Beyond: Two Souls

Δύο ψυχές κάθε δύο χρόνια.


Τα reviews των remastered παιχνιδιών είναι από τις gaming περιπτώσεις που μπορούν να προκαλέσουν από ατελείωτες έως μηδαμινές συζητήσεις. Κι όταν λέμε μηδαμινές, κυριολεκτούμε. Αυτό το κείμενο θα μπορούσε να είναι το πιο σύντομο review στην ιστορία του gaming και να πηγαίνει κάπως έτσι: “Το Beyond Two Souls είναι ακριβώς το ίδιο παιχνίδι που ήταν πριν δύο χρόνια, με μια μικρή βελτίωση στον οπτικό τομέα κι ένα αχρείαστο και κακοφτιαγμένο επιπλέον κεφάλαιο. Βαθμολογία: 8”. Ορίστε, αυτό ήταν. Τέλος. Ό,τι χρειαζόταν να μάθει κάποιος, μόλις το έμαθε. Τι άλλο μπορεί να χρειαστεί πριν αποφασίσει για την ενδεχόμενη αγορά του; Τρεις αράδες τα συνοψίζουν όλα, σωστά;

Μάλλον, όχι, είναι η απάντηση. Το να επιστρέφεις σε μια δημιουργία μετά από κάποιο διάστημα –έστω και μικρό, όπως στην περίπτωση του Beyond- είναι πολλές φορές άκρως εποικοδομητικό και θα ήταν καλό να μπορούσαμε να το κάνουμε πιο συχνά. Δεν εννοούμε  να βγαίνουν “ανανεωμένες” εκδόσεις χωρίς νόημα, κάθε δεύτερο χρόνο. Σε καμία περίπτωση. Αυτά είναι εμπορικά τερτίπια των εταιριών που δεν θα έπρεπε να αγγίζουν τους gamers. Εμείς οι ίδιοι θα έπρεπε, μια στις τόσες, να ρίχνουμε κλεφτές ματιές στο παρελθόν και να επανεξετάζουμε πράγματα και καταστάσεις. Φιλτραρισμένα πλέον από το χρόνο, τον ενθουσιασμό ή το εμπορικό hype της στιγμής και δεκάδες ακόμα παραμέτρους.

Με αυτό το σκεπτικό, λοιπόν, ερχόμαστε να ρίξουμε μια φρέσκια ματιά στην πιο πρόσφατη δημιουργία της Quantic Dream, ενώ παράλληλα περιμένουμε την άφιξη του Detroit. Εδώ να δώσουμε μια υπόσχεση πριν συνεχίσουμε, πως δεν πρόκειται να πέσουμε στην παγίδα της, πιο ανούσιας κι από ερασιτεχνικό αγώνα κέρλινγκ, συζήτησης, για το αν τα παιχνίδια του David Cage είναι πράγματι παιχνίδια. Σίγουρα, τα κλισέ για κάποιο λόγο γίναν κλισέ, αλλά φτάνει. Αρκετά. Τα είπαμε οι από εδώ, τα είπαν οι από εκεί, αποτέλεσμα δεν βγαίνει. Ο Cage και οι όμοιοί του συνεχίζουν να βγάζουν παιχνίδια, και όλοι οι gamers έχουν παιχνίδια να παίξουν στις κατηγορίες που αρέσκονται. Δεν χρειάζεται να μας αφορούν τα πάντα ή να συμφωνούμε όλοι με όλους. Ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον σε αυτό κι ας πάμε παρακάτω με τις gaming ζωές μας.

Ας ασχοληθούμε δηλαδή με το ίδιο το παιχνίδι. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στον κόσμο του Beyond, συνειδητοποιούμε άμεσα πόσο δυνατή συναισθηματικά ήταν η ιστορία του, αρχικά. Βλέποντας ξανά την πρωταγωνίστρια, Jodie Holmes, να κάθεται στο γραφείο του τοπικού Σερίφη με το απλανές βλέμμα και το ξυρισμένο κεφάλι, και ξέροντας πλέον την ιστορίας της, η ψυχολογική φόρτιση και το σφίξιμο στο στομάχι είναι μάλλον αναπόφευκτα, γνωρίζοντας τι θα ακολουθήσει, έχοντας ξανακάνει πρόσφατα αυτό το βαρύ βιωματικό ταξίδι. Η Ιστορία της Jodie είναι μεγάλη, δύσκολη και σε καμία περίπτωση, ευχάριστη. Αλλά είναι μια ιστορία που αξίζει να ειπωθεί.

