Τουλάχιστον, οι ιδιαίτερες ικανότητες του Rico επιστρέφουν εμπλουτισμένες και παραμένουν όσο διασκεδαστικές τις θυμάστε από το Just Cause 2. Ο γάντζος, φυσικά, αποτελεί το βασικό εξάρτημα του Rico, ικανό να του δίνει την απαραίτητη ώθηση ώστε να βρίσκεται ταχύτατα στην εκάστοτε επιφάνεια που έχει γαντζωθεί. Αυτή η ικανότητα επιτρέπει μεγάλη ελευθερία κινήσεων, ιδίως όταν συνδυαστεί με το ανεξάντλητο απόθεμα αλεξιπτώτων. Για άλλη μία φορά ο γρηγορότερος και πιο άμεσος τρόπος μετακίνησης έρχεται από το συνδυασμό γάντζου και αλεξίπτωτου, επιτρέποντας στον Rico να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις, αρκεί να υπάρχει κάποια επιφάνεια ώστε να τραβηχτεί με τον γάντζο του ενώ βρίσκεται στον αέρα με το αλεξίπτωτο. Ωραία προσθήκη και άκρως ιδανική για τη φύση του παιχνιδιού αποτελεί το wingsuit, που παίρνει στις αρχές του παιχνιδιού ο Rico, και αποτελεί μία μορφή τεχνητών φτερών που του επιτρέπουν να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις πετώντας.
Όπως και στο προηγούμενο παιχνίδι, έτσι και εδώ ο γάντζος έχει την επιπλέον δυνατότητα του δεσίματος κάθε λογής αντικειμένων, επιφανειών ή ανθρώπων. Αυτή η δυνατότητα επιστρέφει εμπλουτισμένη, καθώς πλέον με το πάτημα ενός κουμπιού έχετε τη δυνατότητα να τραβήξετε μεταξύ τους τα δεμένα αντικείμενα. Αυτή η τεχνική οδηγεί σε διασκεδαστικό πειραματισμό και απολαυστική καταστροφή διαφόρων εγκαταστάσεων. Όμως, αυτές οι καλοδεχούμενες προσθήκες δεν αποτελούν ικανά στοιχεία επάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί ένα sequel, πολύ περισσότερο δε, όταν η δομή των αποστολών αξιοποιεί ελάχιστα όχι μόνο αυτές τις καινούριες ικανότητες, αλλά έστω και αυτές που ήδη είχε ο Rico. Δυστυχώς, οι ακροβατικές δεξιοτεχνίες του Rico αποτελούν τελικά το μοναδικό θετικό κομμάτι του Just Cause 3.

“Στο σύνολο των 25 αποστολών υπάρχουν πολύ λίγες στιγμές -και αυτές με ελάχιστη διάρκεια- που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες του Rico, όπως η προσπάθειά μας να μεταφερόμαστε στον αέρα μεταξύ αεροσκαφών.”
Η οδήγηση αποτελεί ένα από τα αδιάφορα κομμάτια του παιχνιδιού, όπου τα αυτοκίνητα και οι μηχανές δείχνουν αρκετά αφύσικες στο χειρισμό τους και παραπέμπουν σε παλιότερες εποχές open world παιχνιδιών. Το πιθανότερο είναι πως θα καταφύγετε στην οδήγηση μόνο αν επιδοθείτε στα διάφορα challenges που χρησιμοποιούν επίγεια οχήματα. Μιλώντας για τα challenges, αποτελούν ουσιαστικά διάφορες δοκιμασίες, χωρισμένες σε κατηγορίες ανάλογα με τις ικανότητες του Rico. Στα challenges θα λάβετε μέρος στους συνήθεις αγώνες ταχύτητας με επίγεια και υπέργεια οχήματα, θα χρειαστεί να ανατινάξετε όσες εχθρικές κατασκευές μπορείτε σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα πετάξετε με το wingsuit σε ιδιαίτερα απαιτητικές διαδρομές κ.λπ. Τα challenges ξεπερνούν τα 100 και αποτελούν τη μοναδική δίοδο για την αναβάθμιση του εξοπλισμού και των ικανοτήτων του Rico. Όμως, αυτές οι δοκιμασίες δεν προσφέρουν κάποια έκπληξη, είναι ιδιαίτερα προβλέψιμες και τελικά θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως ένα τέχνασμα επιμήκυνσης της διάρκειας του τίτλου.
Πολλές από τις δοκιμασίες δε θα λέγαμε ότι είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικές, ενώ ο μεγάλος βαθμός πρόκλησης για την επίτευξη της υψηλότερης δυνατής βαθμολογίας σημαίνει πως σε πολλές περιπτώσεις απαιτούνται πολλές επαναλήψεις ώστε να αντεπεξέλθετε, κάτι που μας φέρνει στο σημαντικότερο πρόβλημα του Just Cause 3. Με λίγα λόγια, ήρθε η ώρα να αναφερθούμε στον άκρως προβληματικό τεχνικό τομέα. Όση καλή θέληση και αν έχει κάποιος για να επαναλάβει ορισμένα challenges για την επίτευξη της μέγιστης βαθμολογίας, δύσκολα θα μπορέσει να ξεπεράσει τον σκόπελο των loadings. Ακόμα και σε challenges που μπορεί να κάνουμε restart επιτόπου, ώστε απλά να επανεμφανιστούμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, το loading μπορεί να κρατήσει τουλάχιστον 10 δευτερόλεπτα (το τονίζουμε, το λιγότερο) ενώ αρκετές φορές μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και το ένα λεπτό.

