Το δεύτερο μεγαλύτερο πρόβλημα του Mad Max (μετά την επανάληψη και την ευκολία) είναι η έλλειψη ρυθμού και συνοχής των πολλών αυτών παράπλευρων activities με την ήδη χαλαρή ιστορία. Αυτή η μεγάλη απόσταση μεταξύ των αποστολών που προχωράν την ιστορία -και κόβονται άγαρμπα από το αναπόφευκτο grinding- μειώνει σε απειλητικό βαθμό το δέσιμο του παίκτη με τον κόσμο και την υπόθεση. Είπαμε πως η λιτή και δωρική αφήγηση της τελευταίας ταινίας έκανε τη δουλειά της για το δίωρο στο σινεμά, αλλά όταν διατυμπανίζεις 40-ωρα playthroughs (και δε μιλάμε καν να φτάσεις στο 100%), οφείλεις να προσφέρεις μια οργανικότητα ικανή να μαγνητίσει τον παίκτη. Ενώ το παιχνίδι, δυστυχώς, υπολείπεται των προσδοκιών μας, ξαφνικά μπαίνει στην τελευταία περιοχή, τη Gastown και δείχνει πραγματικά τι «παιχνιδάρα» θα ήταν αν η Avalanche είχε το μεράκι ή το χρόνο να φτιάξει κάτι πιο φιλόδοξο (story wise).
Ξαφνικά, η εικόνα που γέμιζε για πολλές ώρες τον ορίζοντα της οθόνης μας, ένα μακρινό εργοστάσιο που φαινόταν να «βαριανασαίνει» από μακριά, ορθώνεται μπροστά μας. Ένα βιομηχανικό «εξάμβλωμα», καθρέπτης του ανεπίδεκτου μαθήσεως ανθρώπινου γένους, εκβράζει διοξείδιο του άνθρακα και τοξικά απόβλητα. Ένα ξέπλυμα της νοσηρής νοοτροπίας του homo «sapiens» (τόση σοφία πια…) που δίνει μέσα από μερικές δυνατές εικόνες όλη τη φιλοσοφία και τη λογική πίσω από τη μυθολογία του κόσμου του Mad Max. Μέσα στα ακάθαρτα σπλάχνα της βρίσκεται η ατμομηχανή των καινούριων τυράννων του είδους μας και τα ασήμαντα πιόνια-γρανάζια που αντάλλαξαν την «ελευθερία» και τον ακαριαίο θάνατο της Wasteland, με την, εντός των τειχών, «ασφάλεια» του φαρμακερού αυτού πολυκέφαλου ερπετού, που σε δηλητηριάζει αργά και εξαντλητικά.
“Το απεριόριστο slow motion όταν στοχεύουμε τα νευραλγικά σημεία των οχημάτων, η μικρή χρονική διάρκεια που χρειάζεται για να επιδιορθώσει ο Κουασιμόδος το Magnum Opus και η υπεράνθρωπη αντοχή του Max, επιτρέπουν τα συνεχόμενα σφάλματα, χωρίς κάποιο ιδιαίτερο κόστος.”
Η αλληγορία με παρόμοιες δικές μας συμπεριφορές δίνει αρκετή τροφή για σκέψη. Όπως και να έχει, πέρα του συμβολικού του πράγματος, από τη Gastown και πέρα ( ένα τρίωρο περίπου), ξεκινάει μια αλυσίδα φοβερών αποστολών, σε διαφορετικά settings (σε κλειστούς και ανοικτούς χώρους) με αρκετά cutscenes και δυνατές σεναριακές στιγμές με έμφαση στους χαρακτήρες του παιχνιδιού, που απογειώνουν τον τίτλο και μας αφήνουν με το μεγάλο ερώτημα «What if..». Γιατί να μην είναι έτσι όλο το παιχνίδι; Γιατί να μην έχει την ίδια φροντίδα ο τίτλος στο gameplay, όπως έχει ο τεχνικός του τομέαςς Εδώ τους βγάζουμε ειλικρινά το καπέλο. Αφήνοντας έξω τα πανέμορφα τοπία, στα οποία έχουμε αναφερθεί, και τον επιβλητικό ήχο (η μουσική δεν παίζει σημαντικό ρόλο στο παιχνίδι), το Mad Max βάζει τα γυαλιά στους πάντες, σχετικά με το πώς πρέπει να δημιουργούνται οι PC εκδόσεις. Αν δε μπορείς να κάνεις ένα σοβαρό port που τους PC users, τότε το φτιάχνεις από την αρχή, ειδικά για αυτούς.Το αποτέλεσμα να παίζει απροβλημάτιστα σε διαφορετικής ποιότητας rigs, και όταν το βάζεις στα ultra να μην χάνει ούτε frame. Έτσι γίνονται οι σωστές και «παστρικές» δουλειές. Αντιστοιχία οπτικού αποτελέσματος και απαιτήσεων σε hardware. Άντε γιατί κοντεύουμε να τρελαθούμε με μερικούς developers. Για bugs, τουλάχιστον στο δικό μας playthrough, ούτε λόγος.
Γλυκόπικρη η γεύση, τελικά, που μας άφησε το Mad Max. Τόσος κόπος και μεράκι στον τεχνικό τομέα, ένα μετα-αποκαλυπτικό αριστοτέχνημα, πιστό στο πρωτογενές υλικό με σεβασμό και φαντασία, που όμως πάσχει από το μεταδοτικό νόσημα των open world games. Έχουμε τη μαγιά για ένα μνημειώδες all time classic, αλλά η ζύμωση, λόγω των άτολμων gameplay μηχανισμών και της άνευρης ιστορίας, απέτυχε και το ζυμάρι έκατσε. Είναι «καταραμένο» να παραμείνει σαν ένα παιχνίδι που απλά περνάς καλά (υπό προϋποθέσεις) και να κερδίσει τελικά τον τίτλο του cult classic. Και ως συνήθωςν τα cult classics κάπου πάσχουν. «Καβαλάμε» τον «Ιντερσέπτορα», αφήνουμε πίσω την ηλεκτρική καταιγίδα που μας κυνηγάει, pedal to the metal για τις «Πεδιάδες της Ησυχίας» και αναμένουμε μαζί με την ψυχολογική ηρεμία του ήρωα, να βρεθεί και η φόρμουλα επιτυχίας στο sequel.
Το review βασίστηκε στην PC έκδοση του παιχνιδιού.