Όχι μόνο ξεχνάμε τα 60 fps, αλλά αρχίζουμε να αναπολούμε τα 30…
Όσοι είχατε την τύχη να δοκιμάσετε το Just Cause 2, πιθανότατα θυμάστε πως το παιχνίδι θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως “παιδική χαρά”, όπου χειριζόμενοι τον Rico σπέρναμε τον πανικό στο Panau με τη χρήση ακροβατικών και ελιγμών που αψηφούσαν τους νόμους της φυσικής αλλά και της λογικής. Η ιστορία ήταν ανούσια, αλλά ο βαθμός διασκέδασης τεράστιος, ο τεχνολογικός τομέας απόλυτα εντυπωσιακός και η open world προσέγγιση ταίριαζε γάντι στις πολύωρες περιηγήσεις μας -πάντα με βασικό βοηθό τον αναντικατάστατο γάντζο μας.
Η παραπάνω ανάμνηση ήταν αρκετή για να μας δημιουργήσει μία σχετική ανυπομονησία για τη νέα περιπέτεια του Rico, την οποία λογικό ήταν να περιμένουμε πως θα ήταν εμπλουτισμένη σε όλους τους τομείς λόγω του τριετούς κύκλου ανάπτυξης, αλλά και της αυξημένης δύναμης που προσφέρει η τρέχουσα γενιά συστημάτων. Η αλήθεια είναι ότι κρατούσαμε και ένα σχετικά μικρό καλάθι, καθώς η ομάδα ανάπτυξης δεν είναι η ίδια με αυτήν των προηγούμενων Just Cause. Μπορεί στους τίτλους αρχής να εμφανίζεται το λογότυπο της Avalanche Studios, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για τη θυγατρική εταιρία, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, και όχι για το ιδρυτικό σκέλος, με έδρα τη Σουηδία, που μας έφερε το πρόσφατο Mad Max. Το μικρό καλάθι που κρατούσαμε τελικά αποδείχθηκε πως ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε. Για να μην σας μπερδεύουμε με το… μέγεθος του καλαθιού, με λίγα λόγια το Just Cause 3 είναι μία μεγάλη απογοήτευση, που αποτελεί ένα εξίσου μεγάλο πισωγύρισμα για τη σειρά. Οι περισσότερες από τις συνιστώσες που απαρτίζουν το τρίπτυχο του ήχου, των γραφικών και του gameplay είτε έμειναν προσκολλημένες στο παρελθόν, χωρίς ίχνος βελτίωσης, είτε χειροτέρεψαν.

“Όπως και στο προηγούμενο Just Cause έτσι κι εδώ υπάρχουν διάσπαρτες πόλεις και στρατόπεδα που έχετε τη δυνατότητα να απελευθερώσετε. Για να το καταφέρετε αυτό, θα χρειαστεί να καταστρέψετε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις.”
Ακόμα και στο θέμα του σεναρίου, ένας τομέας όπου τα Just Cause αγνοούσαν επιδεικτικά, η Avalanche Studios καταφέρνει με έναν μαγικό τρόπο να δίνει την εντύπωση ότι είναι υποδεέστερο των προηγουμένων. Σε σημεία το σενάριο φαίνεται να προσπαθεί να είναι απλά κωμικό, ενώ αλλού παίρνει μάλλον στα σοβαρά τον εαυτό του, με ορισμένες δραματικές πινελιές, αν και ευτυχώς ελάχιστες. Η ιστορία του Just Cause 3 αφορά στην επιστροφή του Rico στη γενέτειρά του, το Medici, ένα φανταστικό μεσογειακό νησί, το οποίο διοικεί με αυταρχισμό και βία ο δικτάτορας Di Ravello. Όπως είναι φυσικό, ο Rico, ως “ειδικός στην απομάκρυνση δικτατόρων”, θα επιχειρήσει να ρίξει την δικτατορία και να απελευθερώσει το Medici. Οι συναναστροφές με φίλιους χαρακτήρες -και ιδίως με τον παιδικό του φίλο, Mario- είναι παντελώς αδιάφορες και οποιαδήποτε προσπάθεια χτισίματος σχέσεων αποτυγχάνει παταγωδώς.
Κοινοτυπίες, σοβαροφάνειες και κρύα αστεία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σενάριο του νέου Just Cause. Δεδομένου, όμως, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα “άμυαλο” action παιχνίδι, αυτή η αρνητική νότα του σεναρίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πταίσμα, αν τελικά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία έφταναν έστω το επίπεδο του Just Cause 2. Τελικά, όμως, το ανούσιο σενάριο αποτελεί το μικρότερο από τα προβλήματα του παιχνιδιού. Δε θα μας πείραζε η συνοδευτική χροιά του σεναρίου αν οι κεντρικές αποστολές ήταν σχεδιασμένες με φαντασία και δημιουργημένες με γνώμονα τις εξωπραγματικές ικανότητες του Rico. Όμως εδώ κι αν κάνει πισωγύρισμα η σειρά. Συνολικά, το παιχνίδι περιέχει όλες κι όλες 25 αποστολές, εκ των οποίων η πλειοψηφία τους απαιτεί την προστασία ορισμένων φίλιων χαρακτήρων, με ανύπαρκτη A.I., ενώ πολλές από τις αποστολές απλά επαναλαμβάνονται κατά γράμμα δύο και τρεις φορές.

