Άτακτη υποχώρηση.
O Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μια από τις πιο μαύρες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας της ανθρωπότητας, κατά τη διάρκεια του οποίου ο άνθρωπος απέδειξε για μια ακόμη φορά ότι είναι ικανός για τα πάντα. Οι αμέτρητες απώλειες, η εξαθλίωση, οι βιαιοπραγίες, ο διαχωρισμός ανθρώπων με βάση τις προτιμήσεις τους, την καταγωγή τους, τα πιστεύω ή και η χρησιμοποίηση αυτών ως λόγο εξόντωσης ή περιορισμού της ελευθερίας τους ήταν τα σημαντικότερα, αλλά δυστυχώς όχι τα μόνα που συντελέστηκαν κατά τη διάρκειά του.
Μοιραία, λοιπόν, ο αιματηρός αυτός πόλεμος αποτέλεσε πηγή έμπνευσης και εφαλτήριο για εκατοντάδες κινηματογραφικές ταινίες και video games. Στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν υπήρξε μια περίοδος κατά την οποία τα παιχνίδια -κατά κύριο λόγο τα FPS- βασισμένα στη θεματολογία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου κυκλοφορούσαν ακατάπαυστα, κυριολεκτικά το ένα μετά το άλλο. Το γεγονός αυτό ήρθε να ανατρέψει η κυκλοφορία του Call of Duty: Modern Warfare, η οποία συνοδεύτηκε από μια αναμφισβήτητη εμπορική επιτυχία, μεταφέροντας το σκηνικό των FPS στη σύγχρονη εποχή.
Η CI Games, με την ανακοίνωση του Enemy Front το 2011, προσπάθησε να πάει κόντρα σε αυτό το “κατεστημένο” και να προσφέρει ένα κλασικό WW2 FPS. Καταφέρνει όμως ο τίτλος εν τέλει να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που δημιουργήθηκαν και κατά πόσο επηρέασαν την τελική ποιότητά του οι αποχωρήσεις σημαντικών δημιουργών από την ομάδα κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του;
Η χρονική περίοδος στην οποία εστιάζει το παιχνίδι είναι κατά τη διάρκεια της πολωνικής αντίστασης το 1944, όπου καλούμαστε να αναλάβουμε το ρόλο ενός Αμερικάνου δημοσιογράφου, ονόματι Hawkins, ο οποίος ύστερα από περιπλάνηση στη γερμανοκρατούμενη Ευρώπη, καταλήγει να μάχεται στο πλευρό του αντιστασιακού κινήματος. Το μεγαλύτερο μέρος του τίτλου διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του αγώνα εναντίων της γερμανικής κατοχής στη Βαρσοβία.
Ωστόσο, υπάρχουν αποστολές και σε άλλες τοποθεσίες της Ευρώπης, οι οποίες προσπαθούν να προσδώσουν στο παιχνίδι ποικιλία ώστε να μην αναλωθεί η δράση μόνο στα ερείπια της πολωνικής πρωτεύουσας. Παρά όμως τη φιλότιμη προσπάθεια που κάνει το Enemy Front να παρουσιάσει τη συγκινητική ιστορία της πολωνικής αντίστασης, χάνει πάρα πολλούς πόντους από τα χαμηλής ποιότητας -τόσο τεχνικά όσο και σκηνοθετικά- cut scenes και λόγω των αδιάφορων -στην καλύτερη των περιπτώσεων- voiceovers.
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού, όπως είναι απολύτως λογικό, σκοπός του ήρωα μας είναι η εξόντωση αναρίθμητων Ναζί. Οι πιο αποτελεσματικές τακτικές που μας δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε είναι οι κλασικές που συναντάμε σε αυτού του είδους τα παιχνίδια, όπως η ρίψη χειροβομβίδας σε κλειστούς χώρους κάνοντας γκελ πρώτα σε κάποιον τοίχο, η εξόντωση πολυάριθμων εχθρών ανατινάζοντας κάποιο παρακείμενο βαρέλι με καύσιμα ή σκοτώνοντας δύο αντιπάλους με μία μόνο σφαίρα.
Ωστόσο, μετά την αρχική δοκιμή των διαφορετικών προσεγγίσεων στη μάχη που μας παρέχει το δημιούργημα της City Interactive, αλλά και της γραμμικής σχεδίασης των επιπέδων, θα καταλήξετε να χρησιμοποιείτε την τακτική του ελεύθερου σκοπευτή, καθώς είναι σχεδόν πάντα η καλύτερη και πιο αποτελεσματική λύση. Ένα ακόμα γεγονός που ενισχύει την παραπάνω επιλογή τακτικής είναι τα σκαμπανεβάσματα της εχθρικής AI, τα οποία σε συνδυασμό με μια σωρεία bugs και glitches που ταλανίζουν τον τίτλο και είναι απόρροια προφανώς των προβλημάτων που αντιμετώπισε ο τίτλος κατά τη διάρκεια της ανάπτυξής του, καταλήγουν στο να θεωρείται περιττή και ανούσια η επιλογή ενός stealth μονοπατιού ως μέθοδος για τη διεκπεραίωση κάποιας αποστολής.
