Το Cloverfield του J.J. Abrams ήταν μία ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη. Ο Matt Reeves μεταχειριζόταν άρτια την τεχνοτροπία του mockumentary και την πάντρευε ιδανικά με τη monster movie θεματική. Η ροή της ήταν πολύ καλή, από την αρχή έως το τέλος, δίχως κοιλιές και με αρκετές εντυπωσιακές σκηνές, στις απαραίτητες δόσεις, ώστε να μη γίνει ένα CGI υπερθέαμα. Ως εκ τούτου, όταν μάθαμε για το 10 Cloverfield Lane, δημιουργήθηκε κατευθείαν το αίσθημα της αναμονής. Η επιστροφή σε ένα καλοφτιαγμένο monster movie με γερές βάσεις (όχι lore, αλλά σκηνοθεσίας και έντασης) είναι αν μη τι άλλο μία ελκυστική πρόταση.
Τα ψιλά γράμματα αυτής της παραγωγής, βέβαια, ήταν ότι το σενάριό της αρχικά αφορούσε μία εντελώς διαφορετική ταινία, που ουδεμία σχέση είχε με το Cloverfield. Μάλιστα, ο αρχικός τίτλος ήταν The Cellar (Το Κελάρι). Αργότερα, με την ευφάνταστη δικαιολογία του “παρόμοιου σεναριακού DNΑ μεταξύ του Cloverfield και Cellar”, αποφασίστηκε η μετονομασία του Cellar σε 10 Cloverfield Lane, δίνοντάς του μία σημαντική διαφημιστική ώθηση μέσω της σύνδεσής του με το δημοφιλές Cloverfield. Για να μην μακρηγορούμε, όσοι περιμένουν να δουν ένα πραγματικό sequel του Cloverfield θα απογοητευθούν. Η ταινία έχει ελάχιστες συνδέσεις με το Cloverfield και -ούτε λίγο ούτε πολύ- μιλάμε για διαφορετικού ύφους παραγωγή.
Αφήνοντας, λοιπόν, στην άκρη ότι έχουμε έναν κάπως παραπλανητικό τίτλο, τελικά είναι το 10 Cloverfield Lane μία καλή ταινία; Δυστυχώς κλίνουμε δίχως πολύ σκέψη προς το όχι. Το 10 Cloverfield έχει σοβαρές διακυμάνσεις στην ποιότητά του, που τελικά χαλάνε τη συνολική εμπειρία του θεατή. Η αρχική θετική εικόνα παραμένει σταθερή την πρώτη ώρα, έπειτα σημειώνει μερική πτώση και τελικά το τελευταίο τέταρτο κατρακυλάει ξέφρενα προς την απογοήτευση, γκρεμίζοντας την όποια μυστηριακή ατμόσφαιρα είχε χτίσει.
Όσοι έχετε δει το trailer, ξέρετε τι να περιμένετε από τη γενικότερη τροπή της ιστορίας -αν και κρύβει ορισμένα χαρτιά. Η ταινία μπαίνει σχεδόν κατευθείαν στο “ψητό”, όταν η Μισέλ χάσει τις αισθήσεις της μετά από ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα στην ύπαιθρο. Θα ξυπνήσει σε ένα υπόγειο καταφύγιο, όπου μαζί με άλλους δύο συγκατοίκους θα μάθει ότι μία χημική επίθεση έχει αφανίσει το μεγαλύτερο μέρους του πληθυσμού της Αμερικής. Ο εξωτερικός κίνδυνος, όμως, δεν είναι ο μόνος. Ο Χάουαρντ, ο ιδιοκτήτης του καταφυγίου, είναι ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, που από τη μία επαληθεύεται για τις συνομωσιολογίες του για μία επικείμενη επίθεση, από την άλλη όμως φαίνεται έντονα ότι είναι μία προσωπικότητα με ψυχικά θεματάκια, έτοιμη να εκραγεί. Η ταινία περιστρέφεται γύρω από τις ισορροπίες των τριών συγκατοίκων (ο τρίτος της παρέας είναι αρκετά αδιάφορος σαν χαρακτήρας) και της έντασης που κυριαρχεί στη συμβίωσή τους.
