Digital… Παρασκευάς.
Η εικονική πραγματικότητα ανέκαθεν ήταν η πλατφόρμα των “ονείρων που γίνονται πραγματικότητα”. Η δυνατότητα να ταξιδεύεις σε άλλους κόσμους και να χάνεσαι μέσα σε αυτούς δίνεται έτσι και αλλιώς από τα videogames εν γένει, αλλά το VR είναι ένα τολμηρό βήμα προς τα εμπρός, προς αυτό που οι developers εδώ και χρόνια χρησιμοποιούσαν -λανθασμένα και με γερές δόσεις υπερβολής-, ως όρο για τα ταξίδια αυτά: το “immersion”. Η δυνατότητα, λοιπόν, να χάνεσαι σε έναν ψηφιακό κόσμο και να ζεις εμπειρίες που η πεζή πραγματικότητα δεν είναι σε θέση να προσφέρει, τους τελευταίους μήνες έρχεται όλο και πιο κοντά στο κοινό μέσα από τις τρεις “μεγάλες” VR πλατφόρμες: τα PSVR, Oculus Rift και HTC Vive. Όμως, για να γίνει το μεγάλο βήμα και να ταξιδέψουμε σε άλλους κόσμους, δεν φτάνει μόνο το όχημα (βλ. VR συσκευές) αλλά και το καύσιμο για να απογειώσει αυτές τις συσκευές. Και εδώ έρχεται το κατάλληλο software.
Μέχρι σήμερα, ειδικά σε ό,τι αφορά το PSVR, έχουμε δει κυρίως παιχνίδια/ demos (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πλήρεις προτάσεις), που πιο πολύ δίνουν μια γεύση από το τι είναι σε θέση να κάνει αυτή η τεχνολογία, παρά το τι κάνει πραγματικά. Οπότε, έπρεπε να έρθει το “βαρύ πυροβολικό” που ακούει στο όνομα Crytek, για να βάλει λίγο τα πράγματα σε σωστή πορεία. Για να μην παρεξηγηθούμε, το πρώτο VR παιχνίδι της Crytek, το Robinson: The Journey, που θα εξετάσουμε παρακάτω, δεν είναι το καλύτερο παιχνίδι για το headset της Sony. Είναι όμως μακράν το πιο εντυπωσιακό και τεχνολογικά άρτιο, δείχνοντας έτσι ότι η “ταπεινή VR πλατφόρμα μαζικής παραγωγής της Sony” είναι σε θέση να κάνει σπουδαία πράγματα.

Όπως συμβαίνει με τα περισσότερα από τα παιχνίδια που έχουμε ήδη δει για το PSVR, το Robinson ανήκει στην κατηγορία adventure/ interactive experience, μέσα από την οποία ο παίκτης ζει ένα υπέροχο ταξίδι σε έναν διαφορετικό κόσμο. Το σενάριο είναι, βεβαίως, sci-fi και θέλει τον πρωταγωνιστή του παιχνιδιού, το φερώνυμο νεαρό αγόρι, να “ναυαγεί” -ως ένας Ροβινσώνας Κρούσος του μέλλοντος- σε έναν αφιλόξενο πλανήτη, αφού το μητρικό σκάφος που μετέφερε εκείνον και χιλιάδες ακόμα ανθρώπους, με σκοπό την αποίκιση του πλανήτη, καταστράφηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες.
Στόχος του αγοριού είναι, πρωτίστως, να επιβιώσει και στη συνέχεια να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του, αλλά και τα συντρίμμια του σκάφους του, που βρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορες περιοχές, για να λύσει το μυστήριο της καταστροφής του και να μάθει αν υπάρχουν άλλοι επιζώντες στον πλανήτη. Σημαντική βοήθεια σε όλη αυτή την προσπάθεια θα έχει από ένα ρομποτικό… Παρασκευά (που μοιάζει με το χαμένο αδελφάκι του Ghost από το Destiny -σε όλα! Από τη φωνή μέχρι το πόσο ενοχλητικό τείνει να γίνει σε κάποιες περιπτώσεις.) και από ένα pet υπό τη μορφή της Laika, ενός μικρού τυρανόσαυρου.

