Όταν τα GOTY συνάντησαν τα DLC.
Ας ξεκινήσουμε με τα βασικά. Τι είναι το GOTY; Μα φυσικά η Game of the Year έκδοση ενός τίτλου, που επανακυκλοφορεί σε μειωμένη τιμή και με εξτρά καλούδια, DLC. Το πώς μια εταιρία μπορεί να ανακοινώσει το δικό της παιχνίδι ως GOTY είναι κάπως θολό. Αρκεί πάντως ένα γνωστό έντυπο ή ιστοσελίδα ώστε να πάρει την πολυπόθητη σφραγίδα. Άλλωστε, πλέον, το λεγόμενο ως “GOTY edition” μπορεί να έχει κυκλοφορήσει ως ένα τέτοιο παιχνίδι, βαφτίζοντας το κρέας ψάρι, ενώ άπλα να αποτελεί ένα πακέτο με όλο το εξτρά περιεχόμενο. Ίσως να μην έχει τη σφραγίδα, όμως το αποτέλεσμα θαρρώ είναι το ίδιο.
Πρόσφατα τα πράγματα άρχισαν να ξεκαθαρίζουν, τουλάχιστον σε προσωπικό επίπεδο, μετά την αγορά κάποιων τέτοιων ειδικών εκδόσεων. Το που αποσκοπούν οι εταιρίες είναι νομίζω φανερό ακόμα και σε αυτούς που ασχολούνται ελάχιστα. Προσδοκούν την ανάσταση των νεκρών παιχνιδιών τους. Νεκρών γιατί έτσι λειτουργεί η βιομηχανία. Λίγοι μήνες αρκούν ώστε η τιμή της πλειοψηφίας των παιχνιδιών να πέσει στα τάρταρα. Τα DLC σπεύδουν σε βοήθεια για να φέρουν το κάτι παραπάνω σε ρευστό στην εταιρία. Μετά από 6-12 μήνες, όμως, το δημιούργημα που κόστισε τόσα εκατομμύρια -είτε έβγαλε τα λεφτά του είτε όχι- έχει περάσει στα αζήτητα. Τελευταία προσπάθεια για μερικές ανάσες ζωής πριν έρθει το αναπόφευκτο, είναι η επανέκδοση.
Πρόθυμοι οι καταναλωτές δίνουν απλόχερα το αντίτιμο για να αγοράσουν τη GOTY έκδοση μιας και μοιάζει κελεπούρι. Με μια πρώτη μάτια είναι. Στη μισή τιμή, συνήθως, από την αρχική του παιχνιδιού, περιλαμβάνοντας όλο το επιπλέον υλικό. Όμως το αρχικό παιχνίδι πλέον κοστίζει το 1/3 ή ακόμα και το 1/4. Θα πει κάνεις, “ναι αλλά τα βιντεοπαιχνίδια δεν είναι πίτες και το πακετάκι είναι όμορφο”. Θα συμφωνήσω, αλλά μόνο κατά το πρώτο ήμισυ. Πράγματι δεν επιλέγουμε τίτλους βάσει της διάρκειάς τους αλλά της ποιότητάς τους. Όσο πιο μεγάλο είναι ένα παιχνίδι, τόσο πιο δύσκολο είναι να κρατήσει τον παίκτη με αμείωτο το ενδιαφέρον και φυσικά να μην παρουσιάσει “κοιλίες”, από τις οποίες τελευταία έχουμε γεμίσει, αλλά αυτό είναι θέμα για άλλο κείμενο.
Το πακετάκι, λοιπόν, είναι ανιαρό, γιατί τα DLC είναι αχρείαστα κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία. Ας χωρίσουμε τα DLC σε δυο κατηγορίες για να καταλήξουμε στο απλό συμπέρασμα. Πρώτα έχουμε αυτά που είναι “κλειδωμένα στο δισκάκι”. Τα έτοιμα ή σχεδόν έτοιμα DLC, όπως αυτά που κυκλοφορούν μετά από μισό μήνα, και τα πιο -φαινομενικά- αθώα, που έρχονται μετά από μήνες σκληρής (!) δουλειάς. Τα πρώτα αποτελούν κομμένο υλικό από το αρχικό παιχνίδι. Όμως εκεί είναι που διαφωνώ πλέον με τους περισσότερους, γιατί αυτό το υλικό έπρεπε να απουσιάζει. Πολύ πιθανόν αυτό το εξτρά περιεχόμενο, όπως και μια ντουζίνα άλλα μισοτελειωμένα επίπεδα, να υποβιβάζουν τη συνολική εικόνα του παιχνιδιού, καθώς δημιουργούν προβλήματα στο ρυθμό είτε σεναριακά είτε στην εξέλιξη του gameplay.
Δεν γνωρίζω μάλιστα τι από τα παραπάνω είναι χειρότερο. Να κόψεις υλικό που θα έπρεπε να υπάρχει, μιας και είναι έτοιμο ή να πουλάς υλικό μετά από ένα ελαφρύ ρετουσάρισμα, το οποίο όμως ήταν ξεχασμένο στον κάδο ανακύκλωσης, ψηφιακό και πραγματικό; Έπειτα περνάμε στη δεύτερη κατηγορία. Σχεδόν πάντα η ομάδα είναι μικρότερη έως και πετσοκομμένη σε σχέση με την αρχική. Δεν είναι τυχαίο που τα περισσότερα DLC μοιάζουν ξένα σε σχέση με το υπόλοιπο παιχνίδι, σαν να ξεπήδησαν από μια μικρή ομάδα, η οποία απλά παρατηρούσε τους εργαζόμενους να δουλεύουν μέσα σε μια γυάλα και ποτέ δεν εργάστηκε στο αρχικό παιχνίδι. Εξαιρέσεις υπάρχουν και θα υπάρξουν, άλλα δεν είναι ικανές να χαλάσουν το μοτίβο.
Τέλος έρχεται και το θέμα του κορεσμού. Έχοντας τελειώσει ένα χορταστικό campaign, υπάρχει η ανάγκη για ένα διάλειμμα που είναι άκρως φυσιολογικό, ειδικά αν λογαριάσουμε και την τεράστια ποικιλία που υπάρχει πλέον στο χώρο, μάλλον τα DLC θα ξεχαστούν. Ο κορεσμός μάλιστα ενισχύεται αν το κυρίως παιχνίδι αφήσει ανάμεικτα συναισθήματα στο παίκτη.