Όχι μόνο ξεχνάμε τα 60 fps, αλλά αρχίζουμε να αναπολούμε τα 30…
Όσοι είχατε την τύχη να δοκιμάσετε το Just Cause 2, πιθανότατα θυμάστε πως το παιχνίδι θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως “παιδική χαρά”, όπου χειριζόμενοι τον Rico σπέρναμε τον πανικό στο Panau με τη χρήση ακροβατικών και ελιγμών που αψηφούσαν τους νόμους της φυσικής αλλά και της λογικής. Η ιστορία ήταν ανούσια, αλλά ο βαθμός διασκέδασης τεράστιος, ο τεχνολογικός τομέας απόλυτα εντυπωσιακός και η open world προσέγγιση ταίριαζε γάντι στις πολύωρες περιηγήσεις μας -πάντα με βασικό βοηθό τον αναντικατάστατο γάντζο μας.
Η παραπάνω ανάμνηση ήταν αρκετή για να μας δημιουργήσει μία σχετική ανυπομονησία για τη νέα περιπέτεια του Rico, την οποία λογικό ήταν να περιμένουμε πως θα ήταν εμπλουτισμένη σε όλους τους τομείς λόγω του τριετούς κύκλου ανάπτυξης, αλλά και της αυξημένης δύναμης που προσφέρει η τρέχουσα γενιά συστημάτων. Η αλήθεια είναι ότι κρατούσαμε και ένα σχετικά μικρό καλάθι, καθώς η ομάδα ανάπτυξης δεν είναι η ίδια με αυτήν των προηγούμενων Just Cause. Μπορεί στους τίτλους αρχής να εμφανίζεται το λογότυπο της Avalanche Studios, αλλά στην προκειμένη περίπτωση μιλάμε για τη θυγατρική εταιρία, που εδρεύει στη Νέα Υόρκη, και όχι για το ιδρυτικό σκέλος, με έδρα τη Σουηδία, που μας έφερε το πρόσφατο Mad Max. Το μικρό καλάθι που κρατούσαμε τελικά αποδείχθηκε πως ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό,τι θα έπρεπε. Για να μην σας μπερδεύουμε με το… μέγεθος του καλαθιού, με λίγα λόγια το Just Cause 3 είναι μία μεγάλη απογοήτευση, που αποτελεί ένα εξίσου μεγάλο πισωγύρισμα για τη σειρά. Οι περισσότερες από τις συνιστώσες που απαρτίζουν το τρίπτυχο του ήχου, των γραφικών και του gameplay είτε έμειναν προσκολλημένες στο παρελθόν, χωρίς ίχνος βελτίωσης, είτε χειροτέρεψαν.
“Όπως και στο προηγούμενο Just Cause έτσι κι εδώ υπάρχουν διάσπαρτες πόλεις και στρατόπεδα που έχετε τη δυνατότητα να απελευθερώσετε. Για να το καταφέρετε αυτό, θα χρειαστεί να καταστρέψετε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις.”
Ακόμα και στο θέμα του σεναρίου, ένας τομέας όπου τα Just Cause αγνοούσαν επιδεικτικά, η Avalanche Studios καταφέρνει με έναν μαγικό τρόπο να δίνει την εντύπωση ότι είναι υποδεέστερο των προηγουμένων. Σε σημεία το σενάριο φαίνεται να προσπαθεί να είναι απλά κωμικό, ενώ αλλού παίρνει μάλλον στα σοβαρά τον εαυτό του, με ορισμένες δραματικές πινελιές, αν και ευτυχώς ελάχιστες. Η ιστορία του Just Cause 3 αφορά στην επιστροφή του Rico στη γενέτειρά του, το Medici, ένα φανταστικό μεσογειακό νησί, το οποίο διοικεί με αυταρχισμό και βία ο δικτάτορας Di Ravello. Όπως είναι φυσικό, ο Rico, ως “ειδικός στην απομάκρυνση δικτατόρων”, θα επιχειρήσει να ρίξει την δικτατορία και να απελευθερώσει το Medici. Οι συναναστροφές με φίλιους χαρακτήρες -και ιδίως με τον παιδικό του φίλο, Mario- είναι παντελώς αδιάφορες και οποιαδήποτε προσπάθεια χτισίματος σχέσεων αποτυγχάνει παταγωδώς.
