Ζούμε σε μία κινηματογραφική εποχή που αναμφίβολα προσφέρει μέγιστη χαρά στους απανταχού φαν των αμερικάνικων κόμικ. Από τη μία το ανάλαφρο και “αθώο” Marvel Universe, τεράστιο σε έκταση και με συνεχή εμπλουτισμό, από την άλλη το franchise του πιο σοβαρού X-Men, που όλο φαίνεται ότι μας τελειώνει, αλλά όλο και βρίσκει τρόπους να δώσει ταινίες που βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ reboot και sequel. Τώρα ήρθε η σειρά της DC να μας φέρει στο δικό της cinematic universe, το οποίο φαίνεται ξεκάθαρα ότι θα ακολουθήσει μία σκοτεινή και άκρως δυσοίωνη διαδρομή, με ήρωες που δεν φοβάται να τους τσαλακώσει ψυχικά και σωματικά.
Το Batman v Superman: Dawn of Justice αποτελεί ουσιαστικά την εισαγωγή στο σύμπαν της DC. Φυσικά, το Man of Steel προϋπήρχε, αλλά εδώ έχουμε πλέον τις πρώτες ουσιαστικές ενδείξεις για τη σύσταση και το μέλλον αυτού του σύμπαντος. Η νέα ταινία του Zack Snyder μάς δίνει εξαρχής το λόγο της διαμάχης μεταξύ Batman και Superman. Μέσα από μία ιδιαίτερα καλογυρισμένη σεκάνς θα δούμε τον Bruce Wayne να γίνεται μάρτυρας του χαμού δεκάδων εργαζομένων εν μέσω της μάχης μεταξύ Superman και General Zod. Είναι ενδιαφέρον και αληθοφανές να βλέπουμε μία ταινία να καταπιάνεται με τις παράπλευρες απώλειες που προκύπτουν αναπόφευκτα από τις –ορισμένες φορές αυτοαποκαλούμενες- ηρωικές προσπάθειες. Δεν μπορούμε να πιστέψουμε ότι όταν οι Avengers ισοπεδώνουν κτήρια και εγκαταστάσεις δεν πέφτει ούτε μία σταγόνα αίματος, αλλά η Marvel έχει αποφασίσει να μην αμαυρώσει την εικόνα των ηρώων της.
Για την υπόθεση δεν χρειάζεται να πούμε πολλά, άλλωστε για αυτό προνόησαν οι αυθεντίες του marketing, που αποφάσισαν να δείξουν ουσιαστικά όλες τις εκπλήξεις και τη ροή της ιστορίας μέσω των trailers τους. Λες και η ύπαρξη των Superman και Batman στην ίδια ταινία δεν ήταν αρκετή για να οδηγήσει σωρηδόν τον κόσμο προς τις αίθουσες, ήταν ανάγκη να καταστρέψουν αρκετές σκηνές, οι οποίες θα έκαναν πολύ μεγαλύτερη εντύπωση αν δεν είχαν ήδη “μαρτυρηθεί”.
Εκ των πραγμάτων δεν έχουμε να πούμε πολλά, βέβαια, καθώς ο Zack Snyder αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι αποτελεί έναν σκηνοθέτη βαθύτατα επικεντρωμένο στην επιβλητικότητα των πλάνων και της φωτογραφίας εις βάρος της ανάπτυξης χαρακτήρων και της υπόθεσης. Τουλάχιστον ως προς το πρώτο, πιστεύουμε ότι η δουλειά του ήταν αρκετά ανώτερη σε σχέση με το αφόρητα κουραστικό Man of Steel. Εδώ ο Snyder μεταφέρει ορισμένες ιδιαίτερα εντυπωσιακές σκηνές και υποβλητικά πλάνα, ικανά να δημιουργήσουν ρίγη. Φυσικά, η αγαπημένη του τεχνική του slow-motion δηλώνει παρούσα, αν και αυτή τη φορά τη χρησιμοποιεί με φειδώ (για τα δεδομένα του σκηνοθέτη). Η συγκεκριμένη τεχνική είναι καλύτερα υλοποιημένη σε σχέση με το Man of Steel, εντείνοντας εύστοχα τη δραματοποίηση ορισμένων σκηνών, χωρίς να λείπουν όμως ορισμένα σημεία όπου η χρήση της φαίνεται να γίνεται μόνο και μόνο επειδή είναι απλά “cool”.
