Το άρρωστο setting του παιχνιδιού και η διαρκής ανασφάλεια του παίκτη υποστηρίζεται και από διάφορα άλλα τεχνάσματα. Το κλείδωμα των πορτών που μόλις πέρασες, η δυναμική διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής και των χρωμάτων των δωματίων που εξερευνάς (εξαφανίζονται και αλλάζουν θέση διαρκώς τα αντικείμενα) ο θρήνος της μάνας, το κλάμα ενός ανήλικου, ο «χορός» των αρουραίων του σπιτιού, το χολωμένο περπάτημα του ζωγράφου, τα χαρακτηριστικό «κρατς» πάνω σε σπασμένα γυαλιά, είναι η γαρνιτούρα που ολοκληρώνει τον πανικό. Τέλος, το γεγονός πως τίποτα (ή σχεδόν τίποτα) δε σε σκοτώνει στο παιχνίδι και το συναπάντημα με κάθε jump scare είναι μοναδικό, κατά τη γνώμη μας λειτουργεί καταλυτικά, μιας και προσθέτει πόντους, αθροιστικά, στο panic meter του καθενός. Η επαναφορά στις εργοστασιακές ρυθμίσεις γίνεται πια όταν κλείσουμε το παιχνίδι.
Ο τίτλος, όσο προχωράνε τα chapters, γίνεται όλο και πιο ψυχεδελικός και περίεργος. Ανακαλύπτοντας σιγά σιγά τα πιο σκοτεινά μυστικά της ψυχολογικής κατάρρευσης του ήρωα, φτάνει σε τέτοια επίπεδα η αλλοίωση της «πραγματικότητας», που δημιουργεί εικόνες τόσο παράδοξες και αλλόκοτες, που οπτικά χάνεται η μπάλα. Με την καλή έννοια. Αποκυήματα της φαντασίας ενός φρενοβλαβούς, κρυμμένοι συμβολισμοί, παιχνίδι των δημιουργών με το μυαλό του παίκτη. Δε ξέρουμε υπό την επήρεια τι λογής ψυχοτρόπων φαρμάκων ήταν όταν τα σχεδίαζαν, αλλά το σκοπό τους τον πετυχαίνουν. Σε υποβάλλουν και κοιτάς σαν (τρομαγμένος) χαζός κάποιες από τις πιο πρωτότυπες δημιουργικά εικόνες που έχουμε δει σε παιχνίδι.

Παικτικά δεν έχει να πει πολλά το παιχνίδι, αφού επί της ουσίας είναι ένα walking simulator (και simulator ανοίγματος ντουλαπιών και συρταριών), ενώ δεν έχει κάποιους γρίφους, που θα ζορίζουν τον παίκτη. Η αλήθεια είναι πως θα θέλαμε να είχε λίγο πιο απαιτητικά Puzzles, μιας και θα θέλαμε να τσεκάρουμε την πνευματική μας διαύγεια υπό το καθεστώς του φόβου και της ψυχολογικής πίεσης που ασκεί η ατμόσφαιρα του παιχνιδιού. Ίσωςν βέβαια, το να κοντοσταθούμε και να ασχοληθούμε με puzzles, να μας αποξένωνε λίγο από το κλίμα του παιχνιδιού, οπότε μπορεί να είναι και καλό που δεν υπάρχουν. Δεν έχουμε ξεκάθαρη άποψη. Γενικάν από τα εκατοντάδες δωμάτια που θα εξερευνήσετε, τα περισσότερα λειτουργούν σαν σκαλοπάτια ανεβάσματος κάποιου τελικού κοψοχολιάσματος, ενώ σε κάποια άλλα θα πρέπει να είστε απλά παρατηρητικοί να για να “triggar-ετε” ένα scripted event (μπορεί να είναι το άνοιγμα ενός διακόπτη, το κοίταγμα ενός πίνακα, το διάβασμα ενός σημειώματος κ.α), που συνήθως ανοίγει την επόμενη πόρτα για να συνεχίσετε την εξερεύνηση.
Η διήγηση της ιστορίας και η κατανόηση του τι πήγε στραβά στη ζωή του ζωγράφου δίνεται μέσα από κειμενάκια (εφημερίδες, γράμματα, σημειώματα), από τη διεπαφή με διάφορα αντικείμενα και, φυσικά, από τις δυνατές εικόνες της φαντασίας του, που αποτελούν την εφιαλτική διακόσμηση αυτού του ιδιόρρυθμου σπιτιού. Τα γραφικά, η επιλογή των χρωμάτων, η λεπτομέρεια του σχεδιασμού του σπιτιού και η αποτύπωση όλων αυτών των αλλόκοτων εικόνων που θα δείτε, είναι εξαιρετική και ιδιαίτερα λεπτομερής, με την εναρμονισμένη μουσική για ένα τέτοιο concept να κάνει πολύ καλά τη δουλειά της, επιτείνοντας και ενισχύοντας την όλη αίσθηση φόβου και ανασφάλειας.
Μοναδικό μελανό σημείο, το voice acting, και ιδιαιτέρως αυτό του ζωγράφου, όπου επιλογή δε μας φάνηκε αρκετά ταιριαστή. Και φτάνουμε πάλι στο ίδιο σημείο. Πώς βαθμολογείς ένα παιχνίδι, που δεν είναι παιχνίδι; Εφόσον τεχνικά δεν αντιμετωπίσαμε κάποιο πρόβλημα, τότε θα κριθεί για αυτό που ήθελε να προσφέρει. Να μας τρομάξει. Και αυτό όχι απλά το καταφέρνει, αλλά το κάνει εμφατικά και με στυλ. Θα κάνει πολλούς παλικαράδες να «βάλουν τα κλάμματα». Μη τον παίξετε το βράδυ μόνοι, μην κλείσετε τα φώτα, μη βάλετε ακουστικά. Βασικάν κάντε τα όλα αυτά, αλλά «μην κοιτάξετε πίσω». Για κανένα λόγο!
Διαβάστε επίσης



