Το Colin McRae Rally της σύγχρονης εποχής.
Η κυκλοφορία του DiRT Rally είναι “ενοχλητική”. Ακόμα και “εξοργιστική”. Δεν είναι δυνατόν εδώ και τόσα χρόνια το κοινό να αναζητα απεγνωσμένα μια ολοκληρωμένη WRC εμπειρία, πολλές κυκλοφορίες από μικρές ομάδες ανάπτυξης να αποτυγχάνουν παταγωδώς να χαρακτηριστούν ακόμα και ως αξιοπρεπείς και μέσα σε όλα αυτά η Codemasters να αναλώνεται σε προτάσεις που ελάχιστη σχέση έχουν με το θεσμό του παγκοσμίου πρωταθλήματος ράλι. Αναμενόμενα, το marketing ήταν αυτό που έπαιξε το ρόλο του τα προηγούμενα χρόνια, προσεγγίζοντας ένα ύφος αγώνων που στόχευαν στον εντυπωσιασμό και όχι στην ουσία, ό,τι ακριβώς πετυχαίνει ο Ken Block εδώ και τόσα χρόνια δηλαδή, αλλά ευτυχώς φαίνεται πως επιτέλους τα πάντα βρήκαν το δρόμο τους.
Τα θετικά στοιχεία του DiRT Rally είχαν φανεί αρκετούς μήνες πριν όταν και διατέθηκε μέσω του Steam Early access. Επιστρέφοντας στο σήμερα και ρίχνοντας μια ματιά στην ολοκληρωμένη έκδοση του τίτλου -τόσο για το PC όσο και για το PlayStation 4- το συμπέρασμα που προκύπτει είναι αυτό που εδώ και χρόνια περίμεναν οι φίλοι των ράλι να ακούσουν. Το DiRT Rally είναι το “Colin McRae Rally” της σύγχρονης εποχής και το ακόμα πιο θετικό στοιχείο του είναι πως στοχεύει πρωτίστως στην ουσία και όχι στο περιτύλιγμα. Με το θεσμό του WRC να έχει χάσει την παλιά του αίγλη, η ομάδα ανάπτυξης θεώρησε σωστό να επενδύσει στο περιεχόμενο, γλιτώνοντας πόρους και χρήματα που τυχόν θα απαιτούσε κάποια “αποκλειστική συνεργασία”.

Τα πάντα έχουν αλλάξει και επιτέλους το νέο DiRT δείχνει περισσότερο γήινο, περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα, αφήνοντας πίσω του τις υπερβολές του παρελθόντος, που τόσο πολύ δίχασαν ή, αν θέλετε, ενόχλησαν τους φανατικούς οπαδούς της σειράς. Οι αλλαγές γίνονται άμεσα αντιληπτές από το μενού επιλογών, όπου τα πάντα έχουν μια λιτή εικόνα, χωρίς περιττά πυροτεχνήματα, έντονα χρώματα και λοιπές υπερβολές. Η δομή του τίτλου στηρίζεται σε τρία βασικά modes: τα Rally, Hill-climb και Rallycross. Αναμενόμενα, το πρώτο είναι αυτό που θα κλέψει τον περισσότερο από το διαθέσιμο χρόνο των παικτών, ενώ και το Hill climb -στο θρυλικό, πλέον, Pikes Peak- θα αποτελέσει μία άκρως ενδιαφέρουσα πρόκληση για την επίτευξη ενός ανταγωνιστικού χρόνου. Το Rallycross δεν μπορεί να σταθεί αξιοπρεπώς δίπλα στα άλλα δύο modes, ωστόσο η ύπαρξή του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αδιάφορη αφού, λόγω της φύσης του, είναι το μόνο που προσφέρει εντυπωσιακό multiplayer με ταυτόχρονη εμφάνιση των παικτών στη διαδρομή (το multiplayer στα άλλα δύο modes έχει τη μορφή leaderboard).
Επιστρέφοντας στο κυρίως rally mode, η επιλογή καριέρας δυστυχώς κρίνεται ως αρκετά φτωχή, μιας και ουσιαστικά δεν προσφέρει κάτι το καινούριο ή έστω κάτι που θα κρατήσει τους παίκτες αρκετό καιρό κοντά τους. Ουσιαστικά θα αποτελέσει το βήμα ώστε ο παίκτης να αποκτήσει πρόσβαση σε περισσότερα αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια θα είναι σε θέση να απολαύσει σε κάποια μεμονωμένη ειδική διαδρομή. Σε επίπεδο αριθμών, προσφέρονται έξι χώρες, ανάμεσα τους και η Ελλάδα με το ιστορικό Acropolis, ενώ τα αυτοκίνητα καταφέρνουν να φτάσουν τα 41 σε αριθμό.

Λόγω των περιορισμών σε θέματα αποκλειστικοτήτων και χρήσης των χορηγών, η Codemasters επίλεξε να λύσει το πρόβλημα παρέχοντας οχήματα τόσο από το παρελθόν –οι φίλοι της σειράς θα βρεθούν σε γνώριμα μέρη- ενώ αρκετά από τα σύγχρονα θα κάνουν την εμφάνισή τους ελαφρώς… “καμουφλαρισμένα”. Συνολικά, σε επίπεδο περιεχομένου ο τίτλος δεν απογοητεύει, μιας και συνεχώς δίνεται η εντύπωση πως τα πάντα βρίσκονται στη θέση τους, δίχως τίποτα να περισσεύει ή να δείχνει περιττό. Βέβαια, το DiRT Rally θα κριθεί μόλις πατήσει άσφαλτο και, ευτυχώς, η Codemasters κινήθηκε με βάση τη λογική και όσα ζητάει το κοινό εδώ και καιρό και όχι τον εντυπωσιασμό. Η φυσική των οχημάτων μάλλον είναι η ιδανική για τίτλο της κατηγορίας, ενώ και ο χειρισμός αποτελεί μια εξέλιξη των όσων η εταιρία προσέφερε στο παρελθόν (δεδομένου ότι το DiRT Rally “πατάει” επάνω στην EGO Engine και χρησιμοποιεί αρκετά από τα assets των προηγούμενων τίτλων της σειράς).
Αποφεύγοντας τις αυταπάτες περί 100% simulation, ο τίτλος καταφέρνει και ισορροπεί ιδανικά μεταξύ απαιτητικής οδήγησης (με έμφαση στο “απαιτητική”) και διασκέδασης, χωρίς ποτέ όμως να θυσιάζει κάποιον από τους δύο αυτούς τομείς. Ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο καθένας μπορεί να φέρει το μοντέλο χειρισμού στα μέτρα του, αν και μόνο η χρήση μιας τιμονιέρας θα αναδείξει όλα αυτά που έχει καταφέρει η ομάδα ανάπτυξης. Όπως το συνηθίζει η σειρά, τα οχήματα δείχνουν να πατάνε σωστά επάνω στο δρόμο, έχοντας το ιδανικό βάρος και σχεδόν ποτέ δεν θα συμβεί κάτι επί της οθόνης που να δείχνει εσφαλμένο ή υπερβολικό. Το ανεπτυγμένο μοντέλο φυσικής πραγματικά εκθέτει τον (όποιο) ανταγωνισμό, μιας και η συμπεριφορά των αυτοκινήτων σε κάθε φύσης οδόστρωμα είναι τουλάχιστον εντυπωσιακή και αυτός ο σχετικός ρεαλισμός έχει άμεση επίπτωση και στο μοντέλο χειρισμού.

Ο παίκτης θα είναι σε θέση να προγραμματίσει τις κινήσεις του απλά και μόνο παρατηρώντας τη συμπεριφορά του οχήματός του, μαθαίνοντας συνεχώς τι ζητάει το παιχνίδι από αυτόν σε διαφορετικό οδόστρωμα και συνθήκες και με κάθε όχημα χωριστά. Η αίσθηση της πρόσφυσης αποτυπώνεται μάλλον ιδανικά, ενώ το εκπληκτικό της υπόθεσης είναι η διαφορετική συμπεριφορά των οχημάτων. Μία χωμάτινη ειδική διαδρομή, συντροφιά με κάποιο θηρίο του Group B, απλά δεν έχει προηγούμενο στην κατηγορία, μιας και είναι αρκετό δύσκολο να δαμάσει κάποιος αυτά τα πανίσχυρα δημιουργήματα του παρελθόντος.
Αλλά όταν τελικά πέσει η καρώ σημαία και ο χρόνος είναι ανταγωνιστικός, αυτή η ικανοποίηση δεν έχει προηγούμενο. Μπορεί να ακουστεί κάπως υπερβολικό, αλλά ελάχιστοι τίτλοι στην ιστορία των videogames έχουν καταφέρει να μεταφέρουν αυτή την αίσθηση της οδήγησης στο όριο, μιας και το μόνο που ουσιαστικά λείπει είναι οι δυνάμεις G, η αίσθηση της σκόνης αλλά και η μυρωδιά της άκαυστης βενζίνης στο τελικό της εξάτμισης.