Μένοντας πιστό στη Warhammer φύση του, όταν «σκαλίζουμε δυνάμεις» από διαφορετικές διαστάσεις, όχι εντελώς κατανοητές, μπορούν να μας γυρίζουν boomerang. Οι Heroes και Lords, που εδώ αντικαθιστούν τους Agents και τους Generals, έχουν σαφώς αναβαθμισμένο ρόλο, με θέσεις Inventory για εξοπλισμό και αρκετά βαθιά talent tree για το είδος του παιχνιδιού. Η υπομονή είναι αρετή, και σε αυτό το παιχνίδι πρέπει να έχετε μπόλικη, καθώς οι πεπειραμένοι και ικανοί ήρωές σας είναι αυτοί που σε πολλές περιπτώσεις θα σώσουν την παρτίδα. Για παράδειγμα, κάπου στις 60-70 γύρες του campaign, το Chaos αρχίζει και εξαπολύει τις πρώτες του δυνάμεις, στέλνοντας τους δικούς τους κατασκόπους και ήρωες να σπείρουν corruption στις πόλεις σας.
Ως τότε θα πρέπει να έχετε κερδίσει τις, όχι και τόσο φανταχτερές, μικρές μάχες στα «πέριξ» σας, ώστε να έχετε ήρωες αρκετά δυνατούς για να φέρουν εις πέρας μια επιτυχημένη δολοφονία. Στο πεδίο της μάχης δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα -στη μεγαλύτερη διάρκεια του campaign και μέχρι να γίνουν διαθέσιμες οι elite μονάδες- με τη γνωστή «πέτρα ψαλίδι χαρτί» λογική, όταν μιλάμε για συμβατικά στρατεύματα. Γενικότερα, οι μάχες -και οι πολιορκίες ειδικότερα, με τη μάχη να εστιάζει με τα στρατεύματα κοντά και πάνω στα τείχη- γίνανε ελαφρώς πιο γρήγορες, αλλά η AI δυστυχώς παραμένει το ίδιο scripted και μηχανική. Δύσκολα θα εφαρμόσει κάποια σπουδαία τεχνική ή κάποιο κόλπο που θα αιφνιδιάσει έναν έμπειρο παίκτη, κάνοντας τις μάχες στις οποίες ο παίκτης δεν υστερεί αριθμητικά (όχι πως θα κάνετε και πολλές τέτοιες) αρκετά εύκολες.
Όπως είπαμε, το παιχνίδι κερδίζει όταν βγάζει στη φόρα τη διαφορετικότητά του, τις οπτικές και ουσιαστικές αρετές του High Fantasy background του, αλλά για πολλές ώρες παραμένει περισσότερο Total War και λιγότερο Warhammer. Και, κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν είναι και τόσο ευχάριστο. Η λύση του auto resolve μιας μάχης, για να γλυτώσουμε χρόνο σε άσκοπες διενέξεις, παραμένει δελεαστική. Στα του campaign map τώρα, σύντομα θα αντιμετωπίσετε τα κλασικά «logistic» θέματα που βάζουν οι τίτλοι του franchise. Κατά πόσο και αν είναι συμφέρον -φερ’ ειπείν- να διατηρήσουμε έναν ακριβό, ετοιμοπόλεμο στρατό για back-up ή να τα δώσουμε όλα στο στρατό εκστρατείας, ποια κτήρια και ποιες αλυσίδες κτηρίων θα χτίσουμε και πού για εύκολη και φτηνή αναπλήρωση του στρατεύματος κ.ο.κ παραμένουν θέματα που θα σας πονοκεφαλιάζουν σε κάθε turn.