Το μεγαλύτερο μέρος του 10 Cloverfield Lane λαμβάνει χώρα στο καταφύγιο, όπου κυριαρχεί μία καλοφτιαγμένη, τεταμένη ατμόσφαιρα, με λεπτές ισορροπίες. Αυτό το στάδιο της ταινίας παρακολουθείται αρκετά άνετα, δημιουργώντας καλές δόσεις σασπένς αλλά και προσδοκίες για μία έντονη κατάληξη. Συνεχώς περνάνε σκέψεις από το θεατή για την πραγματική φύση του Χάουαρντ, αλλά και για τη φύση του κινδύνου που περιφέρεται στον έξω κόσμο (άλλωστε το όνομα “Cloverfield” υπάρχει στον τίτλο). Η σεναριακή ανταμοιβή για αυτό το χτίσιμο είναι τελικά κάτω των προσδοκιών. Το τελευταίο μέρος της ταινίας καταλήγει σε ένα τετριμμένο ημίμετρο, που μπορεί να θέλει να θεωρηθεί ως “αναπάντεχο”, όμως δεν παύει να στερείται εμπνεύσεως. Για να μη μιλήσουμε για το τελευταίο δεκαπεντάλεπτο, που δείχνει εκτός τόπου και χρόνου, προσπαθώντας να θέσει τις βάσεις για ένα sequel με έναν από τους πιο άχαρους τρόπους που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια στον κινηματογράφο.
Η πραγματική αξία της ταινίας βρίσκεται στους πρωταγωνιστές της και ιδίως στον John Goodman, στο ρόλο του θερμοκέφαλου Χάουαρντ. Οι παραγωγοί του 10 Cloverfield Lane θα πρέπει να αισθάνονται πολύ τυχεροί με την προσθήκη ενός ηθοποιού αυτού του βεληνεκούς, που καταφέρνει να δώσει πνοή στην ταινία. Ο John Goodman υποδύεται το χαρακτήρα του με απόλυτη φυσικότητα και κάθε πλάνο στο οποίο είναι μέσα, είναι πραγματικά απολαυστικό. Οι μορφασμοί του, η γλώσσα του σώματος και η εξαιρετική απόδοση των κειμένων αποτελούν έναν από τους βασικούς λόγους που δεν φύγαμε απολύτως απογοητευμένοι από την αίθουσα.
Το δεύτερο ατού της ταινίας είναι η παρουσία της γλυκύτατης και ταλαντούχας Mary Elizabeth Winstead, η οποία αποδίδει πειστικότατα το χαρακτήρα ενός ατόμου που προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της σε ένα ημι-εχθρικό περιβάλλον. Ο John Gallagher Jr. ως Έμετ (ο τρίτος της παρέας), είναι ένας αρκετά αδιάφορος χαρακτήρας και φαίνεται σαν να υπάρχει για την ανάγκη επίλυσης κάποιων plot points. Δυστυχώς, η βεβιασμένη προσπάθεια για σεναριακή σύνδεση με το Cloverfield δείχνει να πλήττει σημαντικά το 10 Cloverfield Lane.
Αν και ξεκινάει βάζοντας ορισμένες γερές βάσεις για τη δημιουργία αγωνίας και μυστηρίου, τελικά η κατάληξή του είναι πραγματικά απογοητευτική, αφήνοντας μία πικρή γεύση. Μπορεί ο John Goodman να είναι ένα δυνατό χαρτί, συνοδευόμενος από την ιδιαίτερα συμπαθητική και δυναμική Elizabeth Winstead, όμως το 10 Cloverfield Lane δεν παύει να έχει σημαντικά σεναριακά και δομικά προβλήματα, τα οποία δείχνουν το άσχημο πρόσωπό τους στην κατάληξη της ιστορίας, στο σημείο της ταινίας δηλαδή που θα έπρεπε να έχει δοθεί η μεγαλύτερη προσοχή.