Κοινοτυπίες, σοβαροφάνειες και κρύα αστεία είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σενάριο του νέου Just Cause. Δεδομένου, όμως, ότι έχουμε να κάνουμε με ένα “άμυαλο” action παιχνίδι, αυτή η αρνητική νότα του σεναρίου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένα πταίσμα, αν τελικά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία έφταναν έστω το επίπεδο του Just Cause 2. Τελικά, όμως, το ανούσιο σενάριο αποτελεί το μικρότερο από τα προβλήματα του παιχνιδιού. Δε θα μας πείραζε η συνοδευτική χροιά του σεναρίου αν οι κεντρικές αποστολές ήταν σχεδιασμένες με φαντασία και δημιουργημένες με γνώμονα τις εξωπραγματικές ικανότητες του Rico. Όμως εδώ κι αν κάνει πισωγύρισμα η σειρά. Συνολικά, το παιχνίδι περιέχει όλες κι όλες 25 αποστολές, εκ των οποίων η πλειοψηφία τους απαιτεί την προστασία ορισμένων φίλιων χαρακτήρων, με ανύπαρκτη A.I., ενώ πολλές από τις αποστολές απλά επαναλαμβάνονται κατά γράμμα δύο και τρεις φορές.
“Για άλλη μία φορά ο γρηγορότερος και πιο άμεσος τρόπος μετακίνησης έρχεται από το συνδυασμό γάντζου και αλεξίπτωτου, επιτρέποντας στον Rico να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις.”
Οι αμφιβολίες μας για την ποιότητα των κεντρικών αποστολών δημιουργήθηκαν ήδη από τα πρώτα πέντε λεπτά ενασχόλησης, όπου πριν καλά καλά τελειώσει το tutorial, το παιχνίδι μάς εμφάνισε ως objective την προστασία του Mario. Μέσα σε ένα λεπτό και πριν προλάβουμε καν να δούμε τον Mario, οδηγηθήκαμε στην οθόνη του fail, καθώς ο Mario είχε ήδη σκοτωθεί. Οι στιγμές αυτές όπου η κατάσταση της επιτυχίας ή αποτυχίας ξεφεύγει από τον έλεγχό μας μπορεί να μην είναι πολλές, αλλά είναι αρκετές ώστε να αποτελέσουν μία σημαντική ένδειξη της δουλειάς που έγινε στο sequel.
Το Just Cause 2 μπορεί να μην είχε πολλές κεντρικές αποστολές, αλλά τουλάχιστον οι περισσότερες από αυτές ήταν αξιομνημόνευτες, όπως η επίσκεψή μας σε ένα ιπτάμενο club ή η προσπάθεια απενεργοποίησης πυραύλων που βρίσκονταν ήδη σε τροχιά. Εδώ η πλειοψηφία των αποστολών ζητάει είτε τη συνοδεία κάποιου οχήματος είτε την άμυνα κάποιας βάσης ενάντια σε επαναλαμβανόμενα κύματα εχθρών. Όταν λέμε επαναλαμβανόμενα, το εννοούμε με την πλήρη έννοια της λέξεως, καθώς δεν ήταν λίγες οι φορές που τα κύματα των εχθρών είχαν ακριβώς τους ίδιους αριθμούς και σχηματισμούς. Για παράδειγμα, στην ίδια αποστολή θα δείτε 4-5 φορές να έρχονται τέσσερα ελικόπτερα ακριβώς στον ίδιο σχηματισμό, ακριβώς από το ίδιο σημείο του χάρτη.
“Η δράση γενικά είναι άκρως προβληματική καθώς πολύ σύντομα θα διαπιστώσετε ότι η εξόντωση των εχθρών είναι μία αρκετά κουραστική και ανούσια υπόθεση, πρώτον γιατί τα όπλα έχουν πολύ αδύναμη αίσθηση και δεύτερον γιατί όσους εχθρούς και να σκοτώσετε, σχεδόν πάντα θα εμφανίζονται κι άλλοι ως δια μαγείας.”
Στο σύνολο των 25 αποστολών υπάρχουν πολύ λίγες στιγμές -και αυτές με ελάχιστη διάρκεια- που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες του Rico, όπως η προσπάθειά μας να μεταφερόμαστε στον αέρα μεταξύ αεροσκαφών. Όμως, αυτές οι στιγμές δεν είναι παρά μια σταγόνα στον ωκεανό, σε ένα campaign του οποίου οι αποστολές είναι από τις πλέον κοινότυπες και αδιάφορες που έχουμε δει σε open world παιχνίδι τα τελευταία χρόνια. Η ιδανική κορύφωση στο campaign έρχεται με ένα boss fight που υπάρχει απλά για να υπάρχει, το οποίο κλείνει την περιπέτεια του Rico με τον πλέον απότομο τρόπο.
