Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και για το χάρτη του παιχνιδιού. Για άλλη μία φορά έχουμε ένα open world παιχνίδι όπου το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε για τον χάρτη του είναι η τεράστια έκτασή του (αν μπορούμε πλέον να το θεωρούμε κάτι τέτοιο θετικό). Εάν ο Νίκος Πλωμαριτέλης. είχε ασχοληθεί με το Just Cause 3, είμαι σίγουρος ότι στο άρθρο του “Σκέψεις – Open World” αντί για τον χάρτη του Παρισιού θα ήταν αυτός του Medici που θα φιγούραρε στην κεντρική εικόνα. “Όταν μετράει μόνο το μέγεθος” είναι ο υπότιτλος του εν λόγω άρθρου. Δε θα μπορούσε να είναι ιδανικότερος για την περιγραφή του Medici.
Ας εξηγήσουμε γιατί το λέμε αυτό. Όπως και στο προηγούμενο Just Cause έτσι κι εδώ υπάρχουν διάσπαρτες πόλεις και στρατόπεδα που έχετε τη δυνατότητα να απελευθερώσετε. Για να το καταφέρετε αυτό, θα χρειαστεί να καταστρέψετε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, πάντα βολικά χρωματισμένες με έντονο κόκκινο. Συνολικά υπάρχουν τρία είδη περιοχών προς απελευθέρωση ή κατάκτηση. Τα χωριά/πόλεις, μικρά στρατόπεδα και οι μεγάλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις.

Αυτά τα τρία είδη επαναλαμβάνονται σε βαθμό… κακουργήματος. Χωρίς υπερβολή, στις αρχές του παιχνιδιού βλέπαμε και ξαναβλέπαμε το χάρτη για να σιγουρευτούμε ότι δεν προσπαθούμε να απελευθερώσουμε την ίδια πόλη που είχαμε απελευθερώσει μισή ώρα πριν, καθώς η αρχιτεκτονική των περισσοτέρων είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Τα κτίσματα δείχνουν να έχουν τοποθετηθεί με την εξεζητημένη τεχνική του copy-paste και τα στοιχεία του περιβάλλοντος που πρέπει να καταστρέψουμε είναι τα ίδια και απαράλλαχτα από το πρώτο στρατόπεδο μέχρι το τελευταίο. Χωρίς υπερβολή, απελευθερώνοντας ή κατακτώντας μία περιοχή από κάθε είδος που αναφέραμε παραπάνω, σημαίνει ουσιαστικά ότι έχετε δει το 90% των εγκαταστάσεων που δύναται να καταστρέψετε στη συνολική διάρκεια του παιχνιδιού.
Όσο διασκεδαστική και αν είναι αυτή η καταστροφή (διασκεδαστική σε περίπτωση που το frame rate είναι με το μέρος σας), πόσο να κρατηθεί το ενδιαφέρον όταν θα πρέπει να απελευθερώσετε άλλη μία βάση για νιοστή φορά, καταστρέφοντας τις ίδιες και τις ίδιες κατασκευές εν μέσω μίας… λοβοτομημένης A.I., που δεν σταματάει να διακτινίζεται τριγύρω σας; Το δίχως άλλο, το Just Cause 3 είναι ένα ακόμα open world παιχνίδι ικανό να σας κρατήσει για 40-50 ώρες αν θελήσετε να ολοκληρώσετε τα πάντα, η διάρκεια του οποίου όμως θα έπεφτε στις 10 ώρες αν αφαιρούσαμε το υλικό που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.

“Ο γάντζος, φυσικά, αποτελεί το βασικό εξάρτημα του Rico, ικανό να του δίνει την απαραίτητη ώθηση ώστε να βρίσκεται ταχύτατα στην εκάστοτε επιφάνεια που έχει γαντζωθεί.”
Εν τέλει, το νέο κεφάλαιο της σειράς δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να φτάσει τις προσδοκίες μας. Όχι πως περιμέναμε κάποιο αριστούργημα, αλλά τουλάχιστον ελπίζαμε σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι στα πρότυπα του Just Cause 2. Ως έχει, το νέο πόνημα της Avalanche Studios μαστίζεται από κάθε λογής προβλήματα, τόσο τεχνικά όσο και από θέμα περιεχομένου. Ίσως αυτή η κριτική να μην ήταν τόσο αυστηρή εάν το frame rate και τα loading times δεν αποτελούσαν δύο σημαντικά αγκάθια στην ενασχόλησή μας. Άλλωστε, είναι πιθανό αυτά τα προβλήματα να αμβλυνθούν με μελλοντικά patches. Όμως, εμείς δε γίνεται παρά να γράψουμε την κριτική μας βασισιζόμενοι επάνω στην εμπειρία που είχαμε με την έκδοση του παιχνιδιού όπως αυτή πωλείται αυτήν την στιγμή στα καταστήματα.
Ακόμα, όμως, και αν λάβουμε υπόψη πως κάποια από τα τεχνικά προβλήματα θα εξαλειφθούν αργότερα ή πως δεν υφίστανται στον ίδιο βαθμό στις εκδόσεις των PS4 και PC, το Just Cause 3 δεν παύει να έχει σημαντικά θέματα στο περιεχόμενό του. Για να συνοψίσουμε, οι κύριες αποστολές είναι απελπιστικά αδιάφορες, τα challenges δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο και η απελευθέρωση των οικισμών προξενεί ένα έντονο αίσθημα déjà vu ήδη από την πρώτη ώρα ενασχόλησης. Δυστυχώς, το Just Cause 3 περιέχει την πλειονότητα των προβλημάτων που φέρνουν πλέον μαζί τους τα open world παιχνίδια, ενώ δεν έχει παρά ελάχιστα από εκείνα τα στοιχεία που επωφελούνται από το συγκεκριμένο είδος.
To review βασίστηκε στην Xbox One έκδοση του παιχνιδιού.