Ποιος 007;
Το πρώτο πράγμα που κάνει εντύπωση στο παρόν πακέτο – επανακυκλοφορία, είναι ότι αυτό ονομάζεται Trilogy, ενώ λείπει ο πρώτος τίτλος της σειράς. Το πρωτότυπο Hitman του 2000. Η παρουσία του Contracts, που εν συντομία δεν ήταν τίποτε άλλο από μία σταχυολόγηση σημαντικών επιπέδων του πρώτου παιχνιδιού, δεν καλύπτει πλήρως το κενό. Μπορεί το Hitman: Agent 47 να είχε ένα σχεδιασμό και μία gameplay προσέγγιση που θα ξένιζε στις μέρες μας (ιδίως τους πιο απονήρευτους και ανυποψίαστους), δεν παύει όμως να είναι ο τίτλος που ξεκίνησε τα πάντα. Τι δηλαδή; Μα τη μοναδική σειρά στο gaming που μπορεί να χαρακτηριστεί ως Assassin Simulation.
H αλήθεια είναι ότι δεν επεχείρησαν και πολλοί να ακολουθήσουν τα βήματα της ΙΟ. Ούτως ή άλλως, ο δρόμος που είχαν εξαρχής επιλέξει οι Δανοί, ήταν κακοτράχαλος, γεμάτος λακκούβες με λασπόνερα και τρύπες, που ο καθένας θα μπορούσε να στραμπουλίξει το πόδι και να βρεθεί με τα μούτρα στο χώμα. Η ανταμοιβή, όμως, για τον κάθε παίκτη ήταν (κυρίως από το Hitman 2: Silent Assassin και δώθε) ότι ένιωθε πως πραγματικά είχε φέρει εις πέρας μία δύσκολη και περίπλοκη αποστολή όταν τελείωνε κάθε κεφάλαιο.
Δύσκολος και περίπλοκος χειρισμός (ιδίως στο πρώτο παιχνίδι, που με μαεστρία αποφεύγεται στην παρούσα κυκλοφορία με την αντικατάστασή του από το βελτιωμένο σε αυτόν τον τομέα Contracts), αποπροσανατολισμός για τους αδαείς ή λιγότερο πεπειραμένους, βάρβαρη δυσκολία σε σημεία, και έντονο trial and error, που όμως είναι από τη φύση του κομμάτι του παιχνιδιού.
Στο Silent Assassin, που όπως και το Contracts παρουσιάζεται στην εν λόγω τριλογία με πολύ καθαρά γραφικά, ο Agent 47 ξεκινά ως κηπουρός, αποφασισμένος να αφήσει το βίαιο παρελθόν πίσω του, παρελθόν για το οποίο ο σύγχρονος παίκτης δε θα μάθει και πολλά πράγματα εξαρχής. Η απαγωγή του ιερωμένου της εκκλησίας στην οποία εργάζεται θα τον επαναφέρει στο δρόμο του… πληρωμένου δολοφόνου και θα ταξιδέψει σε μέρη όπως η Ρωσία, η Ινδία και η Μαλαισία, μέρη και περιβάλλοντα που στην PC κυκλοφορία του 2002 αστραποβολούσαν και θάμπωναν με την ομορφιά τους, δοσμένα από μία από τις πιο εντυπωσιακές μηχανές που κυκλοφορούσαν εκείνη την εποχή.
Σήμερα, συνεχίζει να εντυπωσιάζει η περιπλοκότητα των επιπέδων, η πληθώρα των επιλογών, ο πλουραλισμός των υπό δοκιμή διαδρομών. Η σύγχρονη τεχνολογία το μόνο που κάνει είναι να προσφέρει το συγκεκριμένο θέαμα με καθαρή εικόνα, χωρίς να έχει αλλάξει και πολλά πράγματα. Στην πραγματικότητα, το μόνο που φαίνεται να έχει πειραχτεί είναι η ανάλυση, καθώς όλα τα υπόλοιπα φωνάζουν από μακριά «2002».
Αντιθέτως, το Contracts, που προσφέρει μία σειρά από flashbacks του Agent 47, που με αυτόν τον τρόπο «ξαναπαίζει» επίπεδα του πρώτου Hitman, γέρασε πολύ πιο ομαλά και θα λέγαμε ότι οπτικά και σχεδιαστικά είναι πιο κοντά στο Blood Money παρά στο Silent Assassin.