Τα εντυπωσιακά πλάνα συνοδεύονται από ένα εξαιρετικό soundtrack, που προέρχεται από την αναπάντεχη συνεργασία των Hans Zimmer και Junkie XL. Το άκουσμα των επιβλητικών θεμάτων δημιουργεί την αίσθηση ότι δεν σταματάει ούτε στιγμή σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, προσφέροντας ορισμένες έντονα πομπώδεις ορχηστικές συνθέσεις, που εντείνουν την αίσθηση της παρακολούθησης συμβάντων βιβλικών διαστάσεων. Αρκεί να πούμε ότι τα κομμάτια που ακούγονται δίνουν την εντύπωση ότι θα βρίσκονταν στο στοιχείο τους σε ένα παιχνίδι όπως το God of War. Με λίγα λόγια, η μουσική ταιριάζει απόλυτα και συνάδει καταλυτικά στη δημιουργία σκοτεινού και επικού ύφους. Για να συνοψίσουμε, το θέμα της σκηνοθεσίας και φωτογραφίας είναι χάρμα οφθαλμών, τουλάχιστον προς όσους αρέσει το ύφος του Zack Snyder.
Αλλά ας περάσουμε τώρα στα κομμάτια όπου η ταινία αποτυγχάνει, αν και όχι πανηγυρικά, όπως είχε γίνει στο Man of Steel. Για άλλη μία φορά οι σεναριογράφοι επιμένουν να μη δώσουν την απαραίτητη βαρύτητα στους διαλόγους και τις διάφορες επεξηγήσεις. Ως αποτέλεσμα, από τη μία πλευρά έχουμε μία ρεαλιστική προσέγγιση -τηρουμένων των αναλογιών- και από την άλλη έχουμε ορισμένες –τουλάχιστον- αφελείς εξελίξεις, που δείχνουν να υπάρχουν απλά και μόνο για να προχωρήσει η υπόθεση. Μικρά spoilers: Για παράδειγμα, η αναμενόμενη συμφιλίωση των Batman και Superman έρχεται με τον πλέον άκομψο τρόπο. Σε όλη την ταινία καλλιεργείται η εντύπωση ότι ο Batman τρέφει ένα τεράστιο μίσος για τον Superman, ελέω των καταστροφών που έχουν δημιουργηθεί έμμεσα ή άμεσα από τις πράξεις του. Δεν έχει σημασία αν αυτή η αντίληψη του Batman είναι σωστή ή όχι, καθώς το θέμα είναι ότι βρίσκεται βαθιά ριζωμένη μέσα του.
Τελικά δεν αρκεί παρά μία μόνο ατάκα του Superman, όχι μόνο για να αλλάξει την αντιμετώπιση που έχει στον παντοδύναμο ήρωα, αλλά και να αναπτύξει αυτοστιγμεί φιλικά συναισθήματα. Η ίδια αφέλεια παρατηρείται και στους στόχους που έχει ο Lex Luthor, οι οποίοι δεν γίνονται σχεδόν ποτέ εμφανείς. Απλά θέλει να καταστρέψει τον Superman επειδή είναι πανίσχυρος. Τι θα κερδίσει από αυτό, δεν γνωρίζουμε. Ακόμα και αν δεχτούμε την έλλειψη βαθύτερων λόγων, βάση της εκκεντρικότητας του χαρακτήρα, τότε η απόφασή του να δημιουργήσει τον Doomsday, ένα ακόμα πιο δυνατό ον το οποίο δεν έχει υπό τις διαταγές του, είναι πολύ απλά αδιέξοδη και παράλογη. Τέλος των spoilers.