“Η ιστορία του Just Cause 3 αφορά στην επιστροφή του Rico στη γενέτειρά του, το Medici, ένα φανταστικό μεσογειακό νησί, το οποίο διοικεί με αυταρχισμό και βία ο δικτάτορας Di Ravello.”
Οι οθόνες του loading σε αυτό το παιχνίδι είναι γενικά κάτι που θα συναντάτε πολύ συχνά. Loading υπάρχει παντού: στο fast travel, στις επαναλήψεις των challenges, στο φόρτωμα των cutscenes, στο τελείωμα των cutscenes κ.λπ. Σε αρκετές τραγελαφικές περιπτώσεις μετά το τέλος μίας cutscenes, έπρεπε να περιμένουμε 10 δευτερόλεπτα για να πάρουμε τον έλεγχο του χαρακτήρα, για να κάνουμε 10 βήματα, ώστε να περιμένουμε άλλα 10 δευτερόλεπτα για το φόρτωμα της επόμενης cutscene κ.λπ. Ο κάκιστος τεχνικός τομέας όμως δεν σταματάει εδώ, καθώς το Just Cause 3 έχει πιθανότητα τη χειρότερη επίδοση που έχουμε δει σε αυτήν τη γενιά συστημάτων, τουλάχιστον όσον αφορά την έκδοση του Xbox One, επάνω στην οποία βασίστηκε η παρούσα κριτική. Το frame rate πραγματικά πασχίζει συνεχώς να κρατηθεί στα 30 καρέ ενώ πολύ συχνά πέφτει κάτω από τα 20.
Αυτό το ανεβοκατέβασμα της ανανέωσης των καρέ είναι τόσο συχνό, που νοιώθαμε μεγάλη ανακούφιση όταν σε σημεία καταφέρναμε να λάβουμε μέρος σε δράση με ομαλότητα, έστω και για λίγο. Η κατάσταση χειροτερεύει σημαντικά όταν βρεθούμε σε μεγάλα πεδία μαχών και κάνουμε το λάθος να εκτοξεύσουμε περισσότερους πυραύλους από όσους αντέχει το παιχνίδι. Εξαιρουμένων των υπολοίπων στοιχείων του παιχνιδιού, οι επιδόσεις του Just Cause 3 στην παρούσα κατάσταση είναι σε τόσο κακό επίπεδο, που αποτελούν ικανό στοιχείο για να αποθαρρύνουν οποιονδήποτε από την απόκτηση του τίτλου, τουλάχιστον έως ότου κάποιο patch ομαλοποιήσει το frame rate (μιλάμε πάντα για την έκδοση του Xbox One, καθώς δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό -και αν- υπάρχει αυτό το πρόβλημα στα PS4 και PC).

Αυτή η έντονα προβληματική φύση του παιχνιδιού δημιουργεί περισσότερες απορίες, αναλογιζόμενοι πως οπτικά το Just Cause 3 δεν προσφέρει κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Καθαρά τεχνικά, το GTA V δείχνει πιο εντυπωσιακό όσον αφορά στη λεπτομέρεια του περιβάλλοντος, την κινητικότητα που επικρατεί, αλλά και την A.I. Ειδικά όσον αφορά στο τελευταίο, η περίπτωση του Just Cause θυμίζει παιχνίδι της προηγούμενης δεκαετίας. Ουσιαστικά, η A.I. είναι ανύπαρκτη και η ποικιλία των εχθρικών animations μετρημένη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι εχθροί πολύ συχνά απλά στέκονται ακίνητοι, δεν ψάχνουν ποτέ κάλυψη και το μόνο εξεζητημένο animation που θα δείτε είναι όταν καμιά φορά πηδήξουν αψυχολόγητα πάνω από το καπό κάποιου αυτοκινήτου.
Η δράση γενικά είναι άκρως προβληματική καθώς πολύ σύντομα θα διαπιστώσετε ότι η εξόντωση των εχθρών είναι μία αρκετά κουραστική και ανούσια υπόθεση, πρώτον γιατί τα όπλα έχουν πολύ αδύναμη αίσθηση και δεύτερον γιατί όσους εχθρούς και να σκοτώσετε, σχεδόν πάντα θα εμφανίζονται κι άλλοι ως δια μαγείας. Είναι πραγματικά απαράδεκτο σε παιχνίδι αυτής της δεκαετίας να βλέπουμε εχθρούς να εμφανίζονται στην κυριολεξία από το πουθενά, στα δύο μέτρα πίσω από την πλάτη μας. Τελειώνοντας με τα τεχνικά προβλήματα του τίτλου θα πρέπει να αναφέρουμε πως στην εικοσάωρη –περίπου- ενασχόλησή μας, το Just Cause “κράσαρε” τέσσερις φορές, ενώ μία φορά το loading δεν τελείωσε ποτέ, δημιουργώντας ένα ρεκόρ “κρασαρισμάτων” στις κονσόλες, τουλάχιστον όσον αφορά την εμπειρία του γράφοντος.