Τα προβλήματα της A.I. παραμένουν, οι NPCs συνεχίζουν και εδώ να μην αντιδρούν και πολύ φυσιολογικά, αλλά και πολλά πράγματα έχουν διορθωθεί σε σχέση με το 2, και ιδίως σε σχέση με το Agent 47. O χάρτης είναι πιο λειτουργικός, η διαχείριση του οπλοστασίου καλύτερη και η stealth κίνηση του χαρακτήρα δεν είναι τόσο βασανιστική όσο ήταν. Sam Fischer δεν είναι και πάλι, αλλά τα δαγκώματα του κάτω χείλους περιμένοντας τον φαλακρό πράκτορα να κινηθεί είναι απόντα.
{PAGE_BREAK}
Αλλά η σημασία της επανακυκλοφορίας δεν είναι αυτή. Σαφώς και θα θέλαμε ένα ρετουσάρισμα των τίτλων, ακόμα καλύτερα με τη μηχανή του Absolution. Και το Blood Money θα το θέλαμε με την καινούργια μηχανή. Δεν το έχουμε όμως, και αρκούμαστε στο ότι έχουμε στο πιάτο μας τρία από τα πιο hardcore παιχνίδια που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Και εξηγούμε (για να μη παρεξηγούμαστε) το hardcore: Ελάχιστα παιχνίδια καταφέρνουν να κερδίσουν την απόλυτη προσήλωση του παίκτη στο να πετύχει το τέλειο σε κάθε αποστολή.
Και δε μιλάμε για προκαθορισμένες κινήσεις, που αν πραγματοποιηθούν σωστά (μηχανικά και μετά από χίλιες επαναλήψεις) θα δώσουν το τέλειο. Μιλάμε για ανοικτό gameplay, με απρόβλεπτες συχνά εξελίξεις (η απουσία του πρώτου Hitman με την… ελαφρώς στριφνή A.I. σε σχέση με τα υπόλοιπα γλύτωσε πολλά σύγχρονα χειριστήρια από βέβαιο σμπαράλιασμα), και gameplay που δε συγχωρεί στο ελάχιστο. Σαφώς αυτά που στέκονται καλύτερα στην τριλογία είναι τα Contracts και Blood Money.
Τόσα χρόνια μετά, το Blood Money -με ελάχιστη αναβάθμιση στα γραφικά- θα μπορούσε να ήταν το καινούργιο Hitman. Αναφερόμαστε στο ίσως καλύτερο μέρος της σειράς, όπου πολλά από τα προβλήματα των προηγούμενων τίτλων είχαν διορθωθεί, η A.I. δεν ήταν τόσο εξωφρενικά εκνευριστική και η χρησιμοποίηση των πιο εντυπωσιακών set pieces του franchise φώναζε από μακριά «μεγάλη παραγωγή».
Με μόνη ένσταση το σύστημα Notoriety, που δεν ήταν ενσωματωμένο στο παιχνίδι όσο ομαλά θα έπρεπε (μπορούσε να εξαλειφθεί με μία γερή χρηματική ανταμοιβή στα μεσοδιαστήματα των αποστολών), όλα τα υπόλοιπα υποδεικνύουν και αναδεικνύουν το καλύτερο Hitman. Και η βάρβαρη δυσκολία είναι εδώ και το πλούσιο οπλοστάσιο και η τεράστια γκάμα επιλογών και, κυρίως, το ανεξάντλητο replayability και η εμμονή του παίκτη να πετύχει το τέλειο ακόμα και σε professional επίπεδο δυσκολίας. Περιττό να αναφέρουμε ότι τα Hitman σε εύκολο επίπεδο, αν και παραμένουν Hitman, είναι άλλα παιχνίδια.
Ρίχνοντας και πάλι μια ματιά στο Hitman Blood Money, με την εντυπωσιακή μηχανή της IO να μπορεί να αποδώσει ένα ολοζώντανο πλήθος καρναβαλιστών στους πολύβουους δρόμους της Νέας Ορλεάνης, εντυπωσιάζει αρνητικά και θλίβει το γεγονός ότι η κύρια είσοδος της ΙΟ στην τρέχουσα γενιά ήταν με τα Kane & Lynch. Φθηνοπαραγωγές του ποδαριού, που προσέφεραν αυτό που προσφέρθηκε τα τελευταία χρόνια με τους τόνους στο κοινό: Shooting άνευ λόγου και αιτίας., αφήνοντας στην άκρη -μέχρι πρόσφατα- και καταδικάζοντας το όνομα να κρυώσει, ένα franchise που ό,τι έκανε το έκανε μοναδικά, όσα προβλήματα και αν είχε και όσο αφιλόξενο και αν ήταν για τους πιο επιφανειακούς παίκτες.
Σάββας Καζαντζίδης