Σε ό,τι αφορά τη δομή του, το Robinson χρησιμοποιεί ένα μοντέλο ελεύθερης κίνησης και περιήγησης στο χώρο, επιλογή της Crytek άκρως “επικίνδυνη” θα λέγαμε, αφού όπως έχουμε διαπιστώσει, το free roaming σε VR περιβάλλον εύκολα μπορεί να κάψει ένα παιχνίδι μέσα από το φαινόμενο της ναυτίας που μπορεί να προκαλέσει. Όμως, έχοντας εφαρμόσει πολλαπλές επιλογές στο control scheme, που ξεκινούν από μια ηπιότατη επιλογή κίνησης, τύπου pie chart (με περιστροφή συγκεκριμένων μοιρών στον οριζόντιο άξονα κάθε φορά, για να αποφευχθεί η ναυτία), και φτάνοντας σε πλήρη ελευθερία κινήσεων, το παιχνίδι εγγυάται ότι υπάρχει μια ρύθμιση για κάθε παίκτη και αντοχή που εκείνος έχει. Και αυτό είναι κάτι άκρως απαραίτητο, διότι το Robinson: The Journey απαιτεί αρκετή εξερεύνηση, περπάτημα σε έναν αρκετά μεγάλο χάρτη (χωρίς loading και παύσεις, όλος ο κόσμος είναι ενιαίος) και μπόλικο σκαρφάλωμα. Σε αυτό το σημείο αξίζει να τονίσουμε ότι, ενώ δείχνει ότι θα ήταν ιδανικό, το control scheme του Robinson δεν υποστηρίζει Move Controllers, αλλά μόνο το Dualshock 4.
Και, βασικά, στις παραπάνω γραμμές περιγράψαμε το gameplay. Ο Robinson δεν πολεμά, δεν μπορεί να εκτελέσει άλματα, δεν χρησιμοποιεί οχήματα. Απλά περιφέρεται στο χώρο, αναζητώντας clues για το δυστύχημα του Esmeralda, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί, πάντα με τη βοήθεια του ρομποτ, να κρατά σε τάξη τις βάσεις που έχει δημιουργήσει σε διάφορα σημεία της ζούγκλας. Πέρα, λοιπόν, από το περπάτημα και την αναρρίχηση, το gameplay προσφέρει scanning των πλασμάτων αυτού του πλανήτη με το ειδικό εργαλείο που έχει στην κατοχή του ο Robinson, επίλυση ορισμένων απλοϊκών puzzles, αναζήτηση collectibles, κάποια τμήματα stealth gameplay, όπου προσπαθούμε να αποφύγουμε raptors και, τέλος, μια σειρά από mini-games ενεργοποίησης κυκλωμάτων, μέσω των οποίων μεταφέρεται ηλεκτρισμός και ενεργοποιούνται διάφορες συσκευές.

Μπορεί όλα τα προαναφερθέντα να φαντάζουν ως απολύτως βασικά στοιχεία gameplay, και ιδιαιτέρως απλοϊκά (και είναι), αλλά συνδυάζοντάς τα με το οπτικό αποτέλεσμα που έχει καταφέρει να αποδώσει η Crytek σε αυτό το παιχνίδι, παίρνουμε μια εμπειρία χωρίς προηγούμενο στην πλατφόρμα της Sony. Ο οπτικός τομέας του Robinson είναι μια κλίμακα επάνω από οτιδήποτε άλλο έχουμε δει μέχρι σήμερα στο PSVR, με κορυφαία μοντέλα πλασμάτων, άριστους φωτισμούς, καθαρότητα στην απεικόνιση, πανέμορφα τοπία και στιγμές τόσο μοναδικές, που σχεδόν προκαλούν συγκίνηση. Επίσης, πολύ καλά είναι και τα voice overs, αλλά και η όποια (λίγη) μουσική ακούγεται. Ορισμένα glitches, όπως αντικείμενα που χάνονται στο περιβάλλον και κάποιο pop-up δέντρων στον ορίζοντα, υπάρχουν, όμως είναι τόσο λίγα σε σχέση με το οπτικό μεγαλείο του τίτλου, που δεν είναι σε θέση να σπιλώσουν το τέλειο “πρόσωπό” του.
Αυτό, όμως, που κάνει ζημιά στο παιχνίδι, είναι -φαινόμενο που βλέπουμε για μια ακόμα φορά σε VR τίτλο- η διάρκεια και το replayability που προσφέρει. Το Robinson μπορεί να είναι το μεγαλύτερο single player παιχνίδι που έχουμε μέχρι στιγμής δοκιμάσει στο PSVR, αλλά αυτό δεν το καθιστά αυτομάτως και “μεγάλο”. Ένα αργό playthrough, με ενδελεχές ψάξιμο, απαιτεί περίπου τέσσερις ώρες για να ολοκληρωθεί. Προσθέστε σε αυτές τις ώρες ακόμα μια για επιστροφή στον κόσμο του και εύρεση colelctibles και… αυτό ήταν. To ξέρουμε ότι τα παιχνίδια δεν είναι… ζαρζαβατικά και ότι η εμπειρία που προσφέρουν δεν μπορεί πάντα να μπαίνει σε ζύγι με τα λεπτά της ώρας που διαρκούν, όμως το Robinson: The Journey είναι ένα παιχνίδι “full price”, με κόστος 60 ευρώ, γεγονός που -κατά τη δική μας άποψη- του δημιουργεί πρόβλημα.
Αν εσείς κρίνετε ότι η σύντομη διάρκεια δεν αποτελεί πρόβλημα σε ένα παιχνίδι, ανεξαρτήτως της τιμής του, τότε το Robinson: The Journey είναι ένα από τους τίτλους για το PSVR που προτείνεται ανεπιφύλακτα, μιας και όσα κάνει, τα κάνει σωστά και προσφέρει μια όμορφη εμπειρία εικονικής πραγματικότητας. Σε αντίθεση περίπτωση, αναμείνατε μια πτώση τιμής και, τότε, “χτυπήστε” το χωρίς δεύτερη σκέψη.
Το παιχνίδι δοκιμάστηκε σε PS4 Pro.
VR χαρακτηριστικά
- Θέση gaming: Καθιστή
- Χρήση controller: Dualshock 4
- Επίπεδο ναυτίας: Χαμηλό – Μέτριο (Υψηλό σε free camera mode).
Το “επίπεδο ναυτίας” είναι υποκειμενικό, έχει να κάνει με την αίσθηση που αποκόμισε από το παιχνίδι ο εκάστοτε συντάκτης και μπορεί να διαφέρει από άτομο σε άτομο.