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το Enemy Front χρησιμοποιεί ένα σύστημα sniping, το οποίο μοιάζει σε βαθμό παρεξηγήσεως τόσο με το αντίστοιχο του Sniper: Ghost Warrior όσο και με του Sniper Elite, σε μια χρονική περίοδο μάλιστα στην οποία σχεδόν συνέπεσε η κυκλοφορία του με αυτή του τρίτου μέρους του franchise Sniper Elite. Οι υπόλοιποι gameplay μηχανισμοί κινούνται στα κλασικά πλαίσια της κατηγορίας, θυμίζοντας πολλές φορές εποχές COD 2 & 3, χωρίς την αίγλη όμως του αναφερθέντος franchise.
Παρόλο που το single player campaign αποτελεί την καρδιά του παιχνιδιού υπάρχει και η επιλογή για multiplayer, το οποίο διαθέτει τα τρία κλασικά modes -Deathmatch, Team Deathmatch και Radio Transmission, μια παραλλαγή του Domination mode που συναντάμε σε FPS. Η αίσθηση που αφήνει εν τέλει όμως αυτό το κομμάτι του παιχνιδιού -προσφέροντας ελάχιστο βάθος- ύστερα από ένα σύντομο χρονικό διάστημα ενασχόλησης μαζί του είναι ότι υπάρχει απλά για να υπάρχει, χωρίς ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης και ουσιαστική προσφορά διασκέδασης.
Αν και διατυμπανίζεται στις αρχικές οθόνες ότι κάνει χρήση της Cry Engine, ο τεχνικός τομέας του δημιουργήματος της CI δυστυχώς απογοητεύει, αφού αυτή η τεχνολογία δεν αποτυπώνεται στην οθόνη μας, καθώς η ποιότητα των γραφικών κινείται στη μετριότητα. Το παραπάνω συμπέρασμα ενισχύουν και τα χαμηλής ποιότητας textures που απαρτίζουν μέρος του τίτλου. Σίγουρα έχουμε δει και χειρότερου επιπέδου γραφικά στις κονσόλες της γενιάς που φεύγει, αλλά αυτό δεν δικαιολογεί σε καμιά περίπτωση την εντύπωση που αφήνει σε γενικές γραμμές το παιχνίδι βλέποντάς το να τρέχει, σε σημείο που άνετα θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι παρακολουθεί έναν τίτλο που κυκλοφόρησε πριν από πέντε χρόνια. Ο ήχος, στον αντίποδα, αποτελείται από καλογραμμένα ορχηστρικά μουσικά θέματα, τα οποία επιτελούν το σκοπό τους και δένουν αρμονικά με την ατμόσφαιρα του τίτλου. Ικανοποιητικοί είναι, τέλος, και οι ήχοι των όπλων όπως επίσης και τα ηχητικά εφέ των εκρήξεων.
Συνοψίζοντας τα όχι και τόσο ενθαρρυντικά στοιχεία για την ετυμηγορία του τίτλου και προσπαθώντας να είμαστε όσο το δυνατόν περισσότερο ειλικρινείς, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το Enemy Front -παρ’ όλες τις προσδοκίες που είχαμε ώστε να εκμεταλλευτεί το κενό που υπήρχε στην αγορά για ένα καλό τίτλο βασισμένο στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- αποτυγχάνει. Και αποτυγχάνει όχι γιατί δεν είναι διασκεδαστικό, αλλά γιατί η ενασχόληση μαζί του -τις περίπου 8 ώρες που διαρκεί το campaign του- κινείται στη μετριότητα, αντιγράφοντας μηχανισμούς και σκηνικά που σίγουρα κάπου έχουμε ξαναδεί και δοκιμάσει στο παρελθόν.
Προσθέτοντας στα παραπάνω την προβληματική AI, το αδιάφορο multiplayer, την ανέμπνευστη αφήγηση της ιστορίας και τον απλά ικανοποιητικό τεχνικό τομέα, γίνεται άμεσα αντιληπτό ότι δεν μπορούμε να προτείνουμε το Enemy Front παρά μόνο σε όσους θέλουν απεγνωσμένα να ασχοληθούν με ένα νέο WW2 FPS. Οι υπόλοιποι απλά προσπεράστε…
To review βασίστηκε στην PS3 έκδοση του παιχνιδιού.