Αυτό είναι και το πρώτο πράγμα που νιώθεις ότι ξέρει να κάνει καλά ο Cage. Να “αρπάζει” ψυχικά τον παίκτη από τα πρώτα δευτερόλεπτα και να τον βάζει μέσα στον κόσμο του. Να καταφέρνει να τον ταυτίσει με την ηρωίδα του, ακόμα κι όταν είναι πρακτικά αδύνατο για αυτόν να βρει κοινό σημείο ταύτισης με μία γυναίκα, σε όλα τα ηλικιακά στάδια της ζωής της, με μεταφυσικές ικανότητες. Να σε κάνει να νιώσεις ο ίδιος το πόσο βαρετή μπορεί να είναι η ζωή ενός μικρού παιδιού, που του έχει απαγορευθεί να παίζει με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς φοβούμενοι τις δυνάμεις του ή την απόγνωση του να ζεις σαν άστεγος στο δρόμο, μην έχοντας πουθενά να στηριχθείς μεγαλώνοντας. Το πέτυχε την πρώτη φορά που ασχοληθήκαμε με τον τίτλο, το πέτυχε ξανά τώρα, κι από ό,τι φαίνεται, θα συνεχίσει να το πετυχαίνει αν το ξαναπαίξουμε σε δύο χρόνια από σήμερα.

Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι εξαλείφθηκαν ως δια μαγείας τα κακώς κείμενα της γραφής. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε; Η ιστορία έχει ήδη γραφτεί και μία επανέκδοση δεν έχει ούτε το ρόλο αλλά ούτε και τη δικαιοδοσία για κάτι τέτοιο. Ποιος ξέρει, βέβαια. Στην εποχή των μισοτελειωμένων παιχνιδιών και των ατελείωτων updates, ίσως δούμε κάποια στιγμή και patch που θα κλείνει τις σεναριακές τρύπες των παιχνιδιών του Cage! Προς το παρόν, ευτυχώς (;) δεν έχουμε κάτι τέτοιο και τα πράγματα που ενόχλησαν την πρώτη φορά, εξακολουθούν να το κάνουν και τώρα: Αρκετά κλισέ μαζεμένα -ιδίως προς το τέλος του παιχνιδιού- καταστάσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά, ένα κουβάρι ψεύδο-επιλογών και μια πληθώρα ανούσιων κλεισιμάτων της ιστορίας.

Όσο και αν η μόδα τελευταία προστάζει για επιλογές του παίκτη και τις ανάλογες επιπτώσεις αυτών, το Beyond κατάφερε να αποτύχει με τα χέρια ψηλά και στις δύο πιθανές πορείες που θα μπορούσε να έχει αυτό το χαρακτηριστικό. Αφενός γιατί σαν σενάριο δεν χρειαζόταν εξ αρχής αυτές τις επιλογές, κι αφετέρου, γιατί εφόσον προσέθεσε αυτό το στοιχείο, το έκανε με εντελώς λάθος τρόπο. Μια καλή ιστορία έχει την αρχή, τη μέση και το τέλος που οραματίστηκε ο συγγραφέας της. Εκτός και αν όλα τα βιβλία γράφονταν με λάθος τρόπο τόσα χρόνια και το αντιλαμβανόμαστε όλοι εμείς σήμερα. Δεν είναι όλα τα παιχνίδια ίδια, κι ένα πετυχημένο τέχνασμα δεν σημαίνει ότι ταιριάζει στα πάντα.