Σε γενικές γραμμές, η ταινία επικεντρώνεται στο θέαμα, που βρίσκεται σε πολύ καλό επίπεδο αλλά ξεχνάει την πολύ ουσιαστική συνιστώσα του σεναριακού περιεχομένου, που θα μας επιτρέψει να επενδύσουμε χρόνο σε χαρακτήρες ικανούς να μας μεταφέρουν με ικανοποιητικό τρόπο τους λόγους των πράξεών τους αλλά και των “δαιμόνων” τους. Άλλωστε, η DC είναι αυτή που διάλεξε να αποφύγει το δρόμο της ανάλαφρης και χιουμοριστικής superhero ταινίας (α λα Avengers) και να επιλέξει το δυσκολότερο δρόμο του σοβαρού και πιο ενήλικου ύφους. Όμως, σε αυτό το δρόμο εκτός από θέαμα χρειάζεται και επένδυση στο σενάριο, κάτι το οποίο δυστυχώς υπολείπεται στο Batman v Superman. Είναι κρίμα, γιατί τους βασικούς ηθοποιούς τους έχει. Ο Henry Cavil συνεχίζει να είναι ιδανικός για το ρόλο του Superman, αλλά και Ben Affleck δείχνει πολύ καλός ως Bruce Wayne, καταρρίπτοντας τις όποιες αμφιβολίες είχαμε κατά την αρχική ανακοίνωση του ηθοποιού. Ως Batman κάνει εξίσου καλή δουλειά, αλλά πιστεύουμε πως ο Michael Keaton παραμένει αξεπέραστος με τη στολή του Σκοτεινού Ιππότη. Τουλάχιστον ο Ben Affleck είναι αρκετά καλός στο διττό του ρόλο, ώστε η σύγκριση των ηθοποιών που υποδύθηκαν τον εν λόγω ήρωα να είναι πλέον θέμα υποκειμενικό και όχι αντικειμενικό.
Η Gal Gadot ως Wonder Woman έχει την κατάλληλη δυναμική παρουσία, αν και η είσοδός της (εντυπωσιακότατη είναι η αλήθεια) γίνεται τόσο απότομα, που δεν της δίνεται καθόλου χρόνος να “αναπνεύσει”. Είναι ένας χαρακτήρας που γνωρίζουν καλύτερα οι φαν των κόμικ και ελάχιστα όσοι δεν ασχολούνται με αυτά και έτσι πλήττεται σημαντικά από την μηδαμινή επεξήγηση της ιστορίας της ως ηρωίδα υπεράνθρωπων δυνάμεων. Ο Jesse Eisenberg, ως Lex Luthor, μας άφησε ανάμεικτα συναισθήματα. Ο ηθοποιός δείχνει να αποτελεί μία καλή επιλογή για το συγκεκριμένο villain, αλλά σε πολλά σημεία φαινόταν να προσπαθεί υπέρ του δέοντος να δημιουργήσει μία εκκεντρική και αλλοπρόσαλλη περσόνα, με αποτέλεσμα να γίνεται -ορισμένες φορές- εκνευριστικός ή κωμικός, άθελά του. Υποθέτουμε ότι σε επόμενες εμφανίσεις του θα βρει μία ισορροπία ώστε να αποδώσει έναν πραγματικά αξιόλογο Lex Luthor που πλέον δεν θα δείχνει –έστω και ελάχιστα- επιτηδευμένα εκκεντρικός.
Αυτό ήταν το Batman v Superman για τον γράφοντα. Μία βελτιωμένη δουλειά από τον Zack Snyder σε σχέση με το Man of Steel, που όμως έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά της για να ξεπεράσει το χαρακτηρισμό της “απλά καλής ταινίας”. Το επικό και επιβλητικό ύφος είναι εντυπωσιακό σε σημεία, αλλά η ταινία ήθελε μία πραγματικά καλή γραφή ώστε να καταφέρει να απογειωθεί και να προσφέρει μία αξιομνημόνευτη εμπειρία. Επίσης, την επόμενη φορά θα πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους να αφαιρέσουν τουλάχιστον 30 λεπτά αν αυτά αφορούν ένα πραγματικά ανούσιο και παντελώς κουραστικό φινάλε.