Τουλάχιστον, οι ιδιαίτερες ικανότητες του Rico επιστρέφουν εμπλουτισμένες και παραμένουν όσο διασκεδαστικές τις θυμάστε από το Just Cause 2. Ο γάντζος, φυσικά, αποτελεί το βασικό εξάρτημα του Rico, ικανό να του δίνει την απαραίτητη ώθηση ώστε να βρίσκεται ταχύτατα στην εκάστοτε επιφάνεια που έχει γαντζωθεί. Αυτή η ικανότητα επιτρέπει μεγάλη ελευθερία κινήσεων, ιδίως όταν συνδυαστεί με το ανεξάντλητο απόθεμα αλεξιπτώτων. Για άλλη μία φορά ο γρηγορότερος και πιο άμεσος τρόπος μετακίνησης έρχεται από το συνδυασμό γάντζου και αλεξίπτωτου, επιτρέποντας στον Rico να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις, αρκεί να υπάρχει κάποια επιφάνεια ώστε να τραβηχτεί με τον γάντζο του ενώ βρίσκεται στον αέρα με το αλεξίπτωτο. Ωραία προσθήκη και άκρως ιδανική για τη φύση του παιχνιδιού αποτελεί το wingsuit, που παίρνει στις αρχές του παιχνιδιού ο Rico, και αποτελεί μία μορφή τεχνητών φτερών που του επιτρέπουν να καλύπτει μεγάλες αποστάσεις πετώντας.
Όπως και στο προηγούμενο παιχνίδι, έτσι και εδώ ο γάντζος έχει την επιπλέον δυνατότητα του δεσίματος κάθε λογής αντικειμένων, επιφανειών ή ανθρώπων. Αυτή η δυνατότητα επιστρέφει εμπλουτισμένη, καθώς πλέον με το πάτημα ενός κουμπιού έχετε τη δυνατότητα να τραβήξετε μεταξύ τους τα δεμένα αντικείμενα. Αυτή η τεχνική οδηγεί σε διασκεδαστικό πειραματισμό και απολαυστική καταστροφή διαφόρων εγκαταστάσεων. Όμως, αυτές οι καλοδεχούμενες προσθήκες δεν αποτελούν ικανά στοιχεία επάνω στα οποία μπορεί να χτιστεί ένα sequel, πολύ περισσότερο δε, όταν η δομή των αποστολών αξιοποιεί ελάχιστα όχι μόνο αυτές τις καινούριες ικανότητες, αλλά έστω και αυτές που ήδη είχε ο Rico. Δυστυχώς, οι ακροβατικές δεξιοτεχνίες του Rico αποτελούν τελικά το μοναδικό θετικό κομμάτι του Just Cause 3.
“Στο σύνολο των 25 αποστολών υπάρχουν πολύ λίγες στιγμές -και αυτές με ελάχιστη διάρκεια- που να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαίτερες ικανότητες του Rico, όπως η προσπάθειά μας να μεταφερόμαστε στον αέρα μεταξύ αεροσκαφών.”
Η οδήγηση αποτελεί ένα από τα αδιάφορα κομμάτια του παιχνιδιού, όπου τα αυτοκίνητα και οι μηχανές δείχνουν αρκετά αφύσικες στο χειρισμό τους και παραπέμπουν σε παλιότερες εποχές open world παιχνιδιών. Το πιθανότερο είναι πως θα καταφύγετε στην οδήγηση μόνο αν επιδοθείτε στα διάφορα challenges που χρησιμοποιούν επίγεια οχήματα. Μιλώντας για τα challenges, αποτελούν ουσιαστικά διάφορες δοκιμασίες, χωρισμένες σε κατηγορίες ανάλογα με τις ικανότητες του Rico. Στα challenges θα λάβετε μέρος στους συνήθεις αγώνες ταχύτητας με επίγεια και υπέργεια οχήματα, θα χρειαστεί να ανατινάξετε όσες εχθρικές κατασκευές μπορείτε σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, θα πετάξετε με το wingsuit σε ιδιαίτερα απαιτητικές διαδρομές κ.λπ. Τα challenges ξεπερνούν τα 100 και αποτελούν τη μοναδική δίοδο για την αναβάθμιση του εξοπλισμού και των ικανοτήτων του Rico. Όμως, αυτές οι δοκιμασίες δεν προσφέρουν κάποια έκπληξη, είναι ιδιαίτερα προβλέψιμες και τελικά θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν ως ένα τέχνασμα επιμήκυνσης της διάρκειας του τίτλου.