Από τη στιγμή, όμως, που αποφασίστηκε, και κυρίως, διαφημίστηκε, ότι ο παίκτης θα παίρνει την τύχη στα χέρια του και οι επιλογές του θα έχουν αντίκτυπο στην ιστορία, έπρεπε τουλάχιστον να το κάνει σωστά. Κάτι που δεν συνέβη ποτέ, με την έκβαση κάθε σκηνής να είναι φανερά προδιαγεγραμμένη. Ήταν πασιφανές στο πρώτο playthrough, και πόσο μάλλον δε, στο δεύτερο. Δεν είναι σκοπός μας να νουθετήσουμε τον Cage ή να τιμωρήσουμε την μεγαλοστομία του, αλλά ακόμα κι αν παραβλέψουμε την ασυνέπεια των λεγόμενών του, δεν μπορούμε να μη δεχτούμε ότι αυτό που παρέδωσε δεν λειτουργεί σωστά. Όπως εξακολουθεί να μη λειτούργει σωστά και η κίνηση στο σύνολό της. Ορίστε, να δυο καλά παραδείγματα του τι θα μπορούσε να διορθωθεί ώστε να έχει, ένα κάποιο νόημα, η επανακυκλοφορία του τίτλου. Αλλά ποιος κάθεται τώρα να σχεδιάζει πράγματα από την αρχή…

Κάπου εδώ θα πρέπει να αναφερθούμε και στο επιπλέον υλικό που έχει προστεθεί σε αυτή την έκδοση. Δηλαδή, την επιλογή να παίξουμε την ιστορία με την χρονολογική σειρά που συμβαίνουν τα γεγονότα, καθώς και το έξτρα “κεφάλαιο” Enhanced Experiments, καθαρά και μόνο για τυπικούς λόγους, όμως, καθώς, ειδικά το δεύτερο δεν έχει κάτι να προσφέρει, ούτε στην ιστορία, αλλά ούτε και στο gameplay. Δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα κομμάτι της εκπαίδευσης της Jodie στη DPA, όπου καλούμαστε να λύσουμε -με τη βοήθεια του Aiden- κάποιους γρίφους περιβάλλοντος μέσα σε τριάντα λεπτά. Το επίπεδο των γρίφων είναι στην καλύτερη περίπτωση αστείο, η περιορισμένη εμβέλεια στην περιστροφή της κάμερας και η ανελεύθερη κίνηση της Jodie εγείρουν εκνευρισμό, ενώ η προφανής ομοιότητα του περιβάλλοντος με τα εργαστήρια της Aperture προκαλεί (κι αν όχι, θα έπρεπε) ντροπή.

Επιστρέφοντας στις σκέψεις της εισαγωγής λοιπόν, η PS4 έκδοση του Beyond: Two Souls δεν έχει να προσθέσει τίποτα που να δικαιολογεί την εκ νέου αγορά. Ναι, υπάρχει οπτική βελτίωση, αλλά πόση μπορεί να είναι αυτή όταν έχουν περάσει μόνο δύο χρόνια και το παιχνίδι έδειχνε υπέροχο εξ αρχής; Ναι, βελτιώθηκαν κάποια textures στο background, φωτίστηκε λίγο καλύτερα, “λειάνθηκαν κάποιες γωνίες”, έφτασε τα “πολυθρύλητα” 1080p, αλλά και πάλι, χρειάστηκε να βάλουμε και τις δύο εκδόσεις δίπλα-δίπλα για να καταλάβουμε διαφορά. Εκτός κι αν κάποιος θεωρεί κίνητρο αγοράς το να ακούει ήχους από το DualShock 4, να δει τα κεφάλαια με τη χρονολογική σειρά τους ή θέλει τόσο πολύ να παίξει για δεκαπέντε λεπτά ένα mini game που μοιάζει με ένα Portal που έχει μεθύσει.

Όσοι βέβαια δεν έπαιξαν το παιχνίδι στην προηγούμενη γενιά, έχουν κάθε λόγο να το κάνουν τώρα. Γιατί παρά τα όποια μειονεκτήματά του, παραμένει μια δυνατή, και σε σημεία τολμηρή ιστορία, που οδηγεί στα άκρα τα συναισθήματα του παίκτη, ακόμη κι αν κάποιες φορές δείχνει να τα εκβιάζει. Παραμένει ένα μαγευτικό βιωματικό ταξίδι, με καλοκουρδισμένη ροή, ταλαντούχους -και όχι απλά γνωστούς- ηθοποιούς, καθώς και μεγάλη ποικιλία στα περιβάλλοντα και το gameplay του -όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό. Μια σπάνια gaming εμπειρία, κι ένα ψηφιακό roadtrip που κατάφερε να μας αγγίξει ξανά, έστω και μόλις δύο χρονιά μετά την αρχική του κυκλοφορία.

Exit mobile version