ. Ορισμένες σκηνές είναι τόσο καλά σκηνοθετημένες, που τα πλάνα της κάμερας παραπέμπουν σε κινηματογραφική παραγωγή υψηλού κόστους. Και τα ευχάριστα δεν σταματούν εδώ. Τα τοπία μοιάζουν αχανή, ενώ ορισμένα λαθάκια στο βάθος του ορίζοντα τις περισσότερες φορές περνούν απαρατήρητα.

Αναμφίβολα την παράσταση κλέβει ο τρόπος με τον οποίο είναι σχεδιασμένος ο Big Boss, αλλά και όλοι οι πρωταγωνιστικοί χαρακτήρες γενικότερα. Τα μοντέλα έχουν αποδοθεί με έντονς (και σε περιπτώσεις… γαργαλιστικές) λεπτομέρειες, ενώ η τεχνική του motion capture δείχνει να έχει ωριμάσει, προσφέροντας φιγούρες που κινούνται σχεδόν ανθρώπινα. Κάποιες φορές το collision detection δεν δείχνει να λειτουργεί σωστά, με τα άκρα των χαρακτήρων να μπερδεύονται με διάφορα οικοδομήματα, ενώ και η κάλυψη σε γωνίες έχει τα θεματάκια της, αλλά αυτά δεν είναι τίποτα περισσότερο από πταίσματα.
Ταπεινή μας γνώμη είναι πως περαιτέρω ανάλυση του τίτλου δεν χρειάζεται, γιατί το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι πρόκειται για μια ολοκληρωμένη πρόταση. Οι ενότητες που αφέθησαν στο περιθώριο είναι αρκετές –η χρήση του ραντάρ για παράδειγμα, οι δικτυακές αναμετρήσεις ή ακόμα και η αξιοποίηση ενός tablet- αλλά θεωρούμε πως αυτά που περίμενε κάποιος να διαβάσει, έχουν ειπωθεί και με το παραπάνω. Αλλά από την άλλη, το Phantom Pain δεν είναι ένα απλό παιχνίδι που του αναλογεί μια απλή βαθμολογία. Κάτι τέτοιο συνέβαινε και με το Guns of the Patriots. Και μιας και αναφέρθηκε η τελευταία περιπέτεια του Old Snake, πώς γίνεται να μην βάλει κανείς τους δύο χαρακτήρες δίπλα-δίπλα. Το καλό με το κακό. Δύο φιγούρες ταλαιπωρημένες, που έχουν μόνο ένα κοινό σημείο, αλλά τόσα διαφορετικά. Όσο διαφορετικοί είναι και οι δύο τίτλοι. Ο ένας φάνηκε να ρίχνει το μεγαλύτερο βάρος στην αφήγηση και το συναίσθημα, ενώ ο δεύτερος -κατά κύριο λόγο- στη δράση. Ίσως να οφείλεται στη διαφορετική ιδιοσυγκρασία των πρωταγωνιστών. Ίσως και όχι. Ίσως ο Kojima να άλλαξε, ίσως να θέλησε να δοκιμάσει κάτι διαφορετικό. Ίσως απλά το έκανε για να ευχαριστήσει τους φίλους του.
Το Metal Gear Solid V: The Phantom Pain δεν χρειάζεται ένα κείμενο γεμάτο υπερβολές, ενθουσιώδεις εκφράσεις ή συγκρίσεις με άλλα δυνατά χαρτιά της βιομηχανίας για να ξεχωρίσει. Οι αλλαγές είναι πολλές αλλά παράλληλα τίποτα δεν δείχνει να είναι ξένο ή πρόχειρα δουλεμένο. Ο τίτλος επιτυγχάνει μια μοναδική ολοκλήρωση, όχι μόνο σαν ένα αυτόνομο κεφάλαιο, αλλά και σαν κλείσιμο μιας ολόκληρης σειράς που έθεσε κάποια δεδομένα, που άφησε το δικό της στίγμα. Ο Hideo Kojima αποχαιρετά τη σειρά με τον καλύτερο τρόπο και ο υπογράφων του κειμένου τάσσεται στο πλευρό όλων εκείνων που θεωρούν πως τα πάντα τελειώνουν εδώ. Τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες αναμφίβολα στεναχώρησαν τους οπαδούς του, σε μια εποχή που οι λέξεις σεβασμός, εκτίμηση και αξιοπρέπεια δεν έχουν την αντοχή να σταθούν απέναντι σε αυτή του ψυχρού κέρδους. Ο Ιάπωνας δημιουργός είναι από τους πιο δύστροπους και απαιτητικούς καλλιτέχνες, αλλά παράλληλα και ένας από τους πλέον ταλαντούχους. Το τι έχει ειπωθεί πραγματικά, το παρασκήνιο της υπόθεσης μάλλον δεν θα μαθευτεί ποτέ. Και ίσως να μην χρειάζεται.
Αυτό που θα μείνει όταν κατακάτσει η σκόνη της σύγκρουσης είναι μια παρακαταθήκη, μια κληρονομιά για την Konami που αν ποτέ τολμήσει να ασχοληθεί με τη σειρά, δεν θα πρέπει να αρκεστεί σε τίποτα λιγότερο από την κορυφή. Γιατί το Metal Gear δεν υφίσταται χωρίς τον Kojima και ο Kojima ζει και αναπνέει για το Metal Gear.
Το review βασίστηκε στην PS4 έκδοση του παιχνιδιού.