Το μοντέλο ανάπτυξης των πόλεων και των οικισμών είναι απλό, ακόμα και για τη συγκεκριμένη σειρά παιχνιδιών (πόσο δε, σε σχέση με άλλα grand strategy) και η εξοικείωση του παίκτη με αυτό είναι ομαλή. Αντίθετους δρόμους ακολουθούν το UI με το panel βοήθειας. Το πρώτο κάνει τη ζωή ενός καινούριου παίκτη αρκετά δύσκολη (το θέλαμε πιο καθαρό και συμμαζεμένο), ενώ το δεύτερο δικαιώνει πανηγυρικά τον τίτλο του. Τόνοι πληροφορίας μονάχα ένα κλικ μακριά, είναι εκεί για να δώσουν το απαραίτητο ξεκαθάρισμα -gameplay και lore wise- στον παίκτη που θα τις αναζητήσει. Η αγάπη και το μεράκι της Creative Assembly στο συγκεκριμένο θέμα, που αποτελεί και μια έμμεση προσπάθεια να τραβήξει το κοινό στο συγκεκριμένο lore setting, είναι καταφανής και αξίζει όλες τις ευλογίες του Sigmar.
Αυτό που δε μας άρεσε καθόλου, όμως, ήταν ο τομέας της διπλωματίας. Θα συμφωνήσουμε πως οι διαθέσιμες επιλογές είναι πολλές και θα ικανοποιήσουν όσους αρέσκονται σε πιο ειρηνικούς και έμμεσους τρόπου επίλυσης, αφενός, όμως, το παιχνίδι είναι Warhammer (δώστε βία και αίμα στο λαό), αφετέρου η προβληματική AI, με την scripted (πάλι) συμπεριφορά της κάνει την όλη διαδικασία βαρετή και εύκολα εκμεταλλεύσιμη. Θα θέλαμε λιγότερες αλλά πιο ουσιαστικές διπλωματικές ενέργειες και επαφές, με λιγότερες διακοπές της ροής και του ρυθμού. Είναι ενοχλητικό, με το που ανεβαίνει λίγο στο power rank το faction μας, να σκάνε βροχή οι αιτήσεις για συμφιλίωση και κοινό αγώνα από τον κάθε φτωχοπειναλέο και μπατίρη ξυπόλυτο Λόρδο. Αφού στο τέλος θα τους κατακτήσουμε, δείξτε λίγη περηφάνια! Δε λέμε, μπορεί ο παίκτης να απαντήσει αρνητικά, αλλά το συνεχόμενο και ανούσιο spamming καταντάει εκνευριστικό.
Αυτό που δεν είναι καθόλου εκνευριστικό και εισάγεται πολύ πετυχημένα στο χάρτη κατάκτησης, είναι οι (σωστά, lore καθοδηγούμενοι) περιορισμοί στις περιοχές που μπορεί να εγκατασταθούν οι factions. Για παράδειγμα, παίζοντας σαν Dwarf δεν γίνεται -δεν υπήρξε και ποτέ λόγος- να εγκατασταθεί ο παίκτης σε πόλη της Empire, και αντίστοιχα δεν υπήρξε ποτέ λόγος να πολιορκήσει η Empire μια υπόγεια πόλη νάνων. Αυτό μπορεί να μειώνει λίγο τη sandbox εμπειρία (η οποία βέβαια ελευθερώνεται καθώς περνάνε οι σειρές), αλλά κατά τη γνώμη μας βοηθάει το παιχνίδι να γίνεται πιο στοχευμένο και διαχειρίσιμο στην αρχή του. Επιπρόσθετα, σπρώχνει την «κατάδυσή» μας στις προαιώνιες έριδες και έχθρες μεταξύ των διαφορετικών φυλών του Old World, οι οποίες γίνονται ακόμα πιο έκδηλες στις διάφορες «Ιστορικές Μάχες», που γίνονται σταδιακά διαθέσιμες καθώς περνάνε οι σειρές (ή καθώς ο Legendary Lord μας ανεβαίνει επίπεδο).
Αυτές οι μάχες θεωρούμε πως αποτελούν το ποίκιλμα του τίτλου. Εκεί που το Total War γίνεται «Total Warhammer» και ξεκινάνε τα ρίγη και οι ανατριχίλες. Αντίθετα, τα διάφορα mini quests και objectives, παρόλο που δίνουν κάποιους ενδιαφέροντες, βραχυπρόθεσμους στόχους (και κάποια πολύ ωραία rewards), έχουν εντελώς τυχαία φύση και πολλές φορές απαιτούν από τον παίκτη να ταξιδέψει στη άλλη άκρη του χάρτη, χωρίς προφανή αιτία. Υπάρχει θα πείτε το teleport spell, αλλά ποιος έχει διαθέσιμα 5000 νομίσματα σε υψηλά επίπεδα δυσκολίας για ξόδεμα; Αν η εμφάνισή τους ήταν προσαρμοσμένη στη ροή του campaign, ίσως να μιλούσαμε για έναν εξαιρετικό μηχανισμό. Η ασύνδετη, όμως, φύση του τα περιζώνει και τα περιορίζει στην κατηγορία του «αν κάτσει έχει καλώς».
To launch των TW είναι μια πονεμένη ιστορία. Αρκεί να σκεφτείτε τις τραγελαφικές καταστάσεις που βιώσαμε επί TW Rome 2, και αυτό αποτελούσε το μεγαλύτερο, ενδόμυχο φόβο μας. Ευτυχώς, υπήρξε σοβαρότητα αυτή τη φορά, και αν εξαιρέσουμε τα ελαφρώς μεγάλα loading times στο μηχανικό δίσκο που είναι εγκατεστημένο το παιχνίδι, η όλη εμπειρία ήταν ομαλή, σε σταθερά υψηλά fps (σχετικός αριθμός, όχι απόλυτος και ακατέβατος) ακόμα και όταν η οθόνη μας γέμιζε από χιλιάδες animation και στρατιώτες. Ένα mid-range PC δε θα έχει πρόβλημα να ανταπεξέλθει επαρκώς στις απαιτήσεις του παιχνιδιού, απλά να έχετε υπόψιν σας πως, γενικά, αποδίδει καλύτερα σε «κόκκινα συστήματα». Από άποψη μηχανής γραφικών δεν υπάρχει κάτι διαφορετικό σε σχέση με αυτά που είδαμε στο Attila, η ποικιλία όμως στο σχεδιασμό μονάδων, τα διαφορετικά skins και χρώματα και γενικά ο ξεχωριστός σχεδιαστικά χαρακτήρας που έχει το κάθε faction, αρκούν για να ικανοποιήσουν το μάτι.
Το Total War: Warhammer ανταπεξήλθε. Σηκώνει το βάρος των δύο κόσμων στην πλάτη του, και παρόλο που μαστίζεται από τα ίδια προβλήματα που έχουν όλοι οι Total War τίτλοι, δίνει στο franchise το απαραίτητο λάκτισμα στα οπίσθια για να ξεφύγει λίγο από τη ζοφερή, ιστορική πραγματικότητα, η οποία μετά από τόσα χρόνια έδειχνε γερασμένη και κουρασμένη, και να περάσει στη ζοφερή medieval, high fantasy πραγματικότητα, δείχνοντας (έμφαση στο “δείχνοντας”) αρκετά πιο φρέσκο και διαφορετικό.
Η ύπαρξη της μαγείας, των flying units (σαν τακτικό πλεονέκτημα) και το βαθύτερο σύστημα ανάπτυξης των ηρώων, είναι στοιχεία αρκετά για βρει ακόμα και ένας βετεράνος κάτι καινούριο να αγκιστρωθεί, ενώ για τους καινούριους παίκτες, το setting και το απλοποιημένο campaign mode είναι το μεγαλύτερο δέλεαρ για να ξεκινήσουν την περιήγησή τους στα grand strategy. Από την άλλη, δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα είτε πολεμάτε με ελέφαντες, είτε με γίγαντες, και ένα κανόνι είναι πάντα ένα κανόνι… για Total War μιλάμε άλλωστε.
Διαβάστε επίσης