Πολλές από τις δοκιμασίες δε θα λέγαμε ότι είναι ιδιαίτερα διασκεδαστικές, ενώ ο μεγάλος βαθμός πρόκλησης για την επίτευξη της υψηλότερης δυνατής βαθμολογίας σημαίνει πως σε πολλές περιπτώσεις απαιτούνται πολλές επαναλήψεις ώστε να αντεπεξέλθετε, κάτι που μας φέρνει στο σημαντικότερο πρόβλημα του Just Cause 3. Με λίγα λόγια, ήρθε η ώρα να αναφερθούμε στον άκρως προβληματικό τεχνικό τομέα. Όση καλή θέληση και αν έχει κάποιος για να επαναλάβει ορισμένα challenges για την επίτευξη της μέγιστης βαθμολογίας, δύσκολα θα μπορέσει να ξεπεράσει τον σκόπελο των loadings. Ακόμα και σε challenges που μπορεί να κάνουμε restart επιτόπου, ώστε απλά να επανεμφανιστούμε στο ίδιο ακριβώς σημείο, το loading μπορεί να κρατήσει τουλάχιστον 10 δευτερόλεπτα (το τονίζουμε, το λιγότερο) ενώ αρκετές φορές μπορεί να ξεπεράσει ακόμα και το ένα λεπτό.
“Η ιστορία του Just Cause 3 αφορά στην επιστροφή του Rico στη γενέτειρά του, το Medici, ένα φανταστικό μεσογειακό νησί, το οποίο διοικεί με αυταρχισμό και βία ο δικτάτορας Di Ravello.”
Οι οθόνες του loading σε αυτό το παιχνίδι είναι γενικά κάτι που θα συναντάτε πολύ συχνά. Loading υπάρχει παντού: στο fast travel, στις επαναλήψεις των challenges, στο φόρτωμα των cutscenes, στο τελείωμα των cutscenes κ.λπ. Σε αρκετές τραγελαφικές περιπτώσεις μετά το τέλος μίας cutscenes, έπρεπε να περιμένουμε 10 δευτερόλεπτα για να πάρουμε τον έλεγχο του χαρακτήρα, για να κάνουμε 10 βήματα, ώστε να περιμένουμε άλλα 10 δευτερόλεπτα για το φόρτωμα της επόμενης cutscene κ.λπ. Ο κάκιστος τεχνικός τομέας όμως δεν σταματάει εδώ, καθώς το Just Cause 3 έχει πιθανότητα τη χειρότερη επίδοση που έχουμε δει σε αυτήν τη γενιά συστημάτων, τουλάχιστον όσον αφορά την έκδοση του Xbox One, επάνω στην οποία βασίστηκε η παρούσα κριτική. Το frame rate πραγματικά πασχίζει συνεχώς να κρατηθεί στα 30 καρέ ενώ πολύ συχνά πέφτει κάτω από τα 20.
Αυτό το ανεβοκατέβασμα της ανανέωσης των καρέ είναι τόσο συχνό, που νοιώθαμε μεγάλη ανακούφιση όταν σε σημεία καταφέρναμε να λάβουμε μέρος σε δράση με ομαλότητα, έστω και για λίγο. Η κατάσταση χειροτερεύει σημαντικά όταν βρεθούμε σε μεγάλα πεδία μαχών και κάνουμε το λάθος να εκτοξεύσουμε περισσότερους πυραύλους από όσους αντέχει το παιχνίδι. Εξαιρουμένων των υπολοίπων στοιχείων του παιχνιδιού, οι επιδόσεις του Just Cause 3 στην παρούσα κατάσταση είναι σε τόσο κακό επίπεδο, που αποτελούν ικανό στοιχείο για να αποθαρρύνουν οποιονδήποτε από την απόκτηση του τίτλου, τουλάχιστον έως ότου κάποιο patch ομαλοποιήσει το frame rate (μιλάμε πάντα για την έκδοση του Xbox One, καθώς δεν γνωρίζουμε σε τι βαθμό -και αν- υπάρχει αυτό το πρόβλημα στα PS4 και PC).