“Για άλλη μία φορά ο γρηγορότερος και πιο άμεσος τρόπος μετακίνησης έρχεται από το συνδυασμό γάντζου και αλεξίπτωτου, επιτρέποντας στον Rico να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις.”
Οι αμφιβολίες μας για την ποιότητα των κεντρικών αποστολών δημιουργήθηκαν ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά ενασχόλησης, όπου πριν καλά καλά τελειώσει το tutorial, το παιχνίδι μάς εμφάνισε ως objective την προστασία του Mario. Μέσα σε ένα λεπτό και πριν προλάβουμε καν να δούμε τον Mario, οδηγηθήκαμε στην οθόνη του fail, καθώς ο Mario είχε ήδη σκοτωθεί. Οι στιγμές αυτές όπου η κατάσταση της επιτυχίας ή αποτυχίας ξεφεύγει από τον έλεγχό μας μπορεί να μην είναι πολλές, αλλά είναι αρκετές ώστε να αποτελέσουν μία σημαντική ένδειξη της δουλειάς που έγινε στο sequel.
Το Just Cause 2 μπορεί να μην είχε πολλές κεντρικές αποστολές, αλλά τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές ήταν αξιομνημόνευτες, όπως η επίσκεψή μας σε ένα ιπτάμενο club ή η προσπάθεια απενεργοποίησης πυραύλων που βρίσκονταν ήδη σε τροχιά. Εδώ η πλειοψηφία των αποστολών ζητάει είτε τη συνοδεία κάποιου οχήματος είτε την άμυνα κάποιας βάσης ενάντια σε επαναλαμβανόμενα κύματα εχθρών. Όταν λέμε επαναλαμβανόμενα, το εννοούμε με την πλήρη έννοια της λέξεως, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που τα κύματα των εχθρών είχαν ακριβώς τους ίδιους αριθμούς και σχηματισμούς. Για παράδειγμα, στην ίδια αποστολή θα δείτε 4-5 φορές να έρχονται τέσσερα ελικόπτερα ακριβώς στον ίδιο σχηματισμό, ακριβώς από το ίδιο σημείο του χάρτη.

“Η δράση γενικά είναι άκρως προβληματική καθώς πολύ σύντομα θα διαπιστώσετε ότι η εξόντωση των εχθρών είναι μία αρκετά κουραστική και ανούσια υπόθεση, πρώτον γιατί τα όπλα έχουν πολύ αδύναμη αίσθηση και δεύτερον γιατί όσους εχθρούς και να σκοτώσετε, σχεδόν πάντα θα εμφανίζονται κι άλλοι ως δια μαγείας.”
Στο σύνολο των 25 αποστολών υπάρχουν πολύ λίγες στιγμές -και αυτές με ελάχιστη διάρκεια- που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες του Rico, όπως η προσπάθειά μας να μεταφερόμαστε στον αέρα μεταξύ αεροσκαφών. Όμως, αυτές οι στιγμές δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό, σε ένα campaign του οποίου οι αποστολές είναι από τις πλέον κοινότυπες και αδιάφορες που έχουμε δει σε open world παιχνίδι τα τελευταία χρόνια. Η ιδανική κορύφωση στο campaign έρχεται με ένα boss fight που υπάρχει απλά για να υπάρχει, το οποίο κλείνει την περιπέτεια του Rico με τον πλέον απότομο τρόπο.