Αυτή η έντονα προβληματική φύση του παιχνιδιού δημιουργεί περισσότερες απορίες, αναλογιζόμενοι πως οπτικά το Just Cause 3 δεν προσφέρει κάτι το ιδιαίτερα εντυπωσιακό. Καθαρά τεχνικά, το GTA V δείχνει πιο εντυπωσιακό όσον αφορά στη λεπτομέρεια του περιβάλλοντος, την κινητικότητα που επικρατεί, αλλά και την A.I. Ειδικά όσον αφορά στο τελευταίο, η περίπτωση του Just Cause θυμίζει παιχνίδι της προηγούμενης δεκαετίας. Ουσιαστικά, η A.I. είναι ανύπαρκτη και η ποικιλία των εχθρικών animations μετρημένη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Οι εχθροί πολύ συχνά απλά στέκονται ακίνητοι, δεν ψάχνουν ποτέ κάλυψη και το μόνο εξεζητημένο animation που θα δείτε είναι όταν καμιά φορά πηδήξουν αψυχολόγητα πάνω από το καπό κάποιου αυτοκινήτου.
Η δράση γενικά είναι άκρως προβληματική καθώς πολύ σύντομα θα διαπιστώσετε ότι η εξόντωση των εχθρών είναι μία αρκετά κουραστική και ανούσια υπόθεση, πρώτον γιατί τα όπλα έχουν πολύ αδύναμη αίσθηση και δεύτερον γιατί όσους εχθρούς και να σκοτώσετε, σχεδόν πάντα θα εμφανίζονται κι άλλοι ως δια μαγείας. Είναι πραγματικά απαράδεκτο σε παιχνίδι αυτής της δεκαετίας να βλέπουμε εχθρούς να εμφανίζονται στην κυριολεξία από το πουθενά, στα δύο μέτρα πίσω από την πλάτη μας. Τελειώνοντας με τα τεχνικά προβλήματα του τίτλου θα πρέπει να αναφέρουμε πως στην εικοσάωρη –περίπου- ενασχόλησή μας, το Just Cause “κράσαρε” τέσσερις φορές, ενώ μία φορά το loading δεν τελείωσε ποτέ, δημιουργώντας ένα ρεκόρ “κρασαρισμάτων” στις κονσόλες, τουλάχιστον όσον αφορά την εμπειρία του γράφοντος.
Ειδική αναφορά θα πρέπει να γίνει και για το χάρτη του παιχνιδιού. Για άλλη μία φορά έχουμε ένα open world παιχνίδι όπου το μόνο θετικό που μπορούμε να πούμε για τον χάρτη του είναι η τεράστια έκτασή του (αν μπορούμε πλέον να το θεωρούμε κάτι τέτοιο θετικό). Εάν ο Νίκος Πλωμαριτέλης. είχε ασχοληθεί με το Just Cause 3, είμαι σίγουρος ότι στο άρθρο του “Σκέψεις – Open World” αντί για τον χάρτη του Παρισιού θα ήταν αυτός του Medici που θα φιγούραρε στην κεντρική εικόνα. “Όταν μετράει μόνο το μέγεθος” είναι ο υπότιτλος του εν λόγω άρθρου. Δε θα μπορούσε να είναι ιδανικότερος για την περιγραφή του Medici.
Ας εξηγήσουμε γιατί το λέμε αυτό. Όπως και στο προηγούμενο Just Cause έτσι κι εδώ υπάρχουν διάσπαρτες πόλεις και στρατόπεδα που έχετε τη δυνατότητα να απελευθερώσετε. Για να το καταφέρετε αυτό, θα χρειαστεί να καταστρέψετε συγκεκριμένες εγκαταστάσεις, πάντα βολικά χρωματισμένες με έντονο κόκκινο. Συνολικά υπάρχουν τρία είδη περιοχών προς απελευθέρωση ή κατάκτηση. Τα χωριά/πόλεις, μικρά στρατόπεδα και οι μεγάλες στρατιωτικές εγκαταστάσεις.
Αυτά τα τρία είδη επαναλαμβάνονται σε βαθμό… κακουργήματος. Χωρίς υπερβολή, στις αρχές του παιχνιδιού βλέπαμε και ξαναβλέπαμε το χάρτη για να σιγουρευτούμε ότι δεν προσπαθούμε να απελευθερώσουμε την ίδια πόλη που είχαμε απελευθερώσει μισή ώρα πριν, καθώς η αρχιτεκτονική των περισσοτέρων είναι σχεδόν πανομοιότυπη. Τα κτίσματα δείχνουν να έχουν τοποθετηθεί με την εξεζητημένη τεχνική του copy-paste και τα στοιχεία του περιβάλλοντος που πρέπει να καταστρέψουμε είναι τα ίδια και απαράλλαχτα από το πρώτο στρατόπεδο μέχρι το τελευταίο. Χωρίς υπερβολή, απελευθερώνοντας ή κατακτώντας μία περιοχή από κάθε είδος που αναφέραμε παραπάνω, σημαίνει ουσιαστικά ότι έχετε δει το 90% των εγκαταστάσεων που δύναται να καταστρέψετε στη συνολική διάρκεια του παιχνιδιού.
Όσο διασκεδαστική και αν είναι αυτή η καταστροφή (διασκεδαστική σε περίπτωση που το frame rate είναι με το μέρος σας), πόσο να κρατηθεί το ενδιαφέρον όταν θα πρέπει να απελευθερώσετε άλλη μία βάση για νιοστή φορά, καταστρέφοντας τις ίδιες και τις ίδιες κατασκευές εν μέσω μίας… λοβοτομημένης A.I., που δεν σταματάει να διακτινίζεται τριγύρω σας; Το δίχως άλλο, το Just Cause 3 είναι ένα ακόμα open world παιχνίδι ικανό να σας κρατήσει για 40-50 ώρες αν θελήσετε να ολοκληρώσετε τα πάντα, η διάρκεια του οποίου όμως θα έπεφτε στις 10 ώρες αν αφαιρούσαμε το υλικό που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά.
“Ο γάντζος, φυσικά, αποτελεί το βασικό εξάρτημα του Rico, ικανό να του δίνει την απαραίτητη ώθηση ώστε να βρίσκεται ταχύτατα στην εκάστοτε επιφάνεια που έχει γαντζωθεί.”
Εν τέλει, το νέο κεφάλαιο της σειράς δεν καταφέρνει ούτε στο ελάχιστο να φτάσει τις προσδοκίες μας. Όχι πως περιμέναμε κάποιο αριστούργημα, αλλά τουλάχιστον ελπίζαμε σε ένα διασκεδαστικό παιχνίδι στα πρότυπα του Just Cause 2. Ως έχει, το νέο πόνημα της Avalanche Studios μαστίζεται από κάθε λογής προβλήματα, τόσο τεχνικά όσο και από θέμα περιεχομένου. Ίσως αυτή η κριτική να μην ήταν τόσο αυστηρή εάν το frame rate και τα loading times δεν αποτελούσαν δύο σημαντικά αγκάθια στην ενασχόλησή μας. Άλλωστε, είναι πιθανό αυτά τα προβλήματα να αμβλυνθούν με μελλοντικά patches. Όμως, εμείς δε γίνεται παρά να γράψουμε την κριτική μας βασισιζόμενοι επάνω στην εμπειρία που είχαμε με την έκδοση του παιχνιδιού όπως αυτή πωλείται αυτήν την στιγμή στα καταστήματα.
Ακόμα, όμως, και αν λάβουμε υπόψη πως κάποια από τα τεχνικά προβλήματα θα εξαλειφθούν αργότερα ή πως δεν υφίστανται στον ίδιο βαθμό στις εκδόσεις των PS4 και PC, το Just Cause 3 δεν παύει να έχει σημαντικά θέματα στο περιεχόμενό του. Για να συνοψίσουμε, οι κύριες αποστολές είναι απελπιστικά αδιάφορες, τα challenges δεν προσφέρουν τίποτα το ιδιαίτερο και η απελευθέρωση των οικισμών προξενεί ένα έντονο αίσθημα déjà vu ήδη από την πρώτη ώρα ενασχόλησης. Δυστυχώς, το Just Cause 3 περιέχει την πλειονότητα των προβλημάτων που φέρνουν πλέον μαζί τους τα open world παιχνίδια, ενώ δεν έχει παρά ελάχιστα από εκείνα τα στοιχεία που επωφελούνται από το συγκεκριμένο είδος.
To review βασίστηκε στην Xbox One έκδοση του